Σχετικά με τη μετάλλαξη της επιθυμίας

 Σχετικά με τη μετάλλαξη της επιθυμίας

Η έννοια της επιθυμίας δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια πάντα θετική ένταση και η σφαίρα της δεν μπορεί να περιοριστεί στη σεξουαλική της διάσταση.

Άλλωστε, η επιθυμία, γράφει ο Φράνκο Μπεράρντι Μπίφο, Franco Berardi Bifo, μπορεί να κλειστεί μέσα της και να προκαλέσει αποτελέσματα βίας και καταστροφής. Είναι αυτό που συμβαίνει στην εποχή της νεοφιλελεύθερης επιτάχυνσης και της ψηφιακής επιτάχυνσης, στην οποία προστέθηκε το τραύμα, το οποίο σύντομα αποσύρθηκε, το μετακινήσαμε, της πανδημίας: για να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την έλλειψη κινήτρων για συλλογική δράση σήμερα, θα πρέπει να μάθουμε να σκάβουμε και μέσα στη σύγχρονη συναισθηματικότητα, που χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από μια μείωση της επαφής και την απώλεια του αισθήματος της βαθιάς συνενοχής που καθιστά την κοινωνική ζωή ανεκτή

Dipinto di Giulia Crastolla, artista brindisina

Άρχισα να διαβάζω τον Felix Guattari το 1974. Ήμουν σε έναν στρατώνα στη νότια Ιταλία, όταν η στρατιωτική θητεία ήταν υποχρεωτική για νέους υγιείς άντρες, αλλά το να υπηρετώ την πατρίδα γρήγορα με ενόχλησε, και έψαχνα διέξοδο όταν ένας φίλος μου πρότεινε να διαβάσω εκείνον τον γάλλο φιλόσοφο που συνιστούσε την τρέλα ως οδό διαφυγής. Διάβασα λοιπόν το Ένας τάφος για τον Οιδίποδα. Ψυχανάλυση και εγκαρσιότητα Una tomba per Edipo. Psicoanalisi e trasversalità που εκδόθηκε από τον Bertani, και άντλησα έμπνευση από αυτό για μια δράση τρέλας. Ο συνταγματάρχης της ψυχιατρικής κλινικής με αναγνώρισε ως τρελό και έτσι επέστρεψα σπίτι, [το ίδιο συνέβη και με εμένα, τον Μιχάλη, χωρίς να έχω διαβάσει τον φιλόσοφο].

Από εκείνη τη στιγμή ένιωθα τον Felix Guattari ως φίλο του οποίου οι προτάσεις μπορούν να βοηθήσουν να ξεφύγεις από κάθε είδους στρατώνα, [κι εγώ τον ένιωσα φίλο από την στιγμή που είδα την υπογραφή του στο γνωστό κείμενο των γάλλων διανοουμένων το ’77].

Το 1975, εξέδωσα το πρώτο τεύχος ενός περιοδικού με τίτλο A/traverso, που μετέφραζε σχιζοαναλυτικές έννοιες στη γλώσσα του κινήματος των φοιτητών και των νεαρών εργαζομένων που ονομαζόταν Αυτονομία.

Το 1976, με μια ομάδα φίλων, άρχισα να εκπέμπω στον πρώτο ελεύθερο ιταλικό ραδιοφωνικό σταθμό, το Radio Alice. Η αστυνομία επενέβη για να κλείσει το ραδιόφωνο κατά τη διάρκεια της τριήμερης εξέγερσης των φοιτητών της Μπολόνια, μετά τη δολοφονία του Francesco Lorusso. Το κίνημα της Μπολόνια του 1977 χρησιμοποιούσε την έκφραση «επιθυμητική αυτονομία», “autonomia desiderante”, και η μικρή ομάδα των συντακτών του ραδιοφώνου και του περιοδικού περιέγραφαν τους εαυτούς τους ως «εγκαρσιαστές», [εγώ, ο Μιχάλης, ήδη είχα ξεκινήσει μια διαφορετική διαδρομή μέσα στον χώρο της Αυτονομίας].

Η αναφορά στον μεταστρουκτουραλισμό ήταν ρητή στις δημόσιες διακηρύξεις, στα φυλλάδια, στα συνθήματα της άνοιξης του ’77. Είχαμε διαβάσει τον Αντι-Οιδίποδα, δεν τον είχαμε καταλάβει και πολύ, αλλά μια λέξη μας είχε χτυπήσει: η λέξη «επιθυμία».

Καταλάβαμε καλά αυτό το σημείο: η μηχανή της διαδικασίας υποκειμενοποίησης είναι η επιθυμία. Πρέπει να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε με όρους «υποκειμένου», πρέπει να ξεχάσουμε τον Χέγκελ και την όλη αντίληψη της υποκειμενικότητας ως κάτι προσυσκευασμένο που είναι απλώς θέμα οργάνωσης. Δεν υπάρχει υποκείμενο, υπάρχουν ροές επιθυμίας που διασχίζουν οργανισμούς που είναι ταυτόχρονα βιολογικοί, κοινωνικοί και σεξουαλικοί. Και με επίγνωση, φυσικά. Αλλά η συνείδηση ​​δεν είναι κάτι που μπορεί να θεωρηθεί καθαρό, απροσδιόριστο. Η συνείδηση ​​δεν υπάρχει χωρίς την αδιάκοπη εργασία του ασυνείδητου, αυτού του εργαστηρίου που δεν είναι ένα θέατρο γιατί εκεί δεν παίζεται μια τραγωδία που έχει ήδη γραφτεί, αλλά μια τραγωδία που διασχίζεται από ροές επιθυμίας που γράφουμε και ξαναγράφουμε συνέχεια.

Από την άλλη η έννοια της επιθυμίας δεν μπορεί να αναχθεί-μειωθεί σε μια πάντα θετική ένταση. Η έννοια της επιθυμίας χρησιμεύει ως κλειδί για την εξήγηση των κυμάτων κοινωνικής αλληλεγγύης και των κυμάτων της επιθετικότητας, για την εξήγηση των εκρήξεων θυμού και της σκλήρυνσης της ταυτότητας.

Εν ολίγοις, η επιθυμία δεν είναι ένα χαρούμενο καλό παιδί, αντιθέτως, μπορεί να μας στρεβλώσει, να μας κλείσει στον εαυτό και στο τέλος να παράγει αποτελέσματα βίας, καταστροφής, βαρβαρότητας.

Η επιθυμία είναι ο παράγοντας της έντασης στη σχέση με τον άλλον, αλλά αυτή η ένταση μπορεί να πάει σε πολύ διαφορετικές έως και αντιφατικές κατευθύνσεις.

ο Guattari μιλάει επίσης για ritornelli, μελωδίες σε επανάληψη για να ορίσει τις σημειωτικές συσχετίσεις που είναι σε θέση να σχετίζονται με το περιβάλλον. Το ritornello είναι μια δόνηση της οποίας η ένταση μπορεί να συνδεθεί με την ένταση αυτού ή εκείνου του συστήματος σημείων, ή μάλλον ψυχοσημειωτικών ερεθισμάτων.

Η επιθυμία είναι η αντίληψη ενός μοτίβου που παράγουμε για να συλλάβουμε τις γραμμές διέγερσης που προέρχονται από τον άλλον (ένα σώμα, μια λέξη, μια εικόνα, μια κατάσταση) και να δικτυωθούμε με αυτές τις γραμμές.

Με τον ίδιο τρόπο η σφήκα και η ορχιδέα, δύο οντότητες που δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, μπορούν να παράγουν χρήσιμες επιδράσεις και για τις δύο.

Η επιθυμία δεν είναι ένα φυσικό γεγονός, αλλά μάλλον μια ένταση που αλλάζει ανάλογα με τις ανθρωπολογικές, τεχνολογικές και κοινωνικές συνθήκες.

Για μια διαμόρφωση, τρόπο παρουσίασης της επιθυμίας

Λοιπόν το θέμα είναι να προβληματισθούμε για την έννοια της επιθυμίας στο πλαίσιο της σημερινής εποχής, μιας εποχής που μπορεί να οριστεί ξεκινώντας από τη νεοφιλελεύθερη επιτάχυνση και την ψηφιακή επιτάχυνση.

Η νεοφιλελεύθερη οικονομία έχει επιταχύνει το ρυθμό της εργασιακής εκμετάλλευσης, ιδιαίτερα της γνωστικής εργασίας, η συνδετική ψηφιακή τεχνολογία έχει επιταχύνει την κυκλοφορία της πληροφορίας και κατά συνέπεια έχει εντείνει στο άκρο τον ρυθμό της σημειωτικής διέγερσης που είναι ταυτόχρονα νευρική διέγερση.

Αυτή η διπλή επιτάχυνση είναι η αφετηρία και η αιτία της εντατικοποίησης της παραγωγικότητας που κατέστησε δυνατή την αύξηση του κέρδους και της συσσώρευσης κεφαλαίου, αλλά είναι επίσης η αρχή και η αιτία της υπερεκμετάλλευσης του ανθρώπινου οργανισμού, ιδιαίτερα του εγκεφάλου. Έχουμε λοιπόν καθήκον να διακρίνουμε τις επιπτώσεις που έχει παράξει αυτή η υπερεκμετάλλευση στην ψυχική ισορροπία και την ευαισθησία των ανθρωπίνων όντων ως ατόμων αλλά κυρίως ως κοινότητας, συλλογικότητας.

Ειδικότερα, είναι θέμα προβληματισμού για τη μετάλλαξη που έχει περιβάλλει την επιθυμία, λαμβάνοντας υπόψη το τραύμα που έχει προκαλέσει η εμπειρία της πανδημίας στο συλλογικό ψυχικό. Ο ιός ίσως έχει διαλυθεί, η μόλυνση ίσως έχει θεραπευτεί, αλλά το τραύμα δεν εξαφανίζεται από τη μια μέρα στην άλλη, κάνει τη δουλειά του. Και το έργο του τραύματος εκδηλώνεται με ένα είδος φοβικής ευαισθητοποίησης στο σώμα του άλλου, ειδικότερα στο δέρμα, τα χείλη, το φύλο, το σεξ, τον έρωτα.

Κατά τη διάρκεια των δύο δεκαετιών του νέου αιώνα, διάφορες έρευνες έχουν δείξει ότι η σεξουαλικότητα αλλάζει με βαθύ τρόπο, και το ιικό σοκ δεν έκανε άλλο από το να ενισχύσει αυτή την τάση που έχει τις ρίζες της στον τεχνο-ανθρωπολογικό μετασχηματισμό των τελευταίων τριάντα ετών.

Στο βιβλίο I-Gen (Why Today’s Super-Connected Kids Are Growing Up Less Rebellious, More Tolerant, Less Happy–and Completely Unprepared for Adulthood–and What That Means for the Rest of Us? (2017) η Jean Twenge αναλύει τη σχέση μεταξύ της συνδετικής τεχνολογίας και της αλλαγής στην ψυχική και συναισθηματική συμπεριφορά των γενεών που σχηματίστηκαν σε ένα αριθμητικού και συνδετικού τύπου τεχνο-γνωστικό περιβάλλον.

Έχω αποκτήσει τη συνήθεια να ορίζω τους ανθρώπους που ήρθαν στον κόσμο μετά τις αρχές του αιώνα ως τη γενιά που έμαθε περισσότερα για την θηλή από μια μηχανή παρά από τη μοναδική φωνή ενός ανθρώπινου όντος.

Κατά τη γνώμη μου, αυτός ο ορισμός είναι χρήσιμος για την κατανόηση του βάθους της μετάλλαξης που αναλύουμε: γνωρίζουμε από τον Φρόιντ ότι η πρόσβαση στη γλώσσα μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο ξεκινώντας από τη συναισθηματική διάσταση.

Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε τι γράφει ο Agamben στο βιβλίο Το λεξιλόγιο και ο θάνατος, Il linguaggio e la morte: Η φωνή είναι το σημείο συνάντησης μεταξύ της σάρκας και της αίσθησης, μεταξύ του σώματος και του νοήματος. Η φεμινίστρια φιλόσοφος Luisa Muraro, υπαινίσσεται, επιπλέον, suggerisce ότι η εκμάθηση του νοήματος σχετίζεται με την εμπιστοσύνη του παιδιού στη μητέρα. Πιστεύω ότι μια λέξη σημαίνει αυτό που σημαίνει επειδή μου το είπε η μητέρα μου, δημιούργησε μια σχέση μεταξύ του αντιληπτού αντικειμένου και μιας έννοιας που το σημαίνει. Το ψυχικό θεμέλιο της απόδοσης του νοήματος βασίζεται σε αυτή την αρχέγονη πράξη συναισθηματικού μοιράσματος, γνωστικής συν-εξέλιξης που εγγυάται η μοναδική δόνηση μιας φωνής, ενός σώματος, μιας ευαισθησίας.

Mα τότε τι συμβαίνει όταν η μοναδική φωνή της μητέρας -ή ενός άλλου ανθρώπινου όντος δεν έχει σημασία- αντικαθίσταται από μια μηχανή; Τότε, η έννοια του κόσμου αντικαθίσταται από τη λειτουργικότητα των σημείων που μας επιτρέπουν να λαμβάνουμε λειτουργικά αποτελέσματα, ξεκινώντας από την πρόσληψη και την ερμηνεία σημείων που στερούνται οποιουδήποτε συναισθηματικού βάθους και επομένως οποιασδήποτε οικείας βεβαιότητας. Η έννοια της επισφάλειας εδώ δείχνει την ψυχολογική και γνωστική της έννοια ως αποδυνάμωση και απο-ερωτισμό της σχέσης με τον κόσμο. Ο ερωτισμός ως σαρκική ένταση της εμπειρίας, και η επιθυμία στη (μη εξαντλητική) σχέση της με τον ερωτισμό αμφισβητούνται, βρίσκονται εν αμφιβόλω.

Επιθυμία και σεξουαλικότητα

Γενικά συνδέουμε την επιθυμία με τη σάρκα, με τη σεξουαλικότητα, με το σώμα που πλησιάζει το άλλο σώμα. Πρέπει όμως να τονιστεί ότι η σφαίρα της επιθυμίας δεν μπορεί να περιοριστεί στη σεξουαλική της διάσταση, ακόμα κι αν αυτός ο υπαινιγμός είναι εγγεγραμμένος στην ιστορία, την ανθρωπολογία και την ψυχανάλυση. Η επιθυμία δεν ταυτίζεται με τη σεξουαλικότητα, και τελικά μπορεί κάποιος να συλλάβει μια σεξουαλικότητα χωρίς επιθυμία.

Στην έννοια και την πραγματικότητα της επιθυμίας υπάρχει κάτι περισσότερο από το σεξ, όπως μας δείχνει η φροϋδική έννοια της εξάγνισης-εξύψωσης, που αφορά τις μη άμεσα σεξουαλικές επενδύσεις της ίδιας της επιθυμίας.

Η πανδημία έχει ολοκληρώσει μια διαδικασία απο-σεξουαλοποίησης της επιθυμίας που προετοιμάζονταν εδώ και πολύ καιρό, απ’ όταν η επικοινωνία μεταξύ συνειδητών και ευαίσθητων σωμάτων στο φυσικό χώρο έχει αντικατασταθεί από την ανταλλαγή σημειωτικών ερεθισμάτων απουσία του σώματος. Αυτή η απο-ϋλοποίηση της επικοινωνιακής ανταλλαγής δεν έχει σβήσει την επιθυμία, αλλά έχει μετακινήσει την επιθυμία σε μια καθαρά σημειωτική (ή μάλλον υπερσημειωτική) διάσταση. Στη συνέχεια, η επιθυμία αναπτύχθηκε σε μια μη σεξουαλική κατεύθυνση, ή αν θέλουμε μετασεξουαλική, η οποία εκδηλώθηκε στην κατάσταση της απομόνωσης που η πανδημία κατέστησε τακτική-κανονική και σχεδόν θεσμοθετημένη. Όλο το θεωρητικό και πρακτικό σώμα της ψυχολογίας, της ψυχανάλυσης, ακόμη και της πολιτικής πρέπει να επανεξεταστούν γιατί η υποκείμενη υποκειμενικότητα έχει ανατραπεί και μεταμορφωθεί αμετάκλητα.

Ο Ιταλός ψυχαναλυτής Luigi Zoja δημοσίευσε ένα βιβλίο για την εξάντληση (και την τάση εξαφάνισης) της επιθυμίας (πράγματι, ο τίτλος είναι Η παρακμή της επιθυμίαςIl declino del desiderio). Είναι ένα κείμενο γεμάτο με πολύ ενδιαφέροντα δεδομένα για τη δραματική μείωση της συχνότητας των σεξουαλικών επαφών και γενικότερα του χρόνου που αφιερώνεται στην επαφή, στις σχέσεις πρόσωπο με πρόσωπο. Αλλά η κεντρική υπόθεση του βιβλίου (η εξαφάνιση της επιθυμίας) μου φαίνεται αμφισβητήσιμη. Δεν είναι η ίδια η επιθυμία που εξαφανίζεται, κατά τη γνώμη μου, αλλά μάλλον η σεξουαλική έκφραση της επιθυμίας.

Η φαινομενολογία της σύγχρονης συναισθηματικότητας χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από μια δραματική μείωση της επαφής, της ευχαρίστησης, και της ψυχικής και σωματικής χαλάρωσης που κάνει δυνατή η επαφή δέρμα με το δέρμα. Αυτό οδηγεί σε μια απώλεια αισθησιακής εμπιστοσύνης, μια απώλεια του αισθήματος της βαθιάς συνενοχής που καθιστά την κοινωνική ζωή ανεκτή: την ευχαρίστηση του δέρματος που αναγνωρίζει τον άλλον μέσα από το άγγιγμα, τον αισθησιασμό, τη γλυκιά απόλαυση της οικειότητας του βλέμματος.

Διαστροφή της επιθυμίας και σύγχρονη επιθετικότητα

Η απο-σεξουαλικοποίηση κινδυνεύει πράγματι να μεταμορφώσει την επιθυμία σε μια κόλαση μοναξιάς και ταλαιπωρίας που περιμένει να μπορέσει να εκφραστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Η παράλογη βία που εκρήγνυται όλο και πιο συχνά με τη μορφή ένοπλης και δολοφονικής επίθεσης σε αθώους λίγο πολύ αγνώστους (οι επιθέσεις φονικά ξεσπάσματα, di killing spree που πολλαπλασιάζονται παντού che si moltiplicano dappertutto μετά την Columbine 1999, και των οποίων οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι το κύριο θέατρο) είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου ενός φαινομένου που σε πολιτικό επίπεδο ταρακουνά την ιστορία όλου του κόσμου. Πώς μπορεί να εξηγηθεί η εκλογή ενός υποκειμένου όπως ο Ντόναλντ Τραμπ ή ο Ζαΐρ Μπολσονάρο από το μισό αμερικανικό ή βραζιλιάνικο λαό, παρά μόνο ως μια εκδήλωση απόγνωσης και απέχθειας προς τον ίδιο τον εαυτό;

Η εκλογή ενός ανίδεου ηλίθιου που εκφράζει ανοιχτά ρατσιστικές ή εγκληματικές απόψεις έχει βαθιές αναλογίες (σε ψυχικό αλλά και σε πολιτικό επίπεδο) με τις σφαγές που δεν μπορούν να εξηγηθούν παρά μόνο με όρους επώδυνης άνοιας, αυτοκτονικής επιθυμίας. Αυτά που συνεχίζουμε να αποκαλούμε φασισμό, εθνικισμό ή ρατσισμό δεν μπορούν πλέον να εξηγηθούν με πολιτικούς όρους. Η πολιτική δεν είναι παρά το θεαματικό έδαφος επάνω στο οποίο εκδηλώνονται αυτά τα κινήματα, αλλά η δυναμική της σύγχρονης κοινωνικής επιθετικότητας δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με τις λεγόμενες ιδανικές αξίες του φασισμού του περασμένου αιώνα, με τον εθνικισμό των σύγχρονων αιώνων. Η ρητορική είναι συχνά παρόμοια, αλλά το περιεχόμενο δεν έχει τίποτα πολιτικά ορθολογικό.

Μόνο ο λόγος για τα βάσανα, την ταπείνωση, τη μοναξιά, την απελπισία μπορεί να εξηγήσει το φαινόμενο που σήμερα χαρακτηρίζει πλειοψηφικά την ιστορία του κόσμου στη φάση της εξάντλησης της νευρικής ενέργειας, και εν αναμονή μιας εξαφάνισης που παρουσιάζεται όλο και περισσότερο ως ένας αναπόφευκτος ορίζοντας.

Η γενιά που αυτοπροσδιορίζεται με ειρωνική πικρία ως η «τελευταία γενιά» (ή ακόμα και η γενιά ζήτα), η γενιά που έχει μάθει περισσότερες λέξεις από μια μηχανή παρά από τη φωνή της μητέρας της, ή ενός άλλου ανθρωπίνου όντος, δημιουργήθηκε σε ένα φυσικό περιβάλλον ολοένα πιο ανυπόφορο τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Η επικοινωνία αυτής της γενιάς έχει αναπτυχθεί σχεδόν αποκλειστικά σε ένα τεχνο-εμβυθιστικό περιβάλλον του οποίου η συνοχή είναι καθαρά σημειωτική.

Ετοιμαζόμαστε να ζήσουμε τον ίδιο τον αφανισμό ως μια καθηλωτική προσομοίωση. Η επικοινωνιακή παραγωγή είναι ολοένα και πιο κορεσμένη με τα σημάδια αυτής της απόγνωσης, που λειτουργούν μαζί ως συμπτώματα μια δυσφορίας, αλλά και ως παράγοντες εξάπλωσης της παθολογίας: σκέφτομαι ταινίες όπως το Joker, το Parasite, αλλά και σε παγκόσμιες νεο-τηλεοπτικές σειρές Netflix: Squid Game και χίλια άλλα παρόμοια προϊόντα.

Το ιικό τραύμα του Covid έχει πολλαπλασιάσει την υπερ-σημειωτική επίδραση, αλλά οι τεχνικές και πολιτισμικές συνθήκες υπήρχαν ήδη. Σε αυτό το σημείο όλο αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε αυτή τη μετάλλαξη, και μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε ως μια μετάλλαξη που απο-σεξουαλοποιεί που προσβάλλει την επιθυμία.

Η επιθυμία δεν έπαψε να είναι η κινητήρια δύναμη της διαδικασίας της συλλογικής υποκειμενοποίησης, αλλά αυτή η υποκειμενοποίηση εκδηλώνεται τώρα ως άγχος, ως αυτο-ακρωτηριασμός ή μερικές φορές ως επιθετικότητα, γιατί αποτυγχάνοντας να ανθίσει και να εκφραστεί διαστρέφεται σε επιθετικές μορφές.

Η απο-σεξουαλοποίηση της επιθυμίας, της οποίας τα ίχνη βρίσκουμε παντού, μεταφράζεται σε κοινωνικό επίπεδο σε μια-αποϊστορικοποίηση των λόγων της συλλογικής δράσης. Γινόμαστε μάρτυρες ενός μαζικού φαινομένου απεμπλοκής και εγκατάλειψης: πλειοψηφική αποχή από την πολιτική, εγκατάλειψη, λιποταξία από την δημιουργία, εγκατάλειψη της εργασίας. Αυτό το φαινόμενο πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μιας θεωρητικής ανάλυσης (διαγνωστικής) που να μπορεί να καταστήσει δυνατές στρατηγικές λόγου και πολιτικής δράσης (θεραπεία) οι οποίες μας λείπουν εντελώς αυτή τη στιγμή.

ο Franco «Bifo» Berardi είναι συγγραφέας, φιλόσοφος και πολιτιστικός ταραχοποιός, αγκιτάτορας.

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος    comune.info

Διαβάστε επίσης