• 29 Απριλίου 2024,

«Μηδένα προ του Τέλους μακάριζε»

 «Μηδένα προ του Τέλους μακάριζε»

O Γεωργούλης ήταν ένας τύπος της γειτονιάς μου που το μέλλον του προδιαγράφονταν λαμπρό. Υπήρχαν όλα τα στοιχεία εκείνα που έδειχναν ότι θα είχε μια λαμπρή εξέλιξη στην ζωή του.

Ήταν μοναχογιός του Ευκλείδη και της Περσεφόνης που κατάγονταν από το Ορτάκιοï, ένα προάστιο στην Ευρωπαϊκή μεριά της Πόλης με οικονομικό υπόβαθρό αρκετά ισχυρό. Στην Ελλάδα ήρθαν σαν πρόσφυγες κάτω από την επιμέλεια του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού και έτσι είχαν όλο τον χρόνο και την ασφάλεια να μεταφέρουν στην Ελλάδα όλη την κινητή τους περιουσία που δεν ήταν αμελητέα.

Ο πατέρας του είχε την έξυπνη ιδέα να ανοίξει ένα μικρό μαγαζάκι σε ένα αδιέξοδο δρομάκι κοντά σε δύο μεγάλα καπνεργοστάσια, στο οποίο προσέφερε «Σίσια» (από το τούρκικο σίς κεμπάπ και η λέξη αυτή υπονοούσε τα σουβλάκια, τα κεφτεδάκια και το κεμπάπ).

Τα υλικά  για την παραγωγή των προσφερόμενων φαγητών επεδίωξε από την αρχή ο Ευκλείδης να είναι τα καλύτερα τα δε μπαχαρικά έρχονταν κατευθείαν από την Πόλη και τα καρυκεύματα που συνόδευαν τα σουβλάκια και τα κεφτεδάκια ήταν δικής του έμπνευσης και ήταν πράγματι θεϊκά.

Εκείνο όμως που εντυπωσίαζε όλους ήταν η υπερβολική καθαριότητα τόσο των σκευών που χρησιμοποιούσε όσο και του περιβάλλοντος χώρου. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι ό Ευκλείδης δεν ήταν άσχετος με το αντικείμενο, η οικογένεια του είχε το καλύτερο Κεμπαπτζίδικο στην Πόλη.

Η μικρή αυτή επιχείρηση ξεκίνησε δειλά και εξελίχτηκε απροσδόκητα πολύ καλά. Προσέλαβε άλλους δύο για να μπορέσει να εξυπηρετήσει την πελατεία που συνεχώς διευρύνονταν. Ο Γεωργούλης γεννήθηκε το 1928 μετά από έναν δύσκολο τοκετό και μια δυσκολότερη γέννα. Από την πρώτη στιγμή η Περσεφόνη είχε μια μόνο φροντίδα, τον κανακάρη της και ο Ευκλείδης του κουβαλούσε τα χίλια καλά του κόσμου.

Όταν πήγε στο σχολείο ό Γεωργούλης ο Πατέρας του προσέλαβε και Δάσκαλο για να τον παρακολουθεί ιδιαίτερα αν και δεν το χρειάζονταν. Είχε πολλά όνειρα για τον γιό του ήθελε να μάθει γράμματα και τον έβλεπε για υπουργό το λιγότερο. Ο Δάσκαλος διαπίστωσε ότι το παιδί πρέπει να έχει ταλέντο στην μουσική. Έμαθε να σφυρίζει και να βγαίνουν από το λαρύγγι του θεϊκοί ήχοι.

Του αγόρασαν μαντολίνο αλλά δυστυχώς δεν του άρεσε και δόθηκε σαν δώρο στο Σχολείο της Αγίας Βαρβάρας. Όλα αυτά μέχρι το 1940. Από εκεί και μετά αρχίζουν τα δύσκολα. Ο Ευκλείδης δεν επιστρατεύτηκε γιατί ήταν πάνω από τα σαράντα. Οι δουλειές μετά τον πόλεμο και την κατοχή δεν υπήρχαν και το μαγαζάκι έκλεισε. Πρόφτασε ο Ευκλείδης πριν κλείσουν οι Τράπεζες να σηκώσει ένα μεγάλο ποσό από τις καταθέσεις του και το σπουδαιότερο να πάρει ό,τι χρυσό  και κοσμήματα είχε σε θυρίδες.

Τα χρήματα έχασαν την αξία  τους μετά την κατοχή και έμειναν τα χρυσά. Ο Ευκλείδης υπολόγιζε ότι με τα πεντόλιρα και τα κοκοράκια που είχε θα μπορούσε να περάσει με άνεση και μια δεκαετία. Δεν λογάριασε όμως τους Μαυραγορίτες για τους οποίους δεν ισχύουν οι νόμοι της Αγοράς. Έτσι ότι είχε και δεν είχε κράτησε μέχρι το Φθινόπωρο του 43.

Ο χειμώνας όμως του 43 και του 44 ήταν πολύ βαρύς και τα πράγματα δυσκόλεψαν ακόμη περισσότερο. Τα χιόνια άρχισαν από τα μέσα του Νοέμβρη και είχε σαν αποτέλεσμα να καταναλωθούν τόσο οι προμήθειες σε τρόφιμα άλλα και σε ξύλα παρά την εξαντλητική οικονομία που έκαναν. Η βαριά χιονιά που έκανε την Δευτέρα  στις 12 Ιανουαρίου του 44 έκλεισε τον κόσμο στα σπίτια του και δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει στον δρόμο τίποτα.

Την Τετάρτη το μεσημέρι άρχισαν να ανοίγουν οι πόρτες και να καθαρίζουν οι αυλές. Μέχρι και την Παρασκευή κανείς δεν βγήκε έξω από την οικογένεια του Ευκλείδη και το χιόνι είχε παγώσει μπροστά στην πόρτα. Οι γείτονες ανησύχησαν και έβαλαν έναν μικρό να ανέβει στο παράθυρο και να δει τι γίνεται μέσα στο δωμάτιο.

Είπε ότι είδε να κοιμούνται τρείς στο κρεβάτι με τυλιγμένα τα κεφάλια τους με ρούχα. Άνοιξαν την εξώπορτα και μπήκαν μέσα στο δωμάτιο. Οι τρείς που ήταν στο κρεβάτι έδειχναν να κοιμούνται και όταν η κυρία Αλεξάνδρα πήγε κοντά τους και τους άγγιξε είπε, — Είναι ξυλιασμένοι! Πρέπει να πέθαναν. Πήγαν και φώναξαν την Βουλγαρική αστυνομία και ήρθαν δύο στρατιώτες με όπλα και ένας με πολιτικά.

Τους έβγαλαν όλους έξω από το δωμάτιο, πήγε ο ένας από τους στρατιώτες κοντά σε αυτούς που ήταν στο κρεβάτι και είπε –Τρείς Μπάμπω είναι εκεί και έκανε μια χειρονομία που έδειχνε ότι είναι νεκροί. Πλησίασέ και ο Γιατρός τους έπιασε πρώτα το  χέρι μετά την καρωτίδα σηκώθηκε για λίγο και έσκυψε ξανά επάνω στον μεσαίο.

Έβγαλε ένα ακουστικό που είχε στην τσέπη του και ακροάστηκε τον μεσαίο στην καρωτίδα. Σηκώθηκε απότομα επάνω και είπε νευρικά και με ένταση, — Γρήγορα στο Νοσοκομείο. Τέσσερεις γείτονες  ξήλωσαν μια πόρτα και την έκαναν φορείο και μετέφεραν τον μεσαίο που ήταν ο Γεωργούλης, στο Νοσοκομείο.

Ο Γεωργούλης σώθηκε από την παρατηρητικότητα του Βούλγαρου γιατρού και την άλλη μέρα επέστρεψε για να συμμετάσχει στην κηδεία των γονιών του. Αυτός όμως που επέστρεψε ήταν ένας άλλος Γεωργούλης. Την πομπή της κηδείας την παρακολούθησα και εγώ πεντάχρονο παιδί, από το παράθυρο του δωματίου μας και έχει μείνει η εικόνα ανεξίτηλη στην μνήμη μου.

Η νεκροφόρα του Δήμου που μετέφερε τους νεκρούς στην εκκλησία ήταν ένα κάρο σαν αυτά που κουβαλούσαν τα σκουπίδια εκείνη την εποχή που το είχαν βάψει μαύρο. Το κάρο αυτό το έσερνε ένα καφετί άλογο καχεκτικό θύμα και αυτό της ανέχειας. Μέσα στο κάρο δεν υπήρχαν φέρετρα αλλά ο Ευκλείδης και η Περσεφόνη με τα καλά  τους ρούχα που τα είχαν κρατήσει από το γενικό ξεπούλημα για αυτήν την στιγμή.

Ήταν σκεπασμένοι με σάβανα που είχαν κρατημένα και φερμένα από τα Ιεροσόλυμα. Δεν φορούσαν παπούτσια αλλά μόνο καινούργιες κάλτσες.. Ο Βούλγαρος παπάς δεν ήρθε να συνοδεύσει τον νεκρό αλλά ακολουθούσε το κάρο ένας ψάλτης που έμοιαζε τον Τζαμιτζή. Τέσσερεις όλοι κι όλοι ακολουθούσαν το κάρο, ο κυρ Αλέκος με την γυναίκα του την κυρία Ολυμπία, η κυρία Αλεξάνδρα που κρατούσε τον Γεωργούλη  από το μπράτσο ο οποίος χοροπηδούσε και ξεκαρδίζονταν στα γέλια.

Η κυρά Αλεξάνδρα του τραβούσε βίαια το χέρι για να τον συνεφέρει, αυτός γυρνούσε την έβλεπε ξαφνιασμένος, δάγκανε το γέλιο του, συγκρατιόνταν για λίγο και μετά από λίγο πάλι τα ίδια. Ύστερα από αυτή την περιπέτεια ο Γεωργούλης  ήταν άλλος άνθρωπος. Δεν ήταν καθόλου βίαιος, είχε την ευγένεια που του φύτεψαν οι γονείς του και μια τάση να βοηθά δίχως να ζητά ανταμοιβή.

Όταν τον ρωτούσαν τι θέλει για την δουλειά που έκανε σε κάποιον η απάντηση του ήταν, «Τι φαγητό έχετε σήμερα; Έχετε ένα πιάτο και για μένα;» Δεν απαιτούσε και ποτέ δε ζητιάνεψε, ποτέ δεν άπλωσε το χέρι για επαιτεία. Η αλήθεια είναι ότι το πιάτο το φαγητό δεν του έλειψε ποτέ και είχε την φροντίδα της κυρίας Αλεξάνδρας όσο θυμάμαι αλλά και όλης της γειτονίας.

Τώρα την καλοσύνη του να βοηθήσει όποιον του ζητούσε το έκανε με την καρδιά του. Στην αρχή δεν δέχονταν χρήματα αργότερα όμως έπαιρνε ότι του έδιναν. Είναι αλήθεια ότι δεν ξέρω κάποιον να προσπάθησε να εκμεταλλευτεί αυτή την καλοσύνη, αν όμως κάποιος θα το τολμούσε είμαι βέβαιος ότι η μικρή κοινωνία της Δεληγιάννη θα έβαζε τα πράγματα στον σωστό τους  δρόμο.

Εκείνο που απολαμβάναμε ήταν το μελωδικό του σφύριγμα. Δεν θα περνούσε βραδιά  που να μη διασχίσει τα τριακόσια μέτρα του δρόμου και να μη σκορπίσει τους ήχους από το σαγηνευτικό σφύριγμα σε όλη την περιοχή. Έκανε τέσσερεις στάσεις, μια κάτω από το παράθυρό μας σε ένα βράχο που υπήρχε εκεί, μια στα σκαλάκια της Νοταρά μια κάτω από το παράθυρο της κυρά Αλεξάνδρας και τελευταία σε ένα βράχο στην αρχή του Άλσους των Πεντακοσίων.

Αυτούς τους ήχους που έβγαιναν από το λαρύγγι του που λες και είχε εκεί μέσα χιλιάδες αηδόνια δεν τους ξανάκουσα ποτέ. Απολαυστικό ήταν το σφύριγμα αυτό το Φθινόπωρο. Δεν ξέρω γιατί. Όταν ο κόσμος τραβιόνταν στα σπίτια τους από τις βραδινές βεγγέρες του καλοκαιριού στις πόρτες, ο Γεωργούλης διάλεγε φεγγαρόλουστες βραδιές και κατά τις δέκα το βράδυ κάθονταν στα σκαλιά της Νοταρά και βλέποντας απέναντι την θάλασσα άρχιζε ένα θλιμμένο σκοπό.

Δεν ξέρω γιατί έκλαιγε, για την χαμένη του οικογένεια; Για την χαμένη του ζωή; Για τα χαμένα χρόνια; Η αλήθεια ήταν ότι ο άνθρωπος αυτός είχε λόγο για να θρηνήσει για πολλά. Τους θλιβερούς αυτούς ήχους που είχαν μια ξεχωριστή γλύκα κανείς δεν ήθελε να τους χάσει. Έτσι τα παράθυρα άνοιγαν σιγά σιγά μην τον τρομάξουν και σβήσει το θαύμα.

Αυτός ήταν ο Γεωργούλης που η μοίρα του τον ξεγέλασε και ενώ στην αρχή φαίνονταν ότι θα του έδινε τα πάντα και ένα λαμπρό μέλλον, η ζωή ξεστράτισε και μπήκε σ’ άλλα μονοπάτια. Ευτυχώς ο κόσμος που έπλασε το μυαλό του ισορρόπησε όλα τα δεινά και του έμεινε αυτό το αθώο χαμόγελο του μικρού παιδιού όπως ήταν και η ψυχούλα του.

Την δεκαετία του πενήντα ο κυρ Αλέκος τον είχε πάρει μαζί του να του κουβαλά την Λατέρνα και από ότι ξέρω του έδινε και αυτουνού από το περιεχόμενο του ντεφιού. Είχε όμως και το πιάτο  του το φαγητό από την κυρία Ολυμπία την γυναίκα του και την φροντίδα.

Αυτός ήταν ο Γεωργούλης από τα Πεντακόσια και είμαι βέβαιος εκεί επάνω θα κάνει παρέα με τους αγγέλους, αν υπάρχουν, γιατί τέτοιες θείες μελωδίες που έβγαιναν από το λαρύγγι δεν θα τις αφήσουν ανεκμετάλλευτες.

ΥΓ: Τις πληροφορίες για την ιστορία της οικογένειας αυτής της άκουσα από τις συμπατριώτισσες τους τα δε γεγονότα μετά το 1943 είναι από δικά μου βιώματα.

Παναγιώτης Φώτου

Διαβάστε επίσης