Όταν χάθηκαν τα αστέρια

 Όταν χάθηκαν τα αστέρια

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

Καθώς άνοιξε την εξώθυρα του σπιτιού της, το δυνατό φως μιας ηλιόλουστης καλοκαιρινής ημέρας που έκανε την εμφάνισή της μετά από τις τελευταίες απανωτές κι ατέλειωτες καταιγίδες, της μαστίγωσε τα μάτια. Λίγο πριν δύσει ο ήλιος ήταν, και μια λαμπερή αστραπή χαράκωσε μπροστά της το απέναντι βουνό. Σα να το έσκισε στα δυο της φάνηκε και αμέσως φως πολύ ξεχύθηκε και εξαπλώθηκε ολοτρίγυρα. Άπλετο, κατάλευκο φως εκτυφλωτικό, σαν μέσα από τα σπλάχνα του βουνού να ξεχύνονταν της φάνηκε. Από τα έγκατα της γης. Έκλεισε την πόρτα απότομα με δύναμη και τρόμαξε από τον κρότο που έκανε αυτή καθώς χτύπησε στο κάσωμα. Άγρια βροντή που δόνησε τα ασυνήθιστα εδώ και χρόνια τύμπανά της. Σαν γιγάντια τσεκουριά της φάνηκε, που έπεσε με δύναμη στην άκρη της κουφάλας μιας αιωνόβιας καστανιάς αχολογώντας σ’ ολόκληρο το δάσος. Ήχος σκληρός, απόκοσμος.
Σφιχτόκλεισε τα μάτια της, έφερε τα χέρια της στα αυτιά, τα σφράγισε με τις παλάμες της και έκανε δύο βήματα πίσω. Πίσω, στο σκότος το βαθύ και στη βαριά σιωπή.

Χρόνους τώρα πολλούς στη σιωπή και στο σκοτάδι, και ξέμαθαν τα μάτια της. Δεν άντεξαν το φως το ξαφνικό. Και τα αυτιά της, πόνεσαν κι αυτά πολύ από τον βρόντο. Κλειστές τις πόρτες και τα παραθύρια και όλες τις χαραμάδες τού σπιτιού σφραγισμένες με πρόπολη τις είχε. Χρόνια τώρα πολλά και ξέμαθαν οι όμορφες αισθήσεις της. Ήχος και φως στο σπίτι της να μπουν, δυνατόν δεν στάθηκε όλα αυτά τα χρόνια. Στη κάμαρά της. Στο κελί της. Χρόνους πολλούς κι αμέτρητους.
Στάθηκε για λίγο ορθή, ύστερα έκανε ακόμα δύο τρία βήματα πισωπατώντας, κάθισε στο απόμερο του κρεβατιού της μέρος και έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες της. Ύστερα ακούμπησε σκύβοντας λίγο τους αγκώνες της στα γόνατά της και βυθίστηκε σε σκέψεις που ποτέ πριν δεν είχε σκεφτεί. Δεν είχαν περάσει ποτέ, τέτοιες απ’ το μυαλό της σκέψεις.
Έτσι της φαίνονταν σαν να ήταν από πάντα η ζωή της. Δεν άκουγε για χρόνους άχρονους πολλούς, τίποτα, και τίποτα δεν έβλεπε. Τυφλή. Και χάνονταν ώρες ώρες σε βάθη, σα σε πηγάδι άπατο. Και χάθηκε για πάντα. Έτσι της έλεγε ο νους της, ότι για πάντα είχε χαθεί, ως που κάποια στιγμή, μια σταγόνα φως εκειδά στα βάθη σα να διέκρινε…
Την είδε και απόρησε και σαν κάτι τώρα πως πάει να αλλάξει της φάνηκε.
Κι άκουσε μέσα της μια φωνή.
“Φτάνει”, της είπε η φωνή.
Κι ύστερα στα χείλη της ανέβηκε η λέξη αυτή, και τη φώναξε κιόλας δυνατά.
“Φτάνει”, φώναξε και αντιλάλησε πέρα η φωνή της, κι έγινε η στάλα η φωτεινή, χείμαρρος λαμπροφωτεισμένος.
Τρόμαξε πολύ, μα πάλι τη λέξη ξαναφώναξε.
“Φτάνει”, φώναξε και πήρε την απόφαση.
Τέλος τώρα πια, το πριν. Πίσω της το αφήνει. Δεν το ξεχνά, μα θα πάψει πια να την παιδεύει, να την τυραννά. Τέλος.
Πρέπει έξω να βγει. Όχι στο σκοτάδι, όχι στη σιωπή. Τέλος.

Και ήταν εκείνη η πρότερη στιγμή που έζησε, που σηκώθηκε και άνοιξε την εξώθυρα του σπιτιού της και το δυνατό φως τής ηλιόλουστης καλοκαιρινής ημέρας της μαστίγωσε τα μάτια και σκιάχτηκε από το πολύ το φως.
Και έκανε τότε για λίγο πίσω η φοβισμένη σκέψη της. Για λίγο όμως, γιατί τώρα πια απόφαση το πήρε. Όχι, όχι δεν θα το έβαζε κάτω.

Σηκώθηκε ξανά και έκανε μερικά βήματα σταθερά και θαρρετά τώρα προς την εξώθυρα. Πλησίασε και την άνοιξε λίγο. Ίσα με μια στενωσιά την άνοιξε. Θαμπώθηκε. Οι κόρες των ματιών της συστάλθηκαν με μιας. Πόνος οξύς. Έκλεισε τις βλεφαρίδες της κι άφησε μοναχά μια χαραμάδα ανάμεσά τους. Άνοιξε λίγο ακόμα την πόρτα.
Ύστερα άρχισε σιγά σιγά να συνηθίζει το φως κι άνοιγε σιγά σιγά την πόρτα κι ύστερα με μια κίνηση απότομη, την άνοιξε πέρα ως πέρα. Άνοιξε και λίγο παραπάνω τα μάτια της και μετά τα άνοιξε τελείως. Ύστερα έστρεψε δίχως καθόλου να πονούν τα μάτια της, το βλέμμα της στον ήλιο. Χαμογέλασε.
Φως, πολύ φως μπήκε στο σπίτι της ξανά μετά από χρόνους πολλούς κι άνοιξε όλα τα παντζούρια, τα παραθύρια και τις πόρτες. Και γέμισε το σπίτι φως. Φως, πολύ φως πλημμύρισε και την καμάρά της, και πώς τώρα;… πώς να το κρατήσει όλο αυτό το φως μέσα στην κάμαρά της;
Ήθελε να κρατήσει το φως μέσα στη κάμαρά της για πάντα, γιατί σαν να φοβόταν το έξω, τον κόσμο, τους ανθρώπους. Μπήκε μέσα και σφράγιζε ξανά όλα τα ανοίγματα, το φως να μείνει μέσα να φυλακισθεί.
Μα σαν άρχισε να πέφτει ο ήλιος και να σουρουπώνει έξω, άρχισε το σκοτάδι να τρυπώνει μέσα από χαραμάδες που ποτέ της δεν είχε καν προσέξει, δεν είχε φανταστεί και να νικά το φως.
Στρώθηκε το μαύρο στους τοίχους και σε όλες τις άκρες και τις γωνιές τής κάμαράς της….. μαύρο σκοτάδι, πίσσα….
Και τότε κατάλαβε πως δεν φυλακίζεται το φως….
Και τότε κατάλαβε πως μονάχα οι ανθρώπινες ψυχές φυλακίζονται….
Και βγήκε έξω πάλι.

Βγήκε έξω, ανέβηκε ψηλά στην ταράτσα, ξεγυμνώθηκε και πέταξε τα βρωμερά της ρούχα στη ρεματιά. Είχε χαθεί ο ήλιος, ρόδιζε ο ουρανός και ανέτειλε ο αποσπερίτης. Ξάπλωσε σε μια σεζλόνγκ που ήταν από καιρό ξεχασμένη εκεί πάνω. Από κείνη τη νυχτιά που χάθηκαν από τον ουρανό τα άστρα και το φεγγάρι. Ώρα πέρασε πολλή, βράδιασε κι αποκοιμήθηκε εκεί, κάτω από έναν καταφώτεινο έναστρο ουρανό. Στην μια του άκρη, μια μικρή χρυσή φετούλα φεγγαριού σαν χαμόγελο ξεπρόβαλλε δειλά. Σαν μια γέννηση συμπαντική παράξενη της φάνηκε πριν τα βλέφαρα της κλείσουν….
Η γέννησή της….

Αιώνες πέρασαν πολλοί, αιώνες αιωνιοτήτων κι άνοιξε τα μάτια της όταν άρχισε πια να γαλαζώνει ο ουρανός πέρα προς το αρχαίο φρούριο….
Η πρωινή δροσιά, της περόνιαζε το γυμνό της σώμα αλλά δεν την ένοιαξε καθόλου. Ίσα ίσα που κατάλαβε πως ζει. Έμεινε εκεί, ως που το ροδοκίτρινο λυκαυγές άρχισε να λευκαίνει και να ξεπροβάλλει σιγά σιγά ο ήλιος….

Και να….. να, ανέτειλε ο ήλιος επιτέλους.
Πόσος πέρασε καιρός!
Πόσος!
Κι ανέτειλε ένας Ήλιος …..
Ένας Ήλιος αλλιώτικος ανέτειλε….
Ένας Ήλιος που δεν έδυσε ξανά….
Ποτέ…..

Καβάλα 11/4/2019

Διαβάστε επίσης