• 18 Μαΐου 2024,

Η καρμική σχέση της Άννας Ε. Πετράκη με την Καβάλα

 Η καρμική σχέση της Άννας Ε. Πετράκη με την Καβάλα

ΓΡΑΦΕΙ Η ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ

Τη φιλόλογο και ποιήτρια Άννα Ε. Πετράκη τη γνώρισα το Φλεβάρη του 2016, όταν η συμμαθήτριά της Μαρία Τσουρή μεσολάβησε, προκειμένου να καλύψω την παρθενική παρουσίαση της πρώτης της ποιητικής συλλογής «Όσα δεν έζησα», μια εκδήλωση που ανέλαβε να φιλοξενήσει στο Ιμαρέτ η επίσης συμμαθήτριά τους Άννα Τζούμα-Μισσιριάν. Αφενός το πλήθος των παλιών γνωστών και φίλων που πολιόρκησε εκείνο το Σαββατόβραδο την ποιήτρια, για να της σφίξει το χέρι και αφετέρου το δικό μου πιεστικό ωράριο, δεν επέτρεψαν στην αρχική μας γνωριμία να πάρει πιο προσωπικό τόνο.

Λίγα, ουσιαστικά, έμαθα για την Άννα Ε. Πετράκη πριν από την παρουσίασή της στην Καβάλα. Έμαθα, για παράδειγμα, ότι το σχολικό έτος 1977 – 1978 στην Γ’ τάξη του τότε Πρώτου Λυκείου Θηλέων Καβάλας φοιτούσαν ως συμμαθήτριες η Άννα Πετράκη, η Άννα Τζούμα και η Μαρία Τσουρή. Έμαθα ότι η Άννα Πετράκη ονειρευόταν να γίνει μια άριστη φιλόλογος, να εμπνεύσει στους μαθητές της την αγάπη για τη λογοτεχνία, την τέχνη, τη μουσική και τις επιστήμες. Έμαθα πως υλοποίησε το όνειρό της  και πως όλα τα χρόνια της ζωής της διάβαζε, διάβαζε, διάβαζε… πεζογραφία. Μόνον. Όπως μου είπε  αργότερα, η ποίηση δεν την συγκινούσε καθόλου ως ανάγνωσμα. Η παραδοσιακή τής φαινόταν αδιάφορη και η μοντέρνα τής φαινόταν δυσνόητη και σκοτεινή. Το Μάρτιο όμως του 2013 μια εικόνα στο δρόμο ήταν το ερέθισμα που την έκανε να αρχίσει να γράφει ποιήματα, ίσως γιατί -όπως λέει η ίδια- όλες οι σελίδες του πεζού λόγου που διάβαζε και αγαπούσε  τόσα χρόνια, «αποφάσισαν», αυτόβουλα, μέσα της, να γίνουν ποιήματα.

Αυτά τα προσωπικά της πονήματα περιελήφθησαν στην πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Όσα δεν έζησα», η οποία κυκλοφόρησε το 2015. Τη φιλολογική ανάλυση αυτών των ποιημάτων παρακολούθησα το Σάββατο 27/2/2016 σε μια αίθουσα γεμάτη από παλιές συμμαθήτριες και φίλους, που ταξίδεψαν αρκετά χιλιόμετρα, προκειμένου να παραστούν στην εκδήλωση. Άτομα από την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Δράμα, την Ξάνθη, την Ελευθερούπολη και τη Θάσο.

Όσο όμως κι αν σου αναλύσουν μια ποιητική συλλογή σε φιλολογικό επίπεδο, πάλι θα δυσκολευτείς να γνωρίσεις σε βάθος το δημιουργό που κρύβεται πίσω από τους στίχους. Ένα χρόνο μετά, το Φλεβάρη του 2017, ξεκινώντας για τη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να συνοδεύσω τη μητέρα μου σε μια δύσκολη οφθαλμολογική επέμβαση, κουβαλούσα στη βαλίτσα μου τη δεύτερη ποιητική συλλογή της Άννας Πετράκη με τίτλο «Ζωή σε 9/8». Στην πρώτη εσωτερική σελίδα υπήρχε μια ιδιόχειρη αφιέρωση, την οποία αποκωδικοποίησα αργότερα.

Αυτή η δεύτερη ποιητική συλλογή με συντρόφευσε στην αίθουσα αναμονής του χειρουργείου. Στη διάρκεια ενός μοναχικού και βασανιστικού δίωρου, τα ποιήματα της Άννας στάθηκαν πολύτιμη συντροφιά, κάτι που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ. Η τρίτη συλλογή της με τίτλο «Ακραίο… σχεδόν» και η τέταρτη «Της μνήμης και της λησμονιάς» στάλθηκαν ταχυδρομικώς στη Μαρία Τσουρή, από τα χέρια της οποίας τις παρέλαβα με λαχτάρα. Καθεμιά περιείχε για χάρη μου την ανάλογη αφιέρωση.

Ο ιδιόρρυθμος τρόπος μου στην ανάγνωση των ποιημάτων και οι εντυπώσεις που μου δημιουργούσαν στάθηκαν η αφορμή ατέλειωτων διαδικτυακών μας αναλύσεων. Γιατί από το 2016 πολύ νερό κύλησε στ’ αυλάκι και το διαδίκτυο μάς έδωσε μια θαυμάσια ευκαιρία να γνωριστούμε καλύτερα και να ανταλλάξουμε απόψεις. Το πλήθος των θεμάτων που έχουμε συζητήσει είναι υπόθεση αυστηρά προσωπική και σίγουρα δεν ενδιαφέρει το αναγνωστικό κοινό. Εκείνο όμως που θεώρησα πως πρέπει να μάθουν οι Καβαλιώτες είναι πως η Άννα Πετράκη συνδέεται με την Καβάλα, μέσω μιας καρμικής και ανεξήγητης σχέσης. Η πανέμορφη πόλη μας μπαινοβγαίνει ποικιλοτρόπως στη ζωή της Άννας και δεν της επιτρέπει να την αφήσει στη λησμονιά του παρελθόντος. Έτσι, αποφάσισα να της ζητήσω να μου αφηγηθεί τη ζωή της και κυρίως να εστιάσει στα αόρατα νήματα τα οποία τη συνδέουν με την Καβάλα και τη συνοδεύουν μέχρι σήμερα στην αθηναϊκή καθημερινότητά της. Και η Άννα, όπως πάντα, δε μου χάλασε χατίρι.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΗΤΑΝ Η ΑΝΝΑ…

«Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1961. Ο πατέρας μου, Ευάγγελος Πετράκης, καταγόταν από το Γυμνό Ευβοίας. Η γιαγιά μου η Άννα έκανε το πρώτο της παιδί στα 14,5 και το τελευταίο, ενδέκατο στη σειρά, στα 39 της ακριβώς. Τούτο το στερνοπούλι ήταν ο πατέρας μου. Ήρθε, μετά το σχολείο, στην Αθήνα. Τέλειωσε την Πάντειο Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών (έτσι λεγόταν τότε). Ύστερα (παντρεμένος ών ήδη με τη μητέρα μου και έχοντας δυο μικρά παιδιά, τον αδελφό μου κι εμένα), τελείωσε και τη Νομική Σχολή Αθηνών, άθλο μεγάλο για εκείνα τα χρόνια…

Η μητέρα μου, Δέσποινα Παπαδοπούλου, γεννήθηκε στην Καλαμάτα. Οι γονείς της, από τα Κιουπλιά της Περιφέρειας Προύσσης, έφτασαν στην Καλαμάτα το 1922… Πάντα ένιωθα – και δηλώνω- Μικρασιάτισσα… Ο πατέρας μου χαμογελούσε και έλεγε «Δεν πειράζει, κοριτσάκι μου. Οι Μικρασιάτες είναι σπουδαίοι!!»

Το 1966 ο πατέρας μου έδωσε εξετάσεις στο δικαστικό σώμα και ο πρώτος διορισμός του ήταν στην Ελευθερούπολη Καβάλας. Τον Μάρτιο του 1967 η μητέρα μου πήρε εμένα και τον αδελφό μου και εγκατασταθήκαμε, οικογενειακώς πια, στην Ελευθερούπολη. Εκεί μείναμε ως τον Απρίλιο του 1969. Θυμάμαι τα δυο αυτά χρόνια με πολλή αγάπη.

Πήγαινα στο δημοτικό σχολείο του Αγίου Νικολάου και μέναμε στο σπίτι της Ελένης Κακαβαλάδη, που έγινε η αγαπημένη φίλη και πολύτιμος συμπαραστάτης της μητέρας μου, η οποία στα σαράντα της είχε αποκοπεί ξαφνικά από όλους τους δικούς της.

Θυμάμαι τα παλιά λεωφορεία που μας πήγαιναν στην Ηρακλείτσα και στη Νέα Πέραμο τα δυο καλοκαίρια του 1967 και του 1968, μαζί με την κολλητή μου Ελενίτσα Ζάννη και τους γονείς της. Συχνά, αντί για το λεωφορείο, παίρναμε το φολκσβαγκενάκι του πατέρα της  και πηγαίναμε στις τελείως έρημες -τότε- παραλίες της Κάρυανης. Πώς χωρούσαμε επτά άτομα (4 εμείς και 3 εκείνοι) στον σκαραβαίο δεν ξέρω. Αλλά χωρούσαμε… Η νιότη και η αγάπη πάντα κάνουν μικρά θαύματα…

Στα λεωφορεία ακούγονταν οι τελευταίες επιτυχίες: «Πήρα απ’ τη νιότη χρώματα κι απ’ την αγάπη νήμα», «Ό,τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο…».

Οι Olympians κυριαρχούσαν στα juke box και στα ταβερνάκια της Ν. Περάμου έβαζα συνεχώς τον «Αλέξη». Χορεύαμε τότε και με τους Sounds, τους Idols, τους Charms…».

Η ΑΝΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ…

«Τον Απρίλιο του 1969, τέλος της Γ’ Δημοτικού για μένα, ο πατέρας μου μετατίθεται στο Ειρηνοδικείο Καβάλας. Νοικιάζουμε σπίτι στη συνοικία της Παναγίας, στο διώροφο που υπάρχει ακόμα, απέναντι από το «σπίτι του Στρατηγού». Δίπλα ακριβώς βρισκόταν η σκάλα που οδηγούσε στο Κάστρο. Μέναμε στον πρώτο όροφο και καθώς η κουζίνα μας ήταν στο βάθος του διαμερίσματος, έμοιαζε σαν να σφήνωνε το παραθυράκι της στα σκαλάκια που οδηγούσαν στο στολίδι της Καβάλας.

Τέσσερα καλοκαίρια (1969, 1970 1971 και 1972) ήταν τα ομορφότερα της ζωής μου.

Ώρες ατελείωτες παίζαμε στη Θεοδώρου Πουλίδου, στο στενό του Μυτακίδη, στα ερειπωμένα δωματιάκια του Ιμαρέτ. Στα χαμηλά προσφυγικά σπιτάκια, πλάι στο Ιμαρέτ, οι ηλικιωμένες έβγαζαν σκαμνάκια και τα απογεύματα έμοιαζαν κολλημένες εκεί, σχεδόν σαν κομμάτι ονείρου. Συχνά αμίλητες, βυθισμένες σε σκέψεις και αναμνήσεις. Καμιά φορά μου μιλούσαν όταν έτρεχα πέρα δώθε για τις… ανάγκες του παιχνιδιού μας ή για να κάνω κάποιο θέλημα στη μητέρα. Τους έλεγα ότι ήμουν από την Προύσσα και αυτό τις συγκινούσε…

Γαλλικά έκανα στη μονή Λαζαριστών και πιάνο στο Ωδείο, από το 1967 έως το 1972. Τα δυο πρώτα χρόνια ήταν σκέτη ταλαιπωρία, γιατί μέναμε ακόμα στην Ελευθερούπολη και μετακινούμασταν, τρις εβδομαδιαίως,  με το ΚΤΕΛ, περνώντας από εκείνες τις παλιές, δύσκολες στροφές που άρχιζαν στη «Διασταύρωση» (προς Δράμα) και η οποία τώρα λέγεται Σταυρός».

ΑΠΟ ΚΑΒΑΛΑ – ΑΘΗΝΑ… ΟΛΟΙ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΓΡΑΦΟΥΝ «ΓΥΡΝΑ»…

«Τον Σεπτέμβριο του 1972 τα τρία από τα τέσσερα μέλη της οικογένειας μετακομίζουμε στην Αθήνα-ξανά. Ο πατέρας μένει πίσω. Φοιτώ πια στην Α’ τάξη του 4ου Γ/σιου Θηλέων στο Παγκράτι. Αρχίζω και τη Β’ τάξη, πιστεύοντας ότι η ζωή μου θα συνεχιστεί στην Αθήνα.

Όμως στη μέση της Β’ τάξης, το Φλεβάρη του 1974, επιστρέφουμε στην Καβάλα, όπου συνέχιζε να ζει και να εργάζεται ο πατέρας μας. Είχε ζητήσει επανειλημμένα (και άκαρπα, λόγω της δικτατορίας…) να μετατεθεί στην Αθήνα, γιατί το να είναι κομμένη η οικογένεια στα δύο, μάς δημιουργούσε πρόβλημα.

Το Φεβρουάριο λοιπόν του 1974 επιστρέφω στην Καβάλα, όχι πια στη συνοικία της Παναγίας, αλλά στη συνοικία του Αγ. Γεωργίου. Στην οδό Αμύντα, ψηλά. Λάτρεψα το δρόμο αυτό που τον κατέβαινα χοροπηδώντας, για να φτάσω στην Ομόνοια και μου άρεσε πολύ που… σημαδούρα ότι έφτανα στο κέντρο της πόλης ήταν το βιβλιοπωλείο του Παπαδόγιαννη στη γωνία!».

Η ΑΝΝΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ…

«Συνέχισα τη μαθητική μου ζωή στο Α’ Γυμνάσιο Θηλέων Καβάλας, που βρισκόταν στην άλλη πλευρά της πόλης. Μου άρεσε που διέσχιζα τους κεντρικούς δρόμους της, πριν χωθώ στα στενάκια και φτάσω στην οδό Σκρα (συνοικία του Αγ. Ιωάννη).

Τέλειωσα τη Β’ Γυμνασίου εκεί και συνέχισα στη Γ’. Τη χρονιά 1975-1976 φοίτησα στη Δ’ Γυμνασίου. Και ξαφνικά, εκεί που έλεγα πως μεγάλωσα και ανέβαινα …τις τάξεις, έγινε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και τη σχολική χρονιά 1976-1977 αντί να πάω στην Ε’ Γυμνασίου, βρέθηκα στη Β’ Λυκείου!!

Το απολυτήριο του λυκείου ήρθε τον Ιούνιο του 1978.

Αυτά που θα μου μείνουν αξέχαστα, εκτός από τις παρέες και τις εντός και εκτός σχολείου φιλίες μου, είναι…

– οι θερινοί κινηματογράφοι (ναι, τους πρόλαβα κι αυτούς) και οι χειμερινοί, που τότε ακόμα ήταν πολλοί…

-η Δημοτική Βιβλιοθήκη, στην οποία περνούσα ατέλειωτες ώρες και από όπου δανειζόμουν και διάβαζα άπειρα βιβλία. Θυμάμαι την Κασσάνδρα, βιβλιοθηκάριο τότε, να μου λέει απορώντας: «Καλά, Αννούλα, πότε προλαβαίνεις και διαβάζεις όλα αυτά που δανείζεσαι;»

Τα καλοκαίρια τέλειωνα ένα βιβλίο κάθε 2-3 μέρες… Όταν είχαμε σχολείο, ήμουν πιο… συγκρατημένη!

-ήταν και η… χειμωνιάτικη ντίσκο Σαμάνθα που μας εκτόνωνε χορευτικά.

-ήταν και η Στέγη Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών που μας συγκέντρωνε σε συναυλίες και άλλες εκδηλώσεις και μας διαμόρφωνε πνευματικά.

Μετά, παρέες παρέες περιδιαβαίναμε τους δρόμους και χαιρόμασταν να μας χτυπά το χειμωνιάτικο αγιάζι στην παραλία της πόλης.

Ακολούθησαν, τέλη Αυγούστου του 1978, οι Εισαγωγικές Εξετάσεις».

Η ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ ΑΝΝΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΕΡΑΜΟ…

«Τέλη Οκτωβρίου του 1978 έφυγα για μία ακόμη φορά από την Καβάλα, πρωτοετής πια φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Ο πατέρας έμεινε πάλι πίσω…

Αρχές φθινοπώρου του 1979 ήρθε η μεγάλη έκπληξη: η αγορά ενός μικρού διαμερίσματος στην Ν. Πέραμο!! Εκεί εγκαταστάθηκε ο πατέρας μου, (ακόμη Ειρηνοδίκης στην Καβάλα). Από το Φθινόπωρο του 1979 ως το 1984, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε, έμενε στη Νέα Πέραμο, χειμώνα-καλοκαίρι.

Οι παλιότεροι θα θυμούνται πως η τεράστια πολυκατοικία του Ρουδομέτωφ, που τότε ήταν λίγο έξω από τη Νέα Πέραμο, ήταν ακατοίκητη το χειμώνα. ‘Η μάλλον όχι. Ένα φωτάκι μόνον στον πρώτο όροφο έφεγγε, εκεί που ήταν ο μπαμπάς μου και ένα φωτάκι στον τρίτο όροφο. Η κυρία Στέλλα!

Τα 45 διαμερίσματά της, βλέπετε, ήταν φτιαγμένα για παραθεριστικές κατοικίες.

Η στάση, λοιπόν, που φτιάχτηκε ακριβώς μπροστά από την πολυκατοικία αυτή, ονομαζόταν, άτυπα, για αρκετά χρόνια «στάση Πετράκη». Αργότερα -και μετά από το 1984- μετονομάστηκε επίσημα σε στάση «Πέταλο», λόγω του ημικυκλικού σχήματος της  πολυκατοικίας Ρουδομέτωφ.

Έτσι, με έναν περίεργο και μαγικό τρόπο, η ζωή μου συνέχιζε να έχει μέσα της ένα μεγάλο κομμάτι από την Καβάλα, αφού Χριστούγεννα, Πάσχα και αμέτρητα καλοκαίρια τα πέρασα εκεί. Διατήρησα πολλές από τις φιλίες που είχα από το σχολείο και στην Πέραμο δημιούργησα καινούργιες… Να μην τα πολυλογώ, όλες τις γιορτές και τα καλοκαίρια μου από τα τέλη του 1979 έως και το καλοκαίρι του 2000 τα πέρασα στην Νέα Πέραμο, στο “Πέταλο”».

Η ΑΝΝΑ ΤΗΣ ΠΤΟΛΕΜΑΪΔΑΣ –ΣΥΖΥΓΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΑ…

«Το 1986, πτυχιούχος κι αρραβωνιασμένη πια, έφυγα από την Αθήνα και εγκαταστάθηκα στην Πτολεμαΐδα του νομού Κοζάνης. Εκεί ήδη δούλευε από το Δεκέμβριο του 1985 ο μνηστήρας μου. Το 1987 παντρεύτηκα τον Παναγιώτη-Αθανάσιο Μαλισιάνο, τον οποίο είχα γνωρίσει το καλοκαίρι του 1981 -πού αλλού;- στη…. Νέα Πέραμο. Είχαμε εκεί κοινούς φίλους, τα αδέλφια από τις Σέρρες, Φανή (Φαίνη) Αθ. Χατζηαθανασιάδου και Απόστολο Αθ. Χατζηαθανασιάδη.

Μείναμε στην Πτολεμαΐδα για δεκάξι ολόκληρα χρόνια… Εκεί αποκτήσαμε την κόρη μας Μαρία, εκεί διορίστηκα, εκεί κάναμε νέους φίλους.

Περισσότερο όμως δεθήκαμε με τη Νόπη Χατζηδημητρίου που κατάγεται από την… Πέρνη Καβάλας (!!) και με τον σύζυγό της -και συνάδελφο του συζύγου μου στη ΔΕΗ – Γιάννης Κοπανάκη, τον οποίο όμως εγώ ήδη γνώριζα από το…. 1969, γιατί πηγαίναμε στο 7ο Δημοτικό Σχολείο της Παναγίας και ο Γιάννης ήταν συμμαθητής του αδελφού μου!!».

Η ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΒΑΛΑ…

«Με έναν περίεργο τρόπο η Καβάλα σε όλη μου τη ζωή ερχόταν, απομακρυνόταν για λίγο και ξαναερχόταν, για να μου θυμίσει τους άρρηκτους δεσμούς μου με τους ανθρώπους της. Αν αυτό δεν είναι πεπρωμένο, δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω….

Από το καλοκαίρι του 2000 και μετά δεν ξαναέμεινα στην Ν. Πέραμο, ούτε στην Καβάλα, Τις είδα φευγαλέα μόνον μία φορά, περαστική, το καλοκαίρι του 2010 πηγαίνοντας για διακοπές στη Θάσο.

Για το αγαπημένο μου νησί να πω πως ο νυν Δήμαρχός της Κώστας Χατζηεμμανουήλ ήταν ο καλύτερός μου φίλος και συμμαθητής του αδελφού μου. Οι γονείς του ήταν φίλοι των δικών μου και θα τους θυμάμαι πάντα με άπειρη τρυφερότητα και αγάπη, γιατί είχαν δείξει πολλές φορές έμπρακτα σε όλη την οικογένειά μου πόσο όμορφοι άνθρωποι ήταν. Το 2010 είδα τους γονείς του Κώστα για τελευταία φορά…».

ΕΠΙΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΑΒΑΛΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ…

«Φτάνει το 2012 και νεοφώτιστη στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, ξαναβρίσκω κάποιες από τις συμμαθήτριές μου. Αρχίζει η καθημερινή επικοινωνία μας . Το Μάρτιο του 2013 αρχίζω δειλά δειλά να γράφω ποιήματα και όταν στα τέλη του 2015 εκδίδεται η πρώτη ποιητική μου συλλογή «Όσα δεν έζησα», η Μαρία Τσουρή, (συμμαθήτριά μου από το Φλεβάρη του 1974 ως τον Ιούνιο του 1978), αποφασίζει πως ήρθε η ώρα  να φέρει ξανά την Καβάλα στη ζωή μου και εμένα ξανά στην Καβάλα.

Έτσι, συνεννοείται με την συμμαθήτριά μας Άννα Τζούμα-Μισσιριάν και η Άννα με προθυμία και αγάπη μάς παραχωρεί την αίθουσα εκδηλώσεων του Ιμαρέτ, για να παρουσιαστούν τα πρώτα μου ποιήματα… Η φιλόλογος Φανή Τσουρή ανέλαβε την προσέγγιση-ερμηνεία της συλλογής και την έκανε εξαιρετικά και με απόλυτη ενσυναίσθηση προς το κείμενο.

Οι δύο Άννες, η Μαρία, εικοσιδύο συμμαθήτριές μας από το Γ2 (κλασικό) της σχ. χρονιάς 1977-1978 του 1ου Λυκείου Θηλέων ξαναβρεθήκαμε μετά από 38 ολόκληρα χρόνια στο μαγικό Ιμαρέτ…( που το θυμόμουν γκρεμισμένο, ρημαγμένο και το ξαναβρήκα παλάτι αισθητικής και ζεστασιάς…). Ξαναβρήκα και όλους τους φίλους από την οδό Αμύντα (και από την εποχή της οδού Αμύντα…). Παρών με μια τεράστια αγκαλιά και ο Κώστας Χατζηεμμανουήλ.

Η Βούλα Θασίτου, πριν και μετά την παρουσίαση του «Όσα δεν έζησα»,- έκανε αφιερώματα στην ΠΡΩΙΝΗ εφημερίδα της Καβάλας, με τον τρόπο που μόνον εκείνη τόσο καλά ξέρει: με ευφράδεια, λυρικότητα και ταυτόχρονα με ρεαλισμό. Μαζί με όσα όμορφα μού χάρισε η παρουσίαση της 27/2/2016 στο Ιμαρέτ ήταν και μια καινούργια φίλη, η Βούλα…».

ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΙΕΣΤΗΡΙΟΥ…

Σε έναν περίπου μήνα η πέμπτη ποιητική συλλογή της παραγωγικότατης Άννας Πετράκη θα κυκλοφορήσει από τον εκδοτικό οίκο «Κάκτο», όπως και οι προηγούμενες. Τον περασμένο Φλεβάρη η Άννα παρουσίασε τη «Ζωή σε 9/8» στην κατάμεστη αίθουσα του Δημοτικού Θεάτρου Πεύκης.

Ο κόσμος αγαπάει την ποίηση της Άννας, παρόλο που είναι πολύ προσωπική και βιωματική, κάποιες φορές εμπνευσμένη ακόμη και από την καθημερινότητα των φίλων της.

Ο κόσμος αγαπά την ποίηση της Άννας, γιατί ο λόγος της είναι υποβλητικός, ρέων, γαλήνιος. Ο στίχος της είναι ελεύθερος, με έντονη όμως μουσικότητα, αρμονία και κυματισμό. Η γλώσσα της είναι από τα πιο όμορφα «ελληνικά» που έχω διαβάσει.

Ο κόσμος αγαπά την ποίηση της Άννας, γιατί μέσα της βρίσκει δικές του ψηφίδες, δικές του εμπειρίες, δικά του συναισθήματα και όνειρα.

Ο κόσμος αγαπά την ίδια την Άννα και, πιστέψτε με, έχει κάθε λόγο να το κάνει.

Εγώ, ως προνομιούχα, θα παραλάβω, όπως πάντα, το δικό μου αντίτυπο της νέας ποιητικής της συλλογής. Εσείς που είτε έτυχε να γνωρίσετε την ίδια την Άννα, είτε αγαπάτε την αληθινή, πηγαία και ανεπιτήδευτη  ποίηση, μπορείτε να αναζητήσετε τις υπέροχες συλλογές της στα βιβλιοπωλεία. Είμαι σίγουρη πως θα τις λατρέψετε, όπως κι εγώ. Μάλιστα, η -φίλη μου πια- Άννα Πετράκη μου επέτρεψε να προδημοσιεύσω στην ΠΡΩΙΝΗ δύο από «διαμαντάκια» που θα περιλαμβάνονται στο επόμενο βιβλίο της και γι’ αυτό θερμά την ευχαριστώ. Εδώ που τα λέμε, την ευχαριστώ για πολλά και διάφορα…

ΝΤΕΚΟΛΤΕ

Παράξενη έκανες συλλογή

Ημερολόγια μάζευες

Βάραινε πάνω σου η σκιά τους

Χρόνο το χρόνο στα εξώφυλλα λιγόστευαν τα λουλουδάκια

Πλήθαιναν

-και των χαμογελαστών εποχών-

οι σκοτεινοί αριθμοί

Να μετρούν

να προσθέτουν

ν’ αφαιρούν…

Το ντεκολτέ σου πάγωνε

Δεν σε χωρούσε

Δεν ήξερες προς τα πού να το τραβήξεις

Στο αγιάζι των ημερολογίων που στοιβάζονταν

άοπλη ντυνόταν-γδυνόταν η ψυχή σου

Κάθε χρόνο κι ένα επιτραπέζιο

Κάθε χρόνο κι άλλο κρεμασμένο στον απέναντι τοίχο

Χνώτιζες στον ένα κόρφο σου όσα σου απόμεναν μελλούμενα

στον άλλο κόρφο με ευλάβεια απόθετες όλα σου τα χαμένα

 

Η ΠΟΛΗ

Η πόλη δεν πεθαίνει.

Απλά, ξεχνά τις γειτονιές της

τις μυρωδιές της

τις παιδικές φωνές της.

Πάνω στους τοίχους οβίδες μάτια τυφλά.

Σιωπή για λίγο…

και ύστερα…

η ιστορία την ύλη σφετερίζεται.

Σιωπή για λίγο…

και ύστερα…

η ιστορία

καινούργιους ανθρώπους στα ερείπια ενθρονίζει.

Η πόλη δεν πεθαίνει

όταν τρύπες ανοίγουνε επάνω στα κορμιά.

Η πόλη δεν αντέχει.

Γι’ αυτό ξεχνά.

 

 

Διαβάστε επίσης