• 29 Απριλίου 2024,

Ο παλιννοστών μετανάστης και τα γίδια

 Ο παλιννοστών μετανάστης και τα γίδια

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

 

Χρόνια ολόκληρα στη μεγάλη πόλη, στη Σαλονίκη.

Έφυγε στα δεκαεπτά. Έσωτερικός μετανάστης.

Σε ημιυπόγειο στη Κασσάνδρου στην αρχή, στον πρώτο όροφο στην Αγίου

Δημητρίου μετά τρία χρόνια, και στον τρίτο όροφο, πάλι στην Κασσάνδρου

μετά από λίγα χρόνια. Αρραβωνιασμένος πια. Κοιτούσε με οίκτο τώρα,

αυτούς που έμεναν στο πρώτο ημιυπόγειο διαμέρισμά του. Αφ’ υψηλού.

Σταθερή ανοδική πορεία λοιπόν όσον αφορά το υψόμετρο της κατοικίας του, αλλά στη δουλειά του άστα να πάνε. Στις πωλήσεις στο ισόγειο στην αρχή και στον εξωτερικό χώρο στην κονσερβοποιία, στο ημιυπόγειο έπειτα από δυο χρόνια στις φορτοεκφορτώσεις και αφού έμαθε τη δουλειά καλά, στο

δεύτερο υπόγειο, στην παραγωγή και κονσερβοποίηση. Αντιστρόφως ανάλογα τα υψόμετρα, δουλειάς και κατοικίας. Ταίριαζαν όμως λεκτικά. Σε κονσερβοποιία δούλευε, σαν κονσέρβα ήταν το διαμέρισμά του, αλλ’ όμως είχε κι ένα μικρό μπαλκονάκι, δύο επί μηδέν κόμμα πέντε μέτρα. Εκεί έπινε το καφεδάκι του το πρωί. Χειμώνα καλοκαίρι. Δίπλα στο βαρέλι με το  πετρέλαιο κάθονταν, αγνάντευε πέρα απ’ τα βουνά, και μια σκέψη πάντα βάραινε την ψυχή του. Το χωριό του.

Τόσο δε είχε επηρεαστεί από το διαμέρισμα του, που πρότεινε στο αφεντικό του, να βάλλουν στις κονσέρβες μπαλκονάκι. Εν είδει ντεκόρ. Ζωχραφιστό.

Αντίθετα με τα αντιστρόφως ανάλογα ποσά των υψομέτρων δουλειάς και

κατοικίας, τα ποσά των ντεσιμπέλ, ήταν ανάλογα. Εκκωφαντικός θόρυβος

στην κονσερβοποιία, παρομοίως και στην οδό Κασσάνδρου, από τα κάθε

είδους αυτοκινούμενα οχήματα.

Είχε πια συνηθίσει.

Δεν μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς θόρυβο από μηχανές αυτοκινήτων. Ειδικά των αστικών και των φορτηγών. Ο θόρυβος δε της σκουπιδιάρας τη νύχτα, λειτουργούσε σ’

αυτόν σαν ζάναξ των δέκα μικρογραμμαρίων.

Τον νάρκωνε.

Σε βαθύ λήθαργο έπεφτε. Είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο θορυβοντομπαρίσματος που

τις Κυριακές που κάπως ησύχαζαν τα πράγματα και έλειπε και η σκουπιδιάρα, αυτός έμεινε ξάγρυπνος. Γι αυτό το λόγο, Σαββατόβραδο

συνήθως, την έβγαζε με την αρραβωνιάρα μέχρι πρωίας πρώτο τραπέζι πίστα.

“Τα δυο σου χέρια πήρανε, βεργούλες και με δείρανε.”

“Η αφιλότιμη.” “Θα σου δώσω και καπάρο φτάνει το παιδί να πάρω.”

Άσματα της εποχής.

Εκεί ευχαριστιόταν τα ντεσιμπέλ και έπαιρνε και τη δόση του για τον βραδινό ύπνο της Κυριακής, ώστε να πάει φρέσκος στη δουλειά του και με τα τύμπανα να πάλλονται ακόμα. Στο υπόγειο να πάει, εκεί όπου τον θόρυβο των μηχανημάτων τον μετέτρεπε σε μουσικές νότες.

Ο θόρυβος πια έγινε η ζωή του. Όχι όμως μόνο αυτός.

 

Η δεύτερη μεγάλη αδυναμία του που συμπλήρωνε την όμορφη ζωή του, ήταν ο αέρας.

Μαύριζαν τα πεζοδρόμια από τις εξατμίσεις και αυτός εισέπνεε τον μολυσμένο αέρα, τον οποίο συνήθισε τόσο πολύ, που με το πέρασμα των

χρόνων κατόρθωσε να τον μετατρέπει σε άρωμα γιασεμιού.

Στο δε υπόγειο της Κονσερβοποιίας, ο αρωματικός αέρας με επιπλέον άρωμα ψαρίλα – Nina Ricci L’Extase Eau de Parfum – εμπλουτιζόταν και με την σκόνη, η οποία από ένα φεγγίτη που έριχνε το λιγοστό φως από τον πολυσύχναστο δρόμο τής βιομηχανικής περιοχής, του φαινόταν σαν την δεσμίδα του φωτός που πρόβαλλε στο άσπρο πανί η μηχανή τού σινεμά στο  χωριό του.

Έφτιαχνε στο μυαλό του εικόνες. Έβλεπε στον απέναντι τοίχο για πολλοστή φορά την καουμπόικια ταινία “Κρεμασμένα κορμιά”.

Μια φορά από την ένταση μιας σκηνής της ταινίας, μαζί με τους γαύρους θα σφραγίζονταν στην κονσέρβα και το μικρό του δαχτυλάκι. Πέρασαν τα χρόνια. Βγήκε στην σύνταξη. Γύρισε στο χωριό.

Αδύνατον να κινηθεί – είχε συνηθίσει τα αυτοκίνητα,- αδύνατον να  αναπνεύσει, αδύνατον να κοιμηθεί.

Έφευγε στη Θεσσαλονίκη, έπαιρνε τη δόση του. Στο λιμάνι, στα ψαράδικα και κάνοντας βόλτες στους πολυσύχναστους δρόμους σε ώρες υψηλής  κυκλοφορίας, συνέρχονταν κάπως.

Πήγαινε και σε κανένα “Κέντρο διασκέδασης” και ξαναγυρνούσε στο χωριό.

Σιγά – σιγά όμως συνήθιζε στο χωριό, κι άλλαξε.

Πολύ άλλαξε.

Τον συνάντησα σε μια διασταύρωση κοντά στα παλαιά σφαγεία στο χωριό μακριά από το σπίτι μου, όπου ο πλανόδιος μανάβης έκανε στάση και μεις πήγαμε προς αγορά ζαρζαβατικών.

“Ρε συ, σαν να σε ξέρω. Απ’ το χωριό είσαι;”

“Ναι.”

“Ποιανού είσαι ρε; ”

“Του Θεμιστοκλή.”

“Του Σαμαρά; Ο Αλκιβιάδης;”

“Μέσα είσαι. Και σύ; Ο Φιλοποιμήν, ε;”

“Ρε πως άσπρισαν τα μαλλιά σου.”

Κουβέντα στη κουβέντα μου είπε τα παράπονά του.

‘Όλα καλά στο χωριό μας φίλε μου Αλκιβιάδη, αλλά δεν μπορώ να κοιμηθώ.”

“Γιατί ρε Φιλοποιμήν; ”

“Αυτός ο τσομπάνος ρε – και ας με λένε Φιλοποιμήν – κάθε μεσημέρι από την  τρανή πλαγιά, απέναντι από τον – λάκκο, με τα πρόβατα του, τα γίδια του, τα κουδούνια και τις φωνές του.

Μπεεε…..Μπεεεε….τα γίδια.

Γκλιννν…Γκλιννν… τα κουδούνια

Μπρρρ….ταπρούουου…τα προυου…. οι φωνές του. Ποιος είναι ρε , τον ξέρεις;”

“Ο Χατζηχρυσάφης είναι.”

“Καλά θα του πω εγώ.

Και νάταν μόνο αυτός.

Τα γκαρίσματα, τα τρακτέρια με τις εξατμίσεις τους που μολύνουν το αεράκι του Παγγαίου μας, τα μαλακισμένα τα μικρά που παίζουν

μεσημεριάτικα και ξεσηκώνουν τον τόπο.

Η Μαριγούδα με την Στεριανή που σκουπίζουν και σηκώνουν σκόνη και μπουρ μπουρ με τα κουτσομπολιά τους μεσημεριάτικα.

Ηχορύπανση και μόλυνση της ατμόσφαιρας φίλε μου Αλκιβιάδη στο χωριό…..

Αμ αυτός ο μανάβης!…

Τρεις και δέκα και διαλαλεί την πραμάτια του. Ευτυχώς σήμερα δεν έπεσα ακόμα για ύπνο αλλιώς θα τ’ άκουγε κι αυτός.”

“Και γιατί ρε Φιλοποιμήν δεν έπεσες για ύπνο;”

“Ήμουν στο Ιντερνέτ και στο Φεισμπούκ και μετά μιλούσα στο Σκάιπ με την κόρη μου που είναι στην Γερμανία. Ευτυχώς Αλκιβιάδη που είναι και η Ντόιτσλαντ, και βρίσκουν τα παιδιά μας δουλειά. Αλλιώς θα έβοσκαν γίδια.”

Μου διηγήθηκε την ιστορία του, σε μεσημεριάτικο καφέ στην αυλή του σπιτιού του, και ας έχασε τον ύπνο του.

“Παρασυνήθισες στην ησυχία και στον καθαρό αέρα του χωριού μας Φιλοποιμήν.”

Κούνησε το κεφάλι του….

δίχως όμως να δηλώνει κατάφαση μα ούτε κι άρνηση.

 

Έκανα τον σταυρό μου και έφυγα μαρσάροντας αρκετά δυνατά και με στραμμένη την εξάτμιση στο πρόσωπό του.

Σαν να διέκρινα μέσα από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου μου μια ευχαρίστηση στο πρόσωπό του…

 

Λες; είπα μέσα μου…

 

Παλαιοχώρι  26 – 8 – 2015

 

Διαβάστε επίσης