Dark Mode Light Mode

Αναμνήσεις της Ευθυμίας Πέγιου αφιερωμένες στα 60 χρόνια της «Πρωϊνής»

Κείμενο της Ευθυμίας Πέγιου που δημοσιεύτηκε στην Πρωινή το 2012.

Ήταν στην αρχή της δεκαετίας του 1950, συγκεκριμένα, το 1952. Η Ελλάδα βγαλμένη από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, σέρνονταν αυτή τη φορά πίσω από το άρμα του διχασμού και της διχόνοιας. Η χώρα και ο λαός της μοιρασμένος σε δύο πολιτικά στρατόπεδα, ζούσε τις συνέπειες του εμφυλίου με όλα τα προβλήματα που γέννησε αυτός.

Οι φυλακές και τα νησιά ήταν ασφυκτικά γεμάτα από αντιφρονούντες του τότε πολιτεύματος, ενώ η οικονομική κρίση βάθαινε μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο με αποτέλεσμα η ανεργία να έχει εκτιναχθεί στα ύψη. Οι νέοι της περιόδου εκείνης, βίωναν το δικό τους δράμα, ανίκανοι να προσδιορίσουν την επαγγελματική τους αποκατάσταση και την εν γένει περαιτέρω εξέλιξη της ζωής τους, με αποτέλεσμα τα όνειρα και οι ελπίδες τους να βυθίζονται στο έρεβος της εγκατάλειψης, λόγω έλλειψης κρατικής προστασίας.

 

Δίπλα στις δυσκολίες της εύρεσης εργασίας, κρέμονταν και ο πέλεκυς των πάλαι ποτέ αχαρακτήριστων εκείνων πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, με συνέπεια τα παιδιά των αντιφρονούντων γονιών να θεωρούνται πολιτικά μιάσματα και ως τέτοια ανεπιθύμητα στα πανεπιστήμια, στον δημόσιο τομέα, καθώς και στον ευρύτερο χώρο του.

 

Κείνη ακριβώς την απέλπιδα χρονική περίοδο επέστρεψε από τη Σαμοθράκη, όπου βρίσκονταν πολιτικός εξόριστος ο Περικλής Μπακλαβάς, εκδότης της προπολεμικής εφημερίδας «Πρωϊα». Ο αείμνηστος Περικλής Μπακλαβάς σ΄ όλη του τη ζωή υπήρξε φλογερός εργάτης της ελεύθερης δημοσιογραφίας, αιτία της οποίας ήταν κι οι συνέπειες που υπέστη πριν από τον πόλεμο, αλλά και κατά την περίοδο της εμφυλιακής σύρραξης.

 

Άμα τη επιστροφή του στην Καβάλα, πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες του φιλελευθέρου χώρου της πόλης μας, τον πλησίασαν με σκοπό να τον πείσουν να προβεί σε μία νέα προσπάθεια έκδοσης τοπικής εφημερίδας, η οποία θα αντιπροσώπευε τη μερίδα εκείνη των καβαλιωτών, με διαφορετικές πολιτικές τοποθετήσεις, από εκείνες της ήδη εκδιδόμενης από το 1931, συντηρητικής εφημερίδας «Ταχυδρόμος».

 

Ο Μπακλαβάς δεχόμενος την πρόταση, είχε ν΄ αντιμετωπίσει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, μα πάνω απ΄ όλα τη στελέχωση του προσωπικού με ειδικευμένους τυπογράφους, τους λεγόμενους τότε στοιχειοθέτες, εργάτες της τέχνης του Γουτεμβέργιου. Ο αείμνηστος, μπρος στο πρόβλημα αυτό δεν πτοείται. Το αντιμετωπίζει επιλέγοντας νέες, οι οποίες ήταν απόφοιτες του τότε γυμνασίου και τις τοποθετεί στα καλλιτεχνικά τυπογραφεία της πόλης μας, προκειμένου να εκπαιδευτούν στην τυπογραφία. Μεταξύ των ήμουν κι εγώ.

 

Η χαρά όλων μας για κείνη την πρόταση υπήρξε απερίγραπτη, διότι αφ΄ ενός μεν θα εκπαιδευόμασταν στην τυπογραφία – μεγάλη ευκαιρία για την εποχή – και αφ΄ ετέρου θα εξασφαλίζαμε έστω ένα μικρό μεροκάματο των 15 δραχμών! Σε έξι περίπου μήνες, οι πρώτες τυπογραφίνες της Καβάλας ήταν έτοιμες για να στελεχώσουν το ημερήσιο προσωπικό της μελλοντικής εφημερίδας. Έτσι με δάσκαλο και μάστορα τον αείμνηστο Γιώργο Ματζώρη και 4-5 άνδρες συναδέλφους, τη νύχτα της 23ης Απριλίου του 1952, έπεφτε στο πιεστήριο το πρώτο φύλλο της Πρωϊνούλας», όπως συνήθιζε να την ονομάζει ο Περικλής. Το πρωί οι τότε πλανόδιοι εφημεριδοπώλες την διαλαλούσαν σ΄ όλες τις γειτονιές της πόλης. Ήταν η δεύτερη μεταπολεμική ημερήσια εφημερίδα της Καβάλας και της περιοχής της.

 

Όμως οι αναμνήσεις μου από το χώρο της «Πρωινής» δεν σταματούν εδώ. Μία νύχτα του χειμώνα του 1953, ένας συνάδελφος της νυχτερινής βάρδιας λόγω ασθένειας θα απουσίαζε. Ο κλήρος έπεσε σ΄ εμένα να τον αντικαταστήσω. Στις 3 τα ξημερώματα το κασέ της εφημερίδας βρίσκονταν ακόμη ξαπλωμένο στο μάρμαρο. Εγώ όμως έπρεπε να φύγω. Πως όμως; Κείνη την ώρα δεν υπήρχε ούτε αστική συγκοινωνία, ούτε ταξί. Τα Ι.Χ. δεν είχαν ακόμη εμφανισθεί. Ο Περικλής Μπακλαβάς προσεφέρθη να με συνοδεύσει με τα πόδια μέχρι την πόρτα του σπιτιού μου, που τότε ήταν στο τέρμα του Βύρωνος.

Ομολογώ πως δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την παγωμένη νύχτα. Με κομμένη την ανάσα από τον παγωμένο αέρα, τελικά φθάσαμε. Η μάνα μου με περίμενε με αγωνία στην πόρτα. Όταν βρέθηκε απέναντι στον αείμνηστο Περικλή, ξετυλίχθηκε μία απίθανη συγκινητική σκηνή. Πρόσφυγες κι οι δύο από την Πάνορμο της Μ. Ασίας, παιδιά ακόμη, είχαν χαθεί μες στο πλήθος της προσφυγιάς. Και ξαναντάμωσαν εκείνη τη βραδιά μετά από τριάντα χρόνια. Οι θύμισες κείνη τη νύχτα γύρισαν πίσω στην πατρίδα και με έκπληξη από την κουβέντα διαπίστωσαν ότι δεν ήταν μόνο πατριώτες αλλά και συγγενείς.

Η παραμονή μου στην «Πρωϊνή», διήρκεσε δύο περίπου χρόνια. Το χρονικό αυτό διάστημα έζησα από κοντά τις αγωνιώδεις προσπάθειες επιβίωσης του φύλλου. Καθημερινό ακανθώδες πρόβλημα το οικονομικό. Η στοιχειοθεσία απαιτούσε πολλά άτομα, άρα και πολλά μεροκάματα. Όμως παρά ταύτα η εμμονή του Μπακλαβά για τη συνέχιση της έκδοσης νίκησε. Ευτύχησε να δει τη νέα μέθοδο έκδοσης της λινοτυπίας, ενώ η διαδοχή του από τον γαμπρό του Μανώλη Γενικόπουλο, υπήρξε επιτυχής, με αποτέλεσμα σήμερα οι δύο εγγονοί του, Νίκος και Περικλής, να συνεχίζουν την έκδοση με την ηλεκτρονική πια μέθοδο, προεκτείνοντας παράλληλα την ενημέρωση του κοινού της Καβάλας, μέσω του ραδιοφωνικού και του τηλεοπτικού σταθμού του μαγκαζίνου της «Πρωϊνής».

Με τη συμπλήρωση 60 χρόνων επιτυχούς πορείας της εφημερίδας, εύχομαι στους κληρονόμους του Περικλή Μπακλαβά ευόδωση των προσπαθειών τους, έχοντας πάντα κατά νου, ότι κουβαλούν βαριά κληρονομιά, την ιστορική δημοκρατική πορεία του παππού τους.

 

* Στη φωτογραφία, στο τυπογραφείο της Πρωϊνής το καλοκαίρι του 1953, η Ευθυμία Πέγιου σημειώνεται με το βέλος. Στο κέντρο ο ιδρυτής της εφημερίδας Περικλής Μπακλαβάς.

Προηγούμενο άρθρο

Συνεχίζεται από την Περιφέρεια ΑΜΘ η διαδικασία υποδοχής πολιτών που επιστρέφουν από την Τουρκία

Επόμενο άρθρο

Δήμος Καβάλας : Απολύμανση σε κοινόχρηστους χώρους & κάδους απορριμάτων (φωτογραφίες)