• 5 Μαΐου 2024,

Η Τροία καίγεται μετά από έναν πόλεμο δίχως τέλος

 Η Τροία καίγεται μετά από έναν πόλεμο δίχως τέλος

Alberto Camerotto, Troia brucia. Come e perché raccontare l’Ilioupersis, η Τροία καίγεται. Πώς και γιατί να μιλήσουμε για τον χαμό του Ιλίου, Mimesis, Milano-Udine, 2022, σελ. 280, euro 26,00.

Η πτώση μιας πόλης, που πολιορκείται από τους εχθρούς κατά τη διάρκεια ενός πολέμου, γράφει ο Paolo Lago στην carmillaonline, είναι ένα από τα μεγαλύτερα δράματα της ιστορίας, που πάντα επαναλαμβάνεται.

Ο Αλμπέρτο ​​Καμερότο, στο δοκίμιό του η Τροία καίγεται. Πώς και γιατί να διηγηθεί κανείς τον χαμό του Ιλίου, με επίκεντρο την ιστορία της πτώσης της Τροίας, ξεκινά με τις εικόνες ενός μεγάλου αγγείου που προέρχεται από το νησί της Μυκόνου και που αναφέρονται μεταξύ 675 και 670 π.Χ..

Οι εικόνες -παρατηρεί ο μελετητής- δείχνουν ξεκάθαρα τη φρίκη του πολέμου, όταν δεν υπάρχει πλέον σεβασμός ούτε για τους θεούς ούτε για τους ανθρώπους: τυφλή βία που ασκείται σε ανυπεράσπιστες γυναίκες και παιδιά.

Η persis, δηλαδή η πτώση και η κατάληψη μιας πόλης, στην προκειμένη περίπτωση της Τροίας, δεν αποτελείται από επικές και γενναίες πράξεις, συγκρούσεις σε μάχη, μονομαχίες αλλά καταχρήσεις και βία κατά ανυπεράσπιστων ανθρώπων.

Όπως γράφει ο Camerotto, «η ιστορία της πτώσης του Ιλίου, il racconto dell’Ilioupersis,  μαρτυρεί αυτό που είναι ο πόλεμος, όχι για τις δόξες, όχι για τα αξιομνημόνευτα κατορθώματα των ηρώων. Είναι καταραμένες δόξες, το ξέρουμε καλά.

Οπότε, το να μιλήσει κάποιος για την πτώση, la persis, είναι η απόγνωση που κρύβεται στα μεγάλα μάτια των γυναικών, των Τρώων, στις χειρονομίες τους, στα τρομερά συναισθήματα, στις κραυγές και στα δάκρυα της φωνής τους».

Μοιάζει λίγο με τον πόλεμο «μηδενικού βαθμού»: περιέχει όλες τις φρικαλεότητες, τις γενοκτονίες, τις σφαγές του ανυπεράσπιστου πληθυσμού. Και αν η ιστορία της πτώσης μιας πόλης είναι ένα ευρέως διάχυτο μοτίβο διαδεδομένο σε διάφορους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσογείου, από τη Μεσοποταμία μέχρι την Αίγυπτο, η βιαιότητες που ασκούνται από στρατιώτες εναντίον ενός πολιορκημένου και κατακτημένου πληθυσμού «εχθρικού» αντηχούν σε κάθε εποχή, μέχρι τη νεωτερικότητα και στο σύγχρονο.

Σήμερα, αυτές οι ίδιες βιαιότητες δεν αναφέρονται πλέον από τους πίνακες επάνω σε έναν αμφορέα, αλλά από τα μέσα ενημέρωσης που, σχεδόν σε πραγματικό χρόνο και με βάναυσο τρόπο, μας προτείνουν εικόνες γενοκτονιών και σφαγών, από τη Ρουάντα μέχρι την Ουκρανία.

ο Alberto Camerotto καταφέρνει να εξηγήσει τα κύρια θέματα της ιστορίας της πτώσης της Τροίας, ενός αυτόνομου επικού αφηγηματικού μπλοκ, με απλό αλλά μη τετριμμένο τρόπο. Το δοκίμιό του δομείται ως μια σπουδαία αφήγηση στην οποία – μαζί με τα συχνά αποσπάσματα από τους συγγραφείς που αναλύονται (κυρίως Όμηρο, Βιργίλιο, Πετρόνιο, Κουίντο Σμυρναίο και Τριφιόδωρο, soprattutto Omero, Virgilio, Petronio, Quinto Smirneo e Trifiodoro), στα ελληνικά και τα λατινικά, ακολουθούμενα από τη μετάφραση, και έναν μηχανισμό αυστηρών σημειώσεων φιλολογικής φύσεως που ξεδιπλώνουν μια εκτενή βιβλιογραφία για το θέμα – συναντάμε ένα άμεσο και, ακριβώς, αφηγηματικό ύφος, που χαρακτηρίζεται από σύντομη περίοδο, με συχνά σημεία στίξης, ικανό να δημιουργήσει δυνατές και αποτελεσματικές εικόνες στο μυαλό του αναγνώστη που τον συνοδεύουν την εξέλιξη της ιστορίας.

Επομένως, η ανάλυση του μελετητή εστιάζει σε «τέσσερα μοτίβα που λειτουργούν ως σημείο αναφοράς ή θεματικοί πυρήνες της αφήγησης, γύρω από τους οποίους συγκεντρώνονται τα άλλα μοτίβα: ο ατέλειωτος πόλεμος, η εξαπάτηση του ξύλινου αλόγου, η γιορτή της απελευθέρωσης, η πτώση της πόλης».

Η σύγκρουση μεταξύ των Ελλήνων και των Τρώων μετατρέπεται σε έναν ατελείωτο πόλεμο: ακόμη και πάνω από αυτόν της Τροίας, στην αρχή, αιωρείται η ψευδαίσθηση ενός πολέμου αστραπή. Και, όπως πολλοί πόλεμοι που, ακόμη και στον σύγχρονο κόσμο, έχουν διαρκέσει πολύ καιρό, ξεκινά επίσης ως μια μεγάλη αποστολή του «δίκαιου πολέμου» για να εκδικηθεί την απαγωγή της Ελένης.

Η επική αφήγηση της Ιλιάδας ξεκινά με την οργή του Αχιλλέα, στον ένατο χρόνο των μαχών, όταν πλέον ο «ατελείωτος πόλεμος» κατέστη το παράδειγμα και το σημάδι της ταυτότητας, και «γιορτάζοντας τον ξεχνιέται το πραγματικό του νόημα, οι νεκροί και τα δεινά, τα πιο απλά, καθημερινά, φοβερά, την στιγμή που τους χτίζουμε τη μνήμη».

Να που τα χρόνια πρέπει να είναι δέκα, αριθμός με συμβολική αξία. Οι νεκροί προστίθενται στους νεκρούς διότι «όταν ξεκινάς έναν πόλεμο δεν μπορείς πλέον να γυρίσεις πίσω». Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει και σήμερα, όπου οι πολεμικοί μηχανισμοί είναι στην υπηρεσία του κεφαλαίου και των συμφερόντων του: αυτές οι ίδιες ανάγκες οικονομικής και στρατηγικής φύσης μετατρέπονται σε απόλυτες αξίες, σε ιδέες που δεν μπορούν να τεθούν υπό συζήτηση, από τη μία και την άλλη πλευρά, όπως στη σύγκρουση στην Ουκρανία.

Στην αφήγηση της πτώσεως της Τροίας, τόσο στην ομηρική όσο και σε εκείνες του Κουίντου Σμυρναίου και του Τριφιοδώρου, αμφότερες από τον τρίτο αιώνα μ.Χ., εμφανίζεται επίσης η προοδευτική φθορά της πολεμικής μηχανής, σαν ένα πέπλο αγωνιώδους κούρασης να πέφτει πάνω στα πάντα και ολόκληρος ο μηχανισμός να καταρρέει αργά.

Και αυτή η εξάντληση φαίνεται να βαραίνει περισσότερο τα αντικείμενα παρά τους ανθρώπους: πλοία, πανοπλίες, βέλη, τόξα, ασπίδες, κράνη, μεταμορφώνονται σταδιακά, για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση του Francesco Orlando, σε «παρωχημένα αντικείμενα», παλιά, φθαρμένα από τον χρόνο. Σε αυτήν την περίπτωση, μοιάζει να είναι η ίδια η πολεμική διάσταση που καταναλώνει, καταβροχθίζει: έχει γίνει η ίδια ξεπερασμένη, παλιά, απαρχαιωμένη, ζαλισμένη στον παραλογισμό της.

Στην αφήγηση της πτώσης της Τροίας υπάρχει ένα αντικείμενο που ξεχωρίζει πάνω από όλα: είναι το γιγάντιο ξύλινο άλογο που χρησιμοποιείται για την κατάκτηση και που αποτελεί τον δεύτερο θεματικό πυρήνα που αναλύει ο συγγραφέας.

Το άλογο είναι πολύ ψηλό, όσο ένα βουνό. την ιδέα είχε ο Οδυσσέας, ενώ κατασκευαστής είναι ο Επειός. Το άλογο αντιπροσωπεύει τον θρίαμβο του δόλου, της εξαπάτησης, τον μόνο τρόπο για να τερματιστεί ένας δεκαετής πόλεμος.

Στις ιστορίες του Βιργίλιου και του Τριφιόδωρου, αναλαμβάνει και τερατώδεις συνειρμούς γιατί στην πραγματικότητα παράγει μια τερατώδη «γέννηση», τους πολεμιστές που βγαίνουν από τη μήτρα του: «υπάρχει κάτι ανησυχητικό, είναι η τρομακτική εικόνα της ζωής που προκαλεί τον πόλεμο και τον θάνατο. Είναι οι λοιμώξεις που προαναγγέλλουν τον χαμό».

Από την άλλη πλευρά, ανησυχητικές μολύνσεις είναι παρούσες και στην περιγραφή της γιορτής της πόλης. Οι Τρώες, μάλιστα, εισάγουν το άλογο στην πόλη πεπεισμένοι ότι πρόκειται για ένα δώρο των Ελλήνων στο τέλος του πολέμου και ετοιμάζουν μια μεγάλη γιορτή για να το καλωσορίσουν.

Οι προειδοποιήσεις του Λαοκόοντα και της Κασσάνδρας δεν λαμβάνονται υπόψη και τα ουρλιαχτά της γιορτής απλώνονται παντού ανατρέποντας κάθε φρένο, κάθε συναγερμό, κάθε αντίσταση. Την στιγμή που οι αχαιοί πολεμιστές βγαίνουν από την κοιλιά του αλόγου και αρχίζουν να σκοτώνουν τους ανυπεράσπιστους πολίτες, τα φαγητά, το κρασί, τα όπλα και το αίμα, οι κραυγές της γιορτής και αυτές του πόνου αναμειγνύονται σε μια ανησυχητική αντίθεση: «Πεθαίνουμε σαν τα γουρούνια που θυσιάζονται στο ατέλειωτο συμπόσιο ενός πλούσιου κυρίου, στη μεγαλύτερη γιορτή» και «το κρασί που παρέμεινε στα κύπελλα μπερδεύεται με το αίμα».

Η κατηγορία του πολέμου αναμειγνύεται με αυτή του εορτασμού: τα ίδια αντικείμενα (τα τραπέζια, η χόβολη των μαγκάλια, τα σουβλάκια του κρέατος) που προηγουμένως χρησιμοποιούνταν για γλέντι μεταμορφώνονται σε όπλα.

Ο θάνατος κάνει εισβολή στη γιορτή: φαίνεται να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη «αντιστοιχία» γιορτή-καρναβάλι-θάνατος που βλέπει ο Μιχαήλ Μπαχτίν-Michail Bachtin στην ιστορία του Edgar Allan Poe Η Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου (The Masque of the Red Death), τη στιγμή που ο ίδιος ο «Κόκκινος Θάνατος», η τρομερή πανούκλα, εξολοθρεύοντας όλους τους συμμετέχοντες σε ένα μασκοφόρο πάρτι, καταφέρνει να διεισδύσει στο κάστρο όπου μια ομάδα νεαρών ευγενών είχε καταφύγει με την ψευδαίσθηση να ξεφύγει από την επιδημία.

Ο τελευταίος λόγος στον οποίο επικεντρώνεται η προσοχή του μελετητή είναι η στιγμή αυτή καθ’ εαυτή της πτώσης της Τροίας που, είναι αλήθεια, «είναι μόνο μια νύχτα. Αλλά είναι κάτι πιο τρομακτικό από δέκα χρόνια πολέμου. Απαιτούνται άλλες κατηγορίες για να ερμηνευτεί αυτό που συμβαίνει. Είναι μια άλλη διήγηση».

Είναι μια στιγμή κατά την οποία »κάθε φιγούρα γίνεται σύμβολο της φαντασίας της πτώσης, του χαμού. Πάντα επαναλαμβάνεται, σε κάθε νέα ιστορία». Κάθε άτομο γίνεται μια μετωνυμία της αιματηρής πτώσης της πόλης: για παράδειγμα, ο Δηίφοβος αντιπροσωπεύει τους υπερασπιστές, ο Πρίαμος για την πόλη και τους γέροντες, ο Αστυάναξ για τη μοίρα των παιδιών, η Κασσάνδρα για τη μοίρα των γυναικών.

Είναι διάσημα ονόματα με τα οποία η φαντασία μας μπορεί να συνδέσει τις γενοκτονίες ανυπεράσπιστων όντων όλων των εποχών: Ο Αστυάναξ, ο γιος του Έκτορα που εκσφενδονίστηκε από τα τείχη της Τροίας από τον Νεοπτόλεμο με τη συμβουλή του Οδυσσέα (ο οποίος τώρα εμφανίζεται ως ειδεχθής εγκληματίας πολέμου και όχι ως ο περιπλανώμενος ήρωας που διώχθηκε από τους θεούς που μας παρέδωσε η Οδύσσεια), καθίσταται το έμβλημα των παιδιών θυμάτων πολέμων·

Η Κασσάνδρα, κόρη του Πριάμου, μια προφήτισσα που καταδικάστηκε να μην γίνεται πιστευτή, των γυναικών θυμάτων βιασμού και βίας. Η Τροία έπεσε, η αιματηρή πτώση της παραδόθηκε στην αιωνιότητα από το επικό τραγούδι. αλλά, μπορούμε να ρωτήσουμε, πόσες ακόμη Τροίες καίγονται σήμερα και θα καούν;

Πόσα άλλα αποτρόπαια εγκλήματα συνεχίζουν να συμβαίνουν σε διάφορα μέρη του κόσμου; Δυστυχώς, υπάρχουν πολλοί πόλεμοι που γίνονται ακόμα – και πολλοί είναι εκείνοι μακριά από τα φώτα των μέσων ενημέρωσης – που δεν τους θέλει η μοίρα ούτε και οι θεοί, αλλά η αδίστακτη λογική του κεφαλαίου που δεν κοιτάζει κατά πρόσωπο τίποτα και κανέναν.

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος

Διαβάστε επίσης