• 30 Απριλίου 2024,

Πατρογονικό…

 Πατρογονικό…

 

Οι άνθρωποι πεθαίνουμε. Στη διαδρομή προς το τέρμα όλοι γινόμαστε κάτι. Γονείς, δολοφόνοι, σοφότεροι, ποιητές… Για δυο τέτοιους ποιητές-μια νέα και έναν παλιό, αναντίστοιχα με τις ηλικίες τους-  γράφεται αυτό το σημείωμα. Και μάλιστα για την ευτυχή στιγμή της συνήχησής τους. Αναφέρομαι (με την ευγνωμοσύνη εκείνου που δέχτηκε το διπλό δώρο του αναγνώστη και του θεατή) στη Βιογραφία του Πατρογονικού. Ας ξεκινήσω από την «πλαγιαστή» εκδοχή της, το βιβλίο, δηλώνοντας εξαρχής ότι το κριτικό σημείωμα του κ. Βατόπουλου («Το σπίτι που βιογραφεί την Καβάλα», η Καθημερινή [online], 27 Αυγούστου 2016) με εκφράζει απόλυτα. Γράφω ωστόσο, γιατί θα ήθελα να τονίσω λίγο παραπάνω το θεμελιακό σημείο, αυτό που διαφοροποιεί το βιβλίο από μια κομψή;/χαριτωμένη;/ευχάριστη καταγραφή κάποιων αναμνήσεων που απλά βρήκαν το δρόμο για το τυπογραφείο, έγιναν βιβλίο και «ζήσανε όλοι καλά και εμείς καλύτερα». Όχι, δεν πρόκειται για ένα από αυτά τα βιβλία, όσο και αν τα στοιχεία της ζωής της Μάγκυς Κριθαρέλλη μπορεί να οδηγήσουν κάποιον που τα ξέρει ή θα επιδιώξει να τα μάθει, να υποθέσει, και μάλιστα καλόπιστα, κάτι τέτοιο. Και αυτό γιατί, ενώ το ίδιο το γεγονός της γραφής,  η ελευθερία δηλαδή του «ένα ίσον όλα» και  η σχέση της συγγραφέως με τα γραφόμενα -το «πατρογονικό», θα επέτρεπαν αν όχι θα επέβαλαν αυτό το χειρισμό του θέματος σε πολλούς νεόκοπους στο γράψιμο, η ευφυής και γενναιόδωρη επιλογή της αναφοράς και στην άλλη οικογένεια, αυτήν που προηγήθηκε στο πατρογονικό-   όταν δηλαδή ήταν σπίτι αλλά όχι ακόμη πατρογονικό, καθιστά τη Βιογραφία Μικροϊστορία. Δεν πρόκειται πια για τη  μικρή ιστορία ενός σπιτιού και των κάδρων του, αλλά για την ιστορία μιας τάξης πραγμάτων που γεννήθηκε, εδραιώθηκε και ξέφτισε μέσα και, κυρίως, έξω από τους τοίχους του, πρόκειται για μια «σε ζωντανή αναμετάδοση» «αλλαγή παραδείγματος», πρόκειται εντέλει  για ένα ιστορικό περιστατικό που δεν διαβάζεται μεμονωμένα αλλά συνδεδεμένο με το πολιτισμικό σύμπαν της «παραλίου πόλεως Καβάλας». Φυσικά, αβίαστα, με «μετρημένο» συναίσθημα, επιτρέποντας στον αναγνώστη να διαβάσει με τα δικά του βιώματα ενεργοποιημένα και σε διάλογο με αυτά του «πατρογονικού» και, πάνω και περισσότερο απ’ όλα, με ενσυναίσθηση και ανθρωπιά, ιδιότητες που στην καθημερινότητά μας ελλείπουν μέχρις εξαφανίσεως. Εδώ ας μου επιτραπεί ένα πιο προσωπικό σχόλιο: χωρίς να θέλω να αδικήσω κανένα από τα άλλα μέλη της οικογένειας,  γι’ αυτήν ακριβώς την ανθρωπιά ήταν αγαπητός από «εχθρούς και φίλους» ο πατέρας της συγγραφέως.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία διατηρήθηκαν και αναδείχθηκαν «ποιητικώ τω τρόπω» και στην «όρθια» εκδοχή της Βιογραφίας, το θεατρικό που μας δώρισε ο Θοδωρής Γκόνης, επεξεργαζόμενος δραματουργικά το βιβλίο. Αλλά αν επρόκειτο μόνο γι’ αυτό (που, μεταξύ μας δεν είναι καθόλου «λίγο») τότε αυτό το σημείωμα θα ήταν απλά πλεονασμός, με δεδομένη τη θετική ανταπόκριση του κοινού στο έργο. Η θεατρική μετεγγραφή τής Βιογραφίας δεν είναι απλά η μεταφορά τής  ανάγνωσης του Θ. Γκόνη στο σανίδι αλλά μια εκ νέου συγκρότηση, με (ευτυχώς) πολύ χώρο για τις εμπνεύσεις και τα συναισθήματά του, η οποία «επικαθορίζει» το βιβλίο, αναδεικνύει άλλες ισορροπίες στη σχέση των γεγονότων, «ξεσκαρτάρει» το κείμενο από τα (θεατρικώς) περιττά (π.χ. την αναφορά στους ενοικιαστές του ισογείου του σπιτιού), αποφεύγει το καταγραφικό κομμάτι (που αποτελεί υπαρκτική συνθήκη για το βιβλίο), χρησιμοποιεί οργανικά τα ντοκουμέντα (π.χ. χειρόγραφο Σούλα), περιορίζει την αυτοαναφορικότητα (επίσης υπαρκτική συνθήκη του βιβλίου) χρησιμοποιώντας μια γυναίκα έναν άντρα (και αργότερα ένα παιδί) ως αφηγητές-πρωταγωνιστές, επικαιροποιεί συναισθηματικά τα προσωπικά βιώματα της συγγραφέως συνδέοντάς τα με τα ουσιαστικά «συμφραζόμενα» (εκείνα που αν έλειπαν τα πράγματα θα ήταν αλλιώς, το πλαίσιο της εποχής αν αγαπάτε) -υπέροχη η «μακριά» σκηνή της Θείας Λένας, φωτίζει και αναδεικνύει σε πρωταγωνιστικά τα «σκιασμένα» μέρη του βιβλίου-  ο χτύπος-ιστορία του ρολογιού, «ορθώνει» το γραπτό κείμενο σε ρέοντα, προφορικό και στη συνέχεια σε θεατρικό λόγο που, ανάμεσα σε άλλα, «ξαναστέλνει» το θεατή στη Βιογραφία με σκευή αυτήν τη ματιά, και μας δείχνει (για μια ακόμα φορά), μέσα σε 70 περίπου λεπτά και σε ένα υπέροχο σκηνικό, πόσο απολαυστικό μπορεί να είναι το Θέατρο (με το Θ σκοπίμως κεφαλαίο). Και ενώ όλα βαίνουν καλώς, βάζοντας σε αρχή και τέλος αυτόν τον χτύπο του ρολογιού, απογειώνει αυτήν τη συγκεκριμένη έκταση χρόνου, την προεκτείνει στο άπειρο ως ένα διαρκές παρόν, ένα είδος «μελαγχολικής» αθανασίας  -το ρολόι θα εξακολουθήσει να χτυπάει, απλά «τώρα» δεν θα είμαστε εμείς εκεί αλλά κάποιοι άλλοι…

Παρακολούθησα την παράσταση όπως ακριβώς υπονοεί η παραπάνω πρόταση- χωρίς τελεία και κατά το πλείστον συγκινημένος-δακρυσμένος, όχι εξαιτίας μιας βίαιης συνειδητοποίησης της «οδύνης της ύπαρξης», αλλά με τη χαρμολύπη του μη μετέχοντος και, ταυτοχρόνως, του μετέχοντος στα γεγονότα παρατηρητή.

Ευχαριστώ κ. Κριθαρέλλη, ευχαριστώ (για ακόμα μια φορά) κ. Γκόνη.

 

Θανάσης Τσιρταβής

Ένας Καβαλιώτης της Αθήνας

Διαβάστε επίσης