Βύσσινο γλυκό 

 Βύσσινο γλυκό 
Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Για όλες τις γριούλες του περασμένου αιώνα, για τις μια φορά μαυροφορεμένες για θάνατο δικού τους προσφιλούς προσώπου και μετά στα μαύρα για όλα τα επόμενα χρόνια τής ζωής τους. Δεν τα έβγαζαν ποτέ τους πια τα ρούχα του πένθους, μέχρι το δικό τους παντοτινό φευγιώ.
Για την Γιωργιά με το καφετί τσεμπέρι και την καστανή λεπτοπλεγμένη κοτσίδα της – άσπρη τρίχα μέχρι τα γεράματά της δεν τόλμησε να βγει – τυλιγμένη γύρω από το κεφάλι της, σαν τους δαφνοστεφανωμένους ολυμπιονίκες προγόνους μας.
Μοσχοβολούσε η γειτονιά όταν φούρνιζε της βδομάδας τα ψωμιά και όταν έψηνε τις πίτες της για την πολυμελή φαμελιά της.
Για την  Ζωγράφω με τις τσέπες τής ποδιάς της – απαραίτητο φορεστικό των γιαγιάδων μας, – πάντα γεμάτες. Γεμάτη η μια τσέπη της μ’εκείνες τις χρωματιστές γυμνές με τα ανάγλυφα λουλουδάκια καραμέλες, και με τις διάφορες γεύσεις: πορτοκάλι, λεμόνι, φράουλα, κεράσι.
Στην άλλη τσέπη της, μικρά  λουκουμάκια προερχόμενα από ολόκληρα λουκούμια, διηρημένα στα τέσσερα, κομμένα από το μαχαίρι του μπάρμπα Χαρίση –  του μπακάλη – ώστε να πολλαπλασιάζεται ο αριθμός τους, καθότι πολλά τα εγγόνια της Ζωγράφως και άλλοι τόσοι οι μικροί μουστερίδες.
Ήταν καλός στον τεμαχισμό και στη διαίρεση ο μπάρμπα Χαρίσης και καλή στον πολλαπλασιασμό η γριά Ζωγράφω.
Για την κυρά Όλγα, που το αρχοντικό της σπίτι, βρισκόταν απέναντι από την πανέμορφη κοινοτική βρύση, στο συναπάντημα των δύο χωματόδρομων, της μεγάλης ανηφόρας που οδηγούσε στο πάρκο με τις καστανιές και του στενού δρομάκου που οδηγούσε στο σπίτι της συμπεθέρας της, της Γιωργιάς. Πάντα γελαστή η Όλγα με τα κατακόκκινα μάγουλά της, τα γιατροσόφια της, τις μυστικές προσευχές και τα άρρητα ξόρκια της. Με τέτοια λόγια μυστικά και με τα μαντζούνια της, γιατροπόρευε και γήτευε τις αρρώστιες των συγχωριανών της.
Στο ξεμάτιασμα δε, καμία δεν την έφτανε.
Για αυτές τις γριές αλλά και για όλες τις γριές, μανάδες και γιαγιάδες μας, που μας παρέδωσαν αυτόν τον κόσμο αφού για χρόνια ολόκληρα τον κουβάλησαν στις ράχες τους, κατά πως κι αυτές τον παρέλαβαν απ’ τις μανάδες τους:
Όμορφο και αμόλυντο.
Για αυτές τις γριές πρέπει να γράφουμε, γι αυτές να μιλάμε κι αυτές να θυμόμαστε, λησμονημένες να μη μείνουν.
Αυτές είναι που κράτησαν ζωντανό αυτόν τον τόπο.
Αυτές κουβάλησαν ξύλα απ’ το βουνό, έπλυναν, σιδέρωσαν, μαγείρεψαν, μας γιατροπόρεψαν.
Σταματημό δεν είχαν. Από την βαριά δουλειά στον κάμπο, πίσω στη λάτρα του σπιτιού και στο νοικοκυριό.
Αυτές ήταν που όταν έξω από την πόρτα τους περνούσες:
” Έλα, κάθησε να σε κεράσω ένα βύσσινο γλυκό και ένα δροσερό νεράκι.”
Γι αυτές και γω μιλώ, για την πίτα της Γιωργιάς, τις καραμέλες και τα λουκουμάκια της Ζωγράφως και για τα ξόρκια της Όλγας.
Γι αυτές τις τρεις γριές και για όλες τις άλλες, τις άγνωστες και ανώνυμες μιλώ, που έζησαν, πάλεψαν και έφυγαν από την ζωή αυτή δίχως ούτε ένα παράπονο.
Για όλες τις γριές της πατρίδας μας, μιλώ.Τις ηρωίδες.
Ίσως θα έπρεπε δίπλα στο μνημείο των πεσόντων σε κάθε χωριό και πόλη της χώρας μας, να στηθεί και μια στήλη με αμάραντα άνθη που να αναγράφει:
“Για τις γριές μας”

Διαβάστε επίσης