• 6 Μαΐου 2024,

Μανώλης Τζίμας

 Μανώλης Τζίμας

Τον Μάιο του 2009 έφευγε από κοντά μας ένας καλός φίλος, ένας άνθρωπος και καλλιτέχνης διαμάντι, είπα να τον θυμηθούμε σήμερα, και πάλι, δεν ξέρω γιατί σήμερα, ήρθε έντονα στις θύμησες μου τις τελευταίες ημέρες, κάποιος λόγος θα υπάρχει.

Τους μεγάλους, τους καλούς τους θυμόμαστε συνέχεια, κάποιες στιγμές είναι όμως εντονότερες, τέτοια ήταν η χθεσινή του επίσκεψη. Και τι δεν έχω να θυμάμαι μαζί του, στον ‘Μιχάλη’ στο ‘Νοκ’ στο ‘Vanitas’ με τον φίλο Σαλαβάτη παρέα, σπίτι του, μουσική, κουβέντες, τελευταία στο Τεμπελχανείο…

Να μας θυμίσω λοιπόν μια ενδιαφέρουσα συζήτηση που είχε με άλλον επίσης φίλο: Χρήστος Ι. Κεραμίδης | Μανώλης Τζίμας

»Τον έβλεπα, όταν βράδιαζε, με το ριχτό άσπρο πουκάμισο να κατεβαίνει την Θεοδώρου Πουλίδου για να πάει στο Κέντρο διασκέδασης του Ν.Ο.Κ., που βρισκόταν στη βάση της στενής προβλήτας του κόκκινου φαναριού.

Πριν κοιμηθώ, κι όταν στο δωμάτιό μου το άρωμα έμπαινε των γιασεμιών, άκουγα την υπέροχη φωνή του. Πάντα ξεκινούσε με τα τραγούδια «Ο Μέτοικος» και «Τα Κύθηρα ποτέ δεν θα τα βρούμε».

«Γράφεις καλά», μου έλεγε, «τα γουστάρω αυτά που γράφεις». Μου ανέφερε συχνά το όνομα του Μήτσου Παπανικολάου, του άτυχου ποιητή που πέθανε νέος ζητιανεύοντας στην κατοχή. Ένα μεσημέρι τον βρήκα στην ταβέρνα «το Τεμπελχανείο»:

—Χρήστο θα πεθάνω σε ένα χρόνο, μου είπε ξαφνικά.
—Όχι δεν θα πεθάνεις, 
απάντησα.
—Θα πεθάνω, το είπαν οι γιατροί. Έχω κάποια παλιά δερματόδετα βιβλία μου· θέλω να στα χαρίσω.

Προσπαθώντας ν’ αλλάξω το κλίμα της συζήτησης, το γύρισα στο αστείο:
—Αφού πήρες απόφαση να πεθάνεις, τουλάχιστον ας πας στην κόλαση!

Χαμογέλασε, κοιτώντας με έκπληκτος ρώτησε:
—Γιατί να πάω στην κόλαση;
Εκεί θα βρεις όλες τις «κολασμένες» της νύχτας να τις τιμωρούν τα διαβολάκια με τα ελαφρά μαστίγια. Θα τις ακούς να βγάζουν κραυγές «πόνου!» και ηδονής. Αχ!! Αχ!! Στον Παράδεισο θα πλήττεις. Θα βλέπεις μόνο αγίους να διαβάζουν τις Γραφές.

Γελούσε ασταμάτητα. Αισθάνθηκα μεγάλη ικανοποίηση που του άλλαξα τη διάθεση».

αντιγράφω από ένα αφιέρωμα προς αυτόν της Λένας Παπέλη Σκαμνιώτη:

Όταν στα χέρια μου έφτασε ένα άλμπουμ με αναγγελίες συναυλιών με συμμετοχές του Μανώλη και φωτογραφίες του από συνεργασίες του με γνωστούς καλλιτέχνες, στάθηκα για ώρα στις δυο φωτογραφίες του με τη Σωτηρία Μπέλλου. Τραγούδησαν μαζί στη Δράμα, χειμώνα του 1993. Αυθεντικοί λαϊκοί τραγουδιστές κι οι δυο. Σίγουρα θα είπαν και τη Νταλίκα που ο Τζίμας τραγουδούσε στο μπαρ του Σαλαβάτη.

Σωτηρία Μπέλλου: Η Νταλίκα (Δήμος Μούτσης – Κώστας Τριπολίτης, 1981)

Ζόρικος κρεμανταλάς ο καιρός που κουβαλάς,
η ζωή σου μια νταλίκα με μπαγάζια και με ΙΚΑ.
Τώρα απόχτησες καβούκι και αμάξι σπορ μοντέλο
τώρα σκάλωσες στο λούκι κι είσ’ αλλιώτικο καπέλο.

Η ζωή σου ντούμπλε-φας, μέσα κι έξω τη φοράς,
η καρδούλα σου γκαζιέρα δίχως γκάζι και αγέρα.
Μες στο κόλπο είσαι χωμένος και γλυτώνεις παρά τρίχα,
τώρα είσαι βολεμένος και σου κόψανε το βήχα.

Κι αν θυμάσαι τα παλιά, ψέματα και μπλα μπλα μπλα,
η μαγκιά σου ναφθαλίνη με κασμίρι και λουστρίνι.
Τώρα κάνεις μαύρη πλάκα κι όλο τρως απ’ την κουτάλα,
τώρα μάγκωσε η φάκα και σε κλείσανε στη γυάλα

[και τον Δήμο Μούτση τιμούμε ταυτόχρονα, άλλον διαχρονικά αγαπημένο σε αυτή τη σελίδα! Κώστας Τριπολίτης τεράστιος, τα λόγια του ξουράφια, πόσο, μα πόσο αληθινά!]

Συνεχίζει η κυρία Σκαμνιώτη:

Ο Μανώλης Τζίμας υπήρξε ξεχωριστός. Η πραγματική ιδιορρυθμία του ήταν ότι διέφερε απ’ όλους εμάς τους συμβιβασμένους. Δεν ήταν αντί…κανενός πράγματος. Ήταν υπέρ του ανθρώπου, της αυτοδιάθεσής του και της ελευθερίας του. Δεν είχε δεσμούς παρά μόνο με τις αξίες του και γι’ αυτό σεβάστηκε την ελευθερία κάθε ανθρώπου που τον πλησίασε και πρώτα απ’ όλα της οικογένειάς του.

Κι αυτός ο σεβασμός στον άνθρωπο είναι η βαρύτερη και η πολυτιμότερη κληρονομιά που άφησε στη γυναίκα του, στα παιδιά του, στον τόπο του.

Πέθανε στις 12 Μαΐου του 2009.
«Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω»…
Θα μας λείψεις και θα σε θυμόμαστε.

«Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ’ τα κυπαρίσσια
κι όλο τριγύρω ανηφόροι στα βουνά

μας βαραίνουν οι φίλοι
που δεν ξέρουν πια πως να πεθάνουν».

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος    αέναη κίνηση

Διαβάστε επίσης