Ο Ντράσκας

 Ο Ντράσκας

 

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

 

Σε ένα μικρό οροπέδιο, σε υψόμετρο χιλίων τετρακοσίων περίπου μέτρων βρίσκεται το χωριό. Αυτός είναι ο προορισμός του για τούτο το Σαββατοκύριακο του Οκτώβρη. Όπως κάθε χρόνο. Δεκάδες χρόνια τώρα στέκει εκεί αυτό το μικρό πανέμορφο ορεινό χωριό. Κρυμμένο ανάμεσα σε δέντρα, πλαγιές και βουνοκορφές είναι, και από πουθενά δεν φαίνεται, πάρα μονάχα σαν φτάσεις κοντά του κι ακούσεις τον αχό των ήχων της ζωής του. Σαν φτάσεις ψηλά στον αυχένα θα ακούσεις την ανάσα του και θα δεις τις λιγοστές καμινάδες του να καπνίζουν. Φιδίσιος και στενός είναι ο ασφάλτινος δρόμος που ξεκινά από την πόλη και καταλήγει στο χωριό. Και ανηφορικός. Σαν φτάσεις λοιπόν σε κείνον τον αυχένα που γιακά στο χωριό τον λένε και που ενώνει τις δύο ψηλές σαν φύλακες του χωριού κορφές τής παραμεθόριας οροσειράς, τότε θα το δεις. Ύστερα, σαν πάρεις την κατηφοριά, βλέπεις τότε το χωριό ολόκληρο να απλώνεται μπροστά σου. Σαν ένα τεράστιο ύψιλον φαίνεται από ψηλά, που κυκλώνει μια καταπράσινη μικρή πεδιάδα από τις τρεις πλευρές της. Χαμηλά, καμιά εκατοστή μέτρα πιο κάτω από τον γιακά είναι τα σπίτια του χτισμένα. Είναι δεν είναι καμιά εκατοστή τα σπίτια όλα κι όλα. Κι όλα, χτισμένα στις τρεις γύρω πλαγιές τής μικρής ορεινής πεδιάδας είναι. Στην τέταρτη πλευρά τής πεδιάδας που είναι ανοιχτή στον ορίζοντα, κυλά σε μια μικρή κοιλάδα, ένας μεγάλος χείμαρρος με αρκετό νερό.Το νάμα της ζωής. Του χωριού η ψυχή. Χαμηλά, εκεί που χάνεται ο ήλιος τον χειμώνα, δύο περίπου  χιλιόμετρα μετά τον υδρόμυλο, χαμηλώνει απότομα και κατακόρυφα η κοιλάδα. Γίνεται τότε ο χείμαρρος, καταρράκτης, και τα νερά του πέφτουν με δύναμη αφρίζοντας σαν από έναν ανεξήγητο θυμό σε μια βαθιά χαράδρα, σχηματίζοντας κάτω χαμηλά μια μεγάλη βάθρα. Λίμνη δροσερή τα καλοκαίρια, διάφανο παγωμένο γήπεδο τους βαριούς χειμώνες.

Τα περισσότερα σπίτια τού χωριού ισόγεια ταπεινά και σαν να είναι ξαπλωμένα και να αναπαύονται στη γη μοιάζουν, και άλλα, πιο λίγα όμως, δίπατα είναι, και ολόρθα φαίνονται, με τον απάνω όροφο να  καμαρώνει στα ψηλά με ένα μικρό ξύλινο μπαλκόνι στο κέντρο της πρόσοψής του. Όλα έχουν τα χαγιάτια τους κι άλλους χώρους βοηθητικούς, στάβλους και αποθήκες. Για τα ζωντανά, τα γεννήματα, τα άχυρα, τις γιόντζες και για τα άλλα, τα χρειαζούμενα των χωριατόσπιτων εκείνα τα χρόνια τα παλιά. Τα περισσότερα σπίτια έχουν τσίγκινες σκεπές με μεγάλη κλίση. Για να γλιστρούν τα χιόνια. Ατέλειωτος εδώ ο χειμώνας είναι, και τα χιόνια πολλά. Μερικά σπίτια, λιγοστά όμως, ίσως εφτά ή οχτώ όπως με μια ματιά τα υπολόγισε, φαίνεται πως έχουν πρόσφατα ανακαινισθεί. Κάποια τα φρόντισαν οι απόγονοι των άλλοτε ενοίκων νοικοκυραίων τους. Τα παιδιά και τα εγγόνια τους δηλαδή. Και είναι και κάνα δυο τρία που έχουν αγοραστεί από ανθρώπους της κοντινής πόλης και ανακατασκευάστηκαν εξ ολοκλήρου. Γκρεμούλια τα θυμόταν πριν από τρία ίσως και τέσσερα χρόνια – δεν τον βοηθά και πολύ η μνήμη του – και σιγά σιγά, χρόνο με το χρόνο πήραν ζωή. Ολοκαίνουργια τα βλέπει τώρα, φρεσκοβαμμένα. Με τα κεραμίδια τους, τις καμινάδες τους και την όμορφη περίφραξή τους. Εξοχικά τα λένε τώρα και μάλιστα σε ένα από αυτά τούτο το απόγευμα καπνίζει η καμινάδα.

Τα περισσότερα όμως σπίτια είναι ακατοίκητα, με γερμένους τοίχους και ξεχαρβαλωμένες τις πέτρινες εξωτερικές τους σκάλες, γεμάτα με χαλάσματα από πέτρες και ξύλινα παλιακά δοκάρια, και δέντρα, δέντρα που πνίγουν τις αυλές τους, ξεθεμελιώνουν οι ρίζες τα ντουβάρια τους και σκαρφαλώνουν πάνω τους κατατρώγοντας τις σάρκες τους. Κισσοί και κληματσίδες και συκιές ένα σώμα γίνονται. Εχθροί τους και η πολυκαιρία, οι αέρηδες, οι βροχές, τα χιόνια και οι παγωνιές. Μα, πιο μεγάλος τους εχθρός, η εγκατάλειψη. Η εξ ανάγκης των ανθρώπων εγκατάλειψη, που ήταν, κι ακόμα είναι, της ανέχειας και της φτώχειας αποτέλεσμα. Αφημένα στην τύχη τους και στο σκληρό το πεπρωμένο τους τα άλλοτε γεμάτα ζωή σπίτια, πεθαίνουν.

 

Διέσχισε το μισό μέχρι την πλατεία χωριό και του έκανε εντύπωση που το καφενείο τού γέρου Ντράσκα, Σάββατο μέρα και απόγευμα, ήταν κλειστό. Δεν είδε και κανέναν για να τον ρωτήσει το γιατί…..

Έστριψε δεξιά και πήρε τον ανηφορικό χωματόδρομο και μετά από περίπου δύο χιλιόμετρα έφτασε στο καταφύγιο. Πάρκαρε, φορτώθηκε το σακίδιό του, πήρε στην αγκαλιά του τη μικρή τρίλιτρη νταμιτζάνα με το κοκκινέλι και ανέβηκε την πέτρινη σκάλα. Έκανε κρύο. Άνοιξε την εξώθυρα και μπήκε μέσα. Κανείς.

Το τζάκι αναμμένο. Οι φλόγες, τσιγγάνες χορεύτριες με κιτρινοκόκκινα ανάερα μακριά φορέματα λικνίζονταν ερωτικά πίσω από το προστατευτικό τζάμι. Ξεφορτώθηκε το σακίδιο, άφησε σε μιαν άκρια τη νταμιτζάνα και κάθισε δίπλα στο τζάκι. Πάνω στο λεπτό ξεπρόβαλε ο Γιώργος πίσω από τη κουζίνα. Του χαμογέλασε και σηκώθηκε. Εκείνος τον πλησίασε, έδωσαν τα χέρια και ύστερα αγκαλιάστηκαν.

“Καλώστονα κι ας άργησες, μαύρα μάτια”, του είπε και ύστερα, όπως ακριβώς εμφανίστηκε, εξαφανίστηκε πάλι πίσω στην κουζίνα. Γύρισε με δύο φλυτζάνες περασμένες από το χερούλι τους στον δείκτη του δεξιού χεριού του και την τσαγιέρα στο αριστερό του χέρι. Ακούμπησε τις φλιτζάνες πάνω στον χαμηλό παλιοκαιρισμένο σοφρά, άνοιξε το τζάμι του τζακιού και τοποθέτησε προσεκτικά την κατάμαυρη από την κάπνα τσαγιέρα πάνω στην πυροστιά. Ξαναγύρισε στην κουζίνα και μέχρι να φέρει δύο τρία παξιμάδια, το βούτυρο και το μέλι, η τσαγιέρα άρχισε να σφυρίζει και να μοσχομυρίζει όλη η σάλα της υποδοχής απ’άκρη σ’άκρη. Μυρωδιές ανάκατες από τα πουρναρίσια ξύλα, το τσάι, την υγρασία του βουνού και από τα πεύκα και τον αέρα που έμπαιναν από το μικρό ανοιχτό παραθύρι προς τη μεριά του δάσους. Ναι, η μυρωδιά του αέρα. Αλλιώς μυρίζει ο αέρας εδώ πάνω.

Καθώς έπιναν το καυτό μελένιο μοσχοβολιστό τσάι που το είχε μαζέψει ο Γιώργος τον Αύγουστο από τις γύρω τις γεμάτες βράχια κορυφές, είπαν όλα τα τελευταία νέα τους. Ο ένας του αλλουνού. Τα δικά τους και του χωριού. Σαράντα δύο κάτοικοι όλοι κι όλοι, όλους τους είχε μάθει. Τί κάνει ο Ζάχος; Και ο Ηλίας, ο γέρο Μήτσος, η γριά η Ευλαλία που έχασε τον άνδρα της στα εικοσιδυό της και έμεινε μοναχή με δυο παιδιά να μεγαλώσει. Και τα μεγάλωσε η Ευλαλία, μα της έφυγαν. Στα ξένα. Στη Γερμανία. Τί να έκαναν εδώ;

“Γιατί είναι κλειστός ο Ντράσκας;” ρώτησε.

“Τον περιμένουμε”, απάντησε ο Γιώργος.

“Τί εννοείς τον περιμένετε;”

“Αυτό που κατάλαβες.”

“Από στιγμή σε στιγμή. Μόλις έφτασε και ο Παντελής απ’την Αθήνα με την Αγγελική. Ειδοποίησαν και τον Χρήστο, τον Μάνο και την Ευτυχία να έρθουν από τη Γερμανία. Θα έρθουν αύριο το πρωί.”

Πήραν τηλέφωνο και την Ελένη. Στην Αυστραλία. Έτσι, για να της πουν ότι ο πατέρας της είναι στα τελευταία του. Έκλαψε. Έκλαψε πολύ η Ελένη.

 

Πήγε, τον είδε. Ήταν και ο παπά Λουκάς εκεί. Για την τελευταία μεταλαβιά. Του φάνηκε ότι του χαμογέλασε μα δεν ήταν έτσι. Δύο μέρες τώρα δεν έχει αίσθηση με το περιβάλλον, τού είπαν οι άλλοι.

 

Πυκνά μαύρα σύννεφα φάνηκαν λίγο πριν πέσει το σκοτάδι. Ακουμπούσαν στις τριγύρω κορυφές και στα χαμηλότερα υψώματα της μεγάλης συνοριακής οροσειράς και σμίγαν το ένα κοντά στο άλλο. Αδελφώναν και προμήνυαν. Μαύρισε ο ουρανός.

Τα χαράματα έπιασε ένα παγερό ψιλόβροχο σαν να ήταν κιόλας χειμώνας, αν και είχε κυλήσει μόλις η δεύτερη εβδομάδα του Οκτώβρη. Στις δέκα και δέκα, μετά το σχόλασμα της εκκλησίας, άρχισε να χτυπά πένθιμα η καμπάνα του προφήτη Ηλία. Όλοι ήταν εκεί, μα δυστυχώς δεν τον πρόλαβαν τα παιδιά του από την Γερμανία. Έφυγε πέντε λεπτά πριν τα μεσάνυχτα. Ο Ντράσκας πέθανε. Ο Παντελής, το στερνοπαίδι του, του έκλεισε τα μάτια.

 

Ήταν απίστευτες οι ώρες που πέρασε στο καφενείο τού Ντράσκα με τον Παντελή και τους άλλους, όλα τα προηγούμενα χρόνια. Πόσες ιστορίες, στολισμένες, διανθισμένες, άλλες με τρανταχτά ολοφάνερα ψέματα, έτσι για το γέλιο, κι άλλες με πυκνές σκληρές αλήθειες. Του πόνου αλήθειες. Εκεί, σταματούσαν τα γέλια και έβγαζαν τα μαντήλια τους να σκουπίσουν τα δάκρυά τους. Μόνοι τους οι γέροι και οι γριές οι μάνες. Στα ξένα τα παιδιά τους. Δίχως τα εγγόνια τους πως να στερνανασάνουν οι γέροντες. Ποιός να τους πει τα κάλαντα, για ποιον να βάψουν τα αυγά, ποιόν να νανουρίσουν. Λίγοι τους επισκέπτονται το Πάσχα κι ακόμα λιγότεροι τα Χριστούγεννα, και μόνο αυτοί που στις Σαλονίκες και στις Αθήνες και σε άλλες πόλεις της πατρίδας ζουν. Τα καλοκαίρια έρχονται απ’τη Γερμανία κι είναι και λίγοι στις Αμερικές και τις Αυστραλίες. Χρόνια έχουν να τους δουν αυτούς. Κι είναι και κάποιοι γέροντες που έχουν σαράντα χρόνια να δουν τα παιδιά τους και που ποτέ δεν γνώρισαν τα εγγόνια τους.

 

Ένα βράδυ είχε απομείνει μόνος στο καφενείο με τον Ντράσκα. Τότε ήταν που του μίλησε για την Ελένη. Παντρεύτηκε και έφυγε στα δεκαέξι της. Τώρα είναι γιαγιά με εγγόνια. Δεν την ξαναείδε. Πέθανε από τον καϋμό της η μάνα της πριν οχτώ χρόνια.

“Μόνος μου. Οχτώ χρόνια τώρα ολομόναχος τα βράδια. Πώς να κλείσω μάτι. Μη με βλέπεις που γελώ και λέω αστεία και μασάλια.”

Βούρκωσαν τα μάτια του. Κόκκινα από το ποτό και από τον πόνο. Ήπιαν και μέθυσαν. Ξημέρωσαν στα μπάσια δίπλα στο τζάκι….

 

Έριξε λίγο χώμα στον τάφο του. Ήπιαν του σχόριου τον καφέ στο καφενείο τού γέρου Ντράσκα. Δίχως εκείνον.

 

Ο ήλιος έπεσε κι άρχισε να πέφτει ένα ψιλό χιόνι. Μπήκε στο αυτοκίνητό του και ξεκίνησε. Στον γιακά σταμάτησε και έριξε μια ματιά κάτω στο χωριό. Ανάμεικτα τα συναισθήματά του. Πίκρα, πόνος, λύπη, αγανάκτηση και χαρά. Χαρά; Ναι, χαρά. Όχι ακριβώς χαρά. Μια ανακούφιση ίσως καλύτερα. Παράξενο είναι, αλλά αυτή η απρόσμενη ανακούφιση έπνιξε τα άλλα συναισθήματα.

Χαμογέλασε….

Δεν θα ξανάβλεπε πια τα βουρκωμένα γεμάτα πίκρα μάτια του γέρο Ντράσκα….

Δεν θα πονάει άλλο και δεν θα νιώθει μοναξιά…..

Καλό του ταξίδι…

 

Μπήκε στο αυτοκίνητό του, έβαλε μπρος και άρχισε να κατεβαίνει αργά το φιδίσιο ασφάλτινο δρόμο…..

 

Οκτώβρης 2019

Διαβάστε επίσης