• 20 Μαΐου 2024,

Ανακαλύπτοντας την άλλη Καβάλα

 Ανακαλύπτοντας την άλλη Καβάλα

Εισήγηση του αρχαιολόγου και αντιδημάρχου Καβάλας Μιχάλη Λυχούνα, στο Εργαστήριο που έγινε στην Καβάλα στις 19 Νοεμβρίου 2014, στο πλαίσιο του έργου LIMEN για τα πολιτιστικά λιμάνια στη Μαύρη Θάλασσα

 

Η Καβάλα δέχεται πλέον ικανό αριθμό επισκεπτών. Ιδιαίτερα μάλιστα στις ημέρες αιχμής δεν υπάρχουν αρκετές κλίνες στην πόλη και την περιοχή. Πρόκειται τόσο για επισκέπτες ημέρας, στους οποίους θα πρέπει να συμπεριλάβουμε τους επισκέπτες κρουαζιέρας, όσο και για επισκέπτες με σύντομη παραμονή (μία ή δύο διανυκτερεύσεις). Τέλος, υπάρχουν τους καλοκαιρινούς μήνες οι παραθεριστές με έδρα την πόλη ή την περιοχή. Οι τελευταίοι, και μάλιστα εκείνοι με παραμονή στην πόλη περισσότερες από τρεις μέρες, δε φαίνεται να έχουν διάθεση ή ενημέρωση για να εξερευνήσουν και άλλες πτυχές ή περιοχές της πόλης, πέραν της ιστορικής χερσονήσου.
Σκιαγραφώντας το πρόγραμμα του επισκέπτη κρουαζιέρας, εκείνο δηλαδή των λίγων ωρών βλέπουμε πως ο επιβάτης είτε θα έχει κλείσει μιαν οργανωμένη επίσκεψη στους Φιλίππους, την Ξάνθη ή τα Άβδηρα, τώρα πια και στη Αμφίπολη, είτε θα περιηγηθεί στην πόλη. Αν η περιήγηση αυτή δεν είναι οργανωμένη με ξεναγό, η πόλη δεν παρουσιάζεται εν συνόλω. Αντιθέτως, γίνεται αν-τιληπτή ως η παλιά πόλη, η χερσόνησος της Παναγίας. Αυτή δεν ισχύει μόνο για τους επισκέπτες. Στο σχήμα που διαμόρφωσε ο αείμνηστος Γ. Μπακαλάκης, δηλαδή το Νεάπολις-Χριστούπολις-Κα-βάλα έχουν ενταχθεί κατά κύριο λόγο οι εξελίξεις στη χερσόνησο και πολύ λιγότερο το σύνολο του σημερινού αστικού σώματος ακόμη και σε εργασίες ιστορικών και αρχαιολόγων της πόλης. Αναφέ-ρω εδώ δύο εκδόσεις, μία αυτήν με την πρωτοβουλία ενός συλλόγου και μια με πρωτοβουλία του δήμου. Οι συγγραφείς είναι εν μέρει οι ίδιοι, κάτι που ίσως δικαιολογεί και την προσέγγιση.
Η ίδια αντίληψη έχει επίσης οδηγήσει και στην έμφαση στη σήμανση του σχετικού περιπάτου με κα-τάληξη την ακρόπολη. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η συγκεκριμένη επιλογή δεν είναι λανθασμένη. Η χερσόνησος είναι εμφανώς ομορφότερη, ιδιαίτερα για όσους προσεγγίζουν την πόλη από τη θα-λασσα. Τα μνημειακά τείχη, τα κατάλοιπα παλαιότερου αρχιτεκτονικού αποθέματος και το επιβλη-τικό συγκρότημα του Ιμαρέτ είναι από μόνα τους πρόσκληση για επίσκεψη. Παρόλα αυτά είναι εν-διαφέρον πως η σχετική σήμανση, έργο μάλλον της Δημωφέλειας, ξεκινά από το Ιμαρέτ, δεν υπάρ-χει κάτι αντίστοιχο για το σημερινό ναό του Αγ. Νικολάου, μνημείο που έχει χάσει μεγάλο μέρος της παλαιάς του ιστορίας και δεν έχει τόσο επισκέπτες, παρά πιστούς στο εσωτερικό του και επισκέπτες /προσκυνητές στο λεγόμενο βήμα του Αποστόλου Παύλου. Ακόμη όμως και στην περιοχή της Πανα-γίας η πορεία είναι μονόπλευρη, στη δυτική πλευρά. Σπανίως η κάθοδος από το Φρούριο γίνεται από την ανατολική πλευρά που θα οδηγούσε σε προσέγγιση του Υδραγωγείου και του παραδοσια-κού ναυπηγείου, των καλαφατιών. Ούτε όμως αυτό αποτελεί έκπληξη καθώς δεν υπάρχει σήμανση για πορεία διαφορετική από εκείνη της ανόδου, ούτε και ο επισκέπτης έχει στα χέρια του ένα ενημερωτικό χάρτη ή έντυπο με προτεινόμενες πορείες Είναι ξεκάθαρο πως δεν υπάρχει συνοχή και η ενημέρωση έχει γίνει από διάφορους φορείς.
Ας πούμε με την ευκαιρία δύο λόγια για την οικοδομική ιστορία της πόλης και το σημερινό της απόθεμα. Η Νεάπολις, πιθανότατα αποικία των Θασίων και η μεσαιωνική Χριστούπολις βρίσκονται εντός του περιγράμματος των τειχών της αρχαίας πόλης, τα οποία βεβαίως δέχθηκαν αλλεπάλληλες ανακτήσεις, συμπληρώσεις και επιδιορθώσεις. Κατά τούτο τα τείχη αποτελούν ένα αναγνωστικό της ιστορίας της πόλης. Δυστυχώς, λόγω της συνεχούς κατοίκησης δεν υπάρχουν κτιριακά κατάλοιπα από την Αρχαιότητα. Εντυπωσιακά ευρήματα πάντως σώζονται και εκτίθενται στο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης από το τέμενος της Παρθένου για το οποίο δεν υπάρχει σήμανση που θα παρέ-πεμπε και τον επισκέπτη και στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Πριν από λίγα χρόνια με την ευκαιρία της συντήρησης για την επανάχρηση του τεμένους Χαλήλ Μπέη ανασκάφηκαν και διατηρήθηκαν τμή-ματα μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής με ζωή μέχρι τα ύστερα βυζαντινά χρόνια. Έτσι έχουμε το πρώτο και μοναδικό κτίριο από την περίοδο. Από τη μεταγενέστερη περίοδο, την πρώιμη οθωμανι-κή και πάλι δε σώζονται πολλά ή τουλάχιστον δεν προβάλλονται ως τέτοια στον πυρήνα της παλαιάς πόλης. Τόσο το τέμενος του Ιμπραχίμ Πασά (Αγ. Νικόλαος) που αναφέρθηκε παραπάνω, όσο και το παρακείμενο χαμάμ, σημερινά εστιατόρια, αλλά και αυτό το ίδιο το υδραγωγείο δεν προβάλλονται ως δείγματα αυτής της περιόδου. Το αυτό ισχύει και για τη λεγόμενη οθωμανική επέκταση της οχύρωσης, έργο που αποδίδεται στη δεύτερη ή τρίτη δεκαετία του 16ου αι. και είναι έργο είτε του Σελίμ είτε του Σουλεϊμάν.
Η τειχισμένη πόλη σηματοδοτείται από μια σειρά κτισμάτων της ύστερης οθωμανικής περιόδου, θρησκευτικών και κοσμικών. Για παράδειγμα τα κτίρια του 5ου Γυμνασίου και της κατοικίας του στρατηγού είναι ενδιαφέροντα κτίσματα χωρίς καμία σηματοδότηση πέραν της χρήσης του πρώτου κατά τη διάρκεια της επώδυνης βουλγαρικής κατοχής, ιδιαίτερη περίπτωση για τη μνήμη σε διαφο-ρετικά ακροατήρια. Και για το συγκρότημα του Ιμαρέτ υπάρχει ελάχιστη πληροφόρηση, ενώ και για αυτό ακόμη το λεγόμενο κονάκι και το άγαλμά του δεν υπάρχει το παραμικρό. Καμία αναφορά δεν υπάρχει σε κατάλοιπα δημοσίων οθωμανικών κτισμάτων (τζαμιών ή χαμάμ) ούτε βεβαίως μια συγκροτημένη παρουσίαση χαμένων σήμερα κτισμάτων, όπως του Ι.Ν. της Κοιμήσεως της Θεοτό-κου. «…Με άλλα λόγια, και με την εξαίρεση της πληροφόρησης στο φρούριο, ακόμη και αυτή η κατε-ξοχήν τουριστική περιοχή της πόλης, δε διαθέτει ούτε συγκροτημένη πορεία, ούτε και ικανοποιη-τική σήμανση των μεμονωμένων μνημείων. Το πρόβλημα της ενοποίησης της σήμανσης έχει ήδη εντοπιστεί με ακριβή (σε χρήμα) μελέτη και δεν θα μας απασχολήσει παρά στο τέλος…»
Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι να βλέπουμε αρκετούς πραγματικά και μεταφορικά χαμένους επι-σκέπτες στην πόλη με κάποιους υποτυπώδεις χάρτες και χωρίς διαδρομές. Για το ερώτημα, ποιες άλλες επισκέψεις μπορούμε να διαμορφώσουμε για τον επισκέπτη της πόλης θα μπορούσαμε να διαμορφώσουμε κάποιες διαδρομές.
Με δεδομένη τη συγκλονιστική παρουσία του καπνού στην πόλη, η πρώτη σκέψη είναι η διαδρομή του καπνού. Με την υπάρχουσα υποδομή μια προτεινόμενη πορεία είναι αυτή που θα περιλαμβά-νει το συγκρότημα του δημαρχείου (ένδειξη της ισχύος των επιχειρηματιών), τις καπναποθήκες της οδού Φιλίππου, την άνοδο στο συγκρότημα των καπναποθηκών Schinazi, του οποίου ο όγκος είναι εντυπωσιακός και δίνει την αίσθηση του δυναμισμού του κλάδου με τη σωστή ενημέρωση για τις διεθνείς προεκτάσεις του καπνεμπορίου. Η διαδρομή θα καταλήγει στο μουσείο καπνού, όπου και αν βρίσκεται αυτό. Μετά το μουσείο προτείνεται η επίσκεψη στη Δημοτική Καπναποθήκη (αν δεν έχει μεταφερθεί εκεί το μουσείο), το Εμπορικό Κέντρο και ίσως το Zara, τα οποία θα παρουσιάζονται ως προτάσεις επανάχρησης του αρχιτεκτονικού αποθέματος που σχετίζεται με το καπνό. Μια τέτοια διαδρομή με την επίσκεψη στο μουσείο, ακόμη και το σημερινό προσεγγίζει τις τρεις / τέσσερις ώρες.
Η δεύτερη είναι η διαδρομή του 19ου και των αρχών του 20ου αι. Σε αυτήν ο επισκέπτης θα προ-σπαθήσει να ιχνηλατήσει την πόλη μετά το Τανζιμάτ, δηλαδή την πόλη που προσπαθούσε να διαμορφώσει το σύγχρονο πρόσωπό της, ιδιαίτερα μετά την εκτός των τειχών επέκταση από το 1864. Σε αυτή τη διαδρομή προτείνεται η διαδρομή από τη Βενιζέλου στο κτήριο του Ωδείου, από εκεί στο Ι.Ν. του Αγ. Ιωάννου, ως τον πρώτο ναό εκτός των τειχών με αναφορά στο παρακείμενο νεκροταφείο, επιστροφή από τη Φιλίππου με παρουσίαση των σπιτιών με επιρροές Art Nouveau, παρουσίαση της καπναποθήκης της Νομαρχίας επί της Φιλίππου με τα εκλεκτικιστικά στοιχεία και κατόπιν των δύο άλλων καπναποθηκών. Ακολουθεί το σύνολο της οδού Κύπρου (μέγαρο Τόκκου, Μεγάλη Λέσχη, Συγκρότημα Δημαρχείου, Καθολική Εκκλησία). Με μικρή στάση στη Δημοτική Καπναποθήκη η πορεία μπαίνει στην Ομόνοια από την Τράπεζα της Ελλάδος, όπου γίνεται αναφορά στην Εβραϊκή κοινότητα. Η πορεία συνεχίζεται στην Ομόνοια μέχρι τα δικαστήρια (οθωμανικό διοικητήριο) και από απόσταση παρουσιάζονται τα κτίρια του Γυμνασίου αρρένων, ως τελευταία μεγάλα έργα της οθωμανικής διοίκησης.
Περίπου με την ίδια λογική αλλά με κέντρο τις κοινότητες μπορεί να διαμορφωθεί η διαδρομή των κοινοτήτων. Ξεκινώντας από το τέμενος του Ιμπραήμ Πασά, ανεβαίνουμε στο Ναό του Αγ. Γεωργίου, πρώην τζαμί και μπαίνουμε στην Εβραϊκή γειτονιά με το σχολείο (νυν Λύκειο Ελληνίδων), επίσκεψη στο σπίτι με την εβραϊκή χρονολογία επιστροφή στην οδ. Ομονοίας, μέσω της Π. Μελά όπου θα σηματοδοτείται η συναγωγή, επίσκεψη στο Ι.Ν. Αγ. Παύλου, όπου και παρουσιάζεται ο ναός και η σχέση του με την Κωνσταντινούπολη και τα ρεύματα της εποχής. Η πορεία θα συνεχίζεται προς τη Μητρόπολη και το 12ο Δημοτικό Σχολείο με τη Μεγάλη Λέσχη, όπου θα γίνεται η αναφορά στο εκπαιδευτικό σύστημα των κοινοτήτων και θα καταλήγει στο μνημείο του Ολοκαυτώματος, το οποίο ελπίζω να έχει τοποθετηθεί μέχρι τις αρχές Μαρτίου.
Μια ακόμη διαδρομή είναι αυτή των μουσείων. Σε αυτή θα γίνεται η αναφορά του αρχαιολογικού, του μουσείο καπνού και αυτού του Μοχάμετ Άλι στην Παναγία.
Μια ιδιαίτερη περίπτωση με αυτοκίνητο, θα είναι η διαδρομή των προσφύγων. Σε αυτή θα γίνεται αναφορά στο φαινόμενο της Ανταλλαγής και την εγκατάσταση των προσφύγων. Θα υπάρχει με αυτοκίνητο επίσκεψη σε δύο συνοικισμούς και κατόπιν συνεννόησης στο μουσείο Μικρασιατικού Ελληνισμού ή αν κάποιος έχει το χρόνο να επισκέπτεται τη συλλογή της Ν. Καρβάλης.
Οι παραπάνω προτάσεις αφορούν αποκλειστικά την εκτός των τειχών πόλη και δεν είναι σε καμία περίπτωση οι μόνες δυνατές. Μπορούν να γίνουν συνδυασμοί και βεβαίως ανατροπές. Το κέντρο της πόλης είναι μικρό και σε κάθε πορεία μπορούν να υπάρξουν αφορμές για ερωτήσεις. Για τούτο και πρέπει να γίνει και ένας μικρός οδηγός του κέντρου με αναφορές στα ιδιαίτερα κτίρια του. «…Στόχος ωστόσο παραμένει να μην παίρνει ο επισκέπτης την οδό Ομονοίας ως εμπορικό δρόμο, αλλά να ανακαλύπτει πράγματα και να οδηγείται σε νέους προορισμούς, αλλά και να οδηγήσουμε τους επι-σκέπτες εκτός του πεζόδρομου συντεταγμένα, αλλά και το αντίστροφο, με την ευκαιρία του πολιτισμού να εισάγουμε τον επισκέπτη στο εμπορικό κέντρο της πόλης…»
Τα μέσα μπορεί να είναι από συμβατικά, έντυπα έως και σύγχρονες εφαρμογές σε ηλεκτρονική μορφή. Ιδιαίτερα δεδομένης της απώλειας αρχιτεκτονικού αποθέματος, μπορούμε να χρησιμοποιή-σουμε το φωτογραφικό υλικό που υπάρχει. Θα πρότεινα τη μέθοδο του μουσείου της Άννα Φράνκ στο ‘Αμστερνταμ, όπου ο περιηγητής έχει στο κινητό του στιγμιότυπα από τις γειτονιές εβραϊκού ενδιαφέροντος. Το υλικό μάλιστα την περίπτωση της Καβάλας υπάρχει σε έντυπη μορφή, οπότε η πρωτογενής έρευνα μπορεί να διευκολυνθεί. Αναφέρω χαρακτηριστικά την εργασία της Σαπφούς Αγγελούδη-Ζαρκάδα.
Για τα μνημεία θα πρότεινα δύο λύσεις. Η πρώτη είναι οι συμβατικές δίγλωσσες ή στην περίπτωσή μας τρίγλωσσες επιγραφές. Στην εκτός των τειχών Καβάλα υπήρξαν κάποιες πολύ περιληπτικές δί-γλωσσες πινακίδες και μάλιστα ορισμένες σε σημεία που δεν αναγνωρίζονται άμεσα. Στη Θεσσαλο-νίκη υπάρχει μια προσπάθεια σε εξέλιξη με την τοποθέτηση μιας σειράς πινακίδων με εικαστικό εν-διαφέρον. Η πρόταση αυτή έχει δύο προβλήματα. Το πρώτο, κλασικό ελληνικό, είναι ο βανδαλι-σμός, ακόμη και σε πολύ κεντρικά σημεία της πόλης (π.χ. ρωμαϊκή αγορά), όπου θα περίμενε κανείς πως η συνεχής παρουσία ανθρώπων θα εμπόδιζε αυτή την αντικοινωνική συμπεριφορά. Το δεύτερο που βρίσκω και ουσιαστικότερο είναι η απουσία ενός ιστού που θα σε οδηγούσε από τη μία πινακίδα στην άλλη. Έτσι για παράδειγμα η περιοχή της Φράγκων και ιδιαίτερα το σημερινό Κρατικό Ωδείο Β. Ελλάδος δεν αποτελεί προορισμό και δύσκολα θα έφθανε ο επισκέπτης χωρίς να γνωρίζει κάτι για την ιστορία και την περιοχή, γεγονός που συνεπάγεται πως η πινακίδα για τον επισκέπτη εί-ναι εντέλει άχρηστη. Άρα η τοποθέτηση πινακίδας για παράδειγμα στο συγκρότημα καπναποθηκών Schinazi θα παραμείνει άχρηστη, αν δε υπάρξει τρόπος για να προσελκύσεις τον επισκέπτη μέχρι εκεί. Για τούτο είναι αναγκαία η συνέργεια με τα έντυπα.
Ο δεύτερος τρόπος είναι η νέα τεχνολογία. Με μια εφαρμογή στο κινητό, ο επισκέπτης ακολουθεί τη διαδρομή και σε κάθε σημείο βρίσκει ένα ολογράφημα και μπορεί να πάρει τις πληροφορίες σε περισσότερες από τις τρεις προτεινόμενες σε αυτό το πρόγραμμα γλώσσες.
Σε κάθε περίπτωση, παραμένει ανάγκη να σημανθεί και να ενταχθεί στο επισκέψιμο απόθεμα της πόλης το εκτός των τειχών τμήμα της. «…Για να μην υπάρξει ωστόσο παρεξήγηση, τα μνημεία του παρελθόντος δε θα «ξεπλύνουν» το επίπεδο ζωής και υπηρεσιών της σύγχρονης πόλης. Και μόνο το γεγονός πως δυστυχώς δεν έχουμε να επιδείξουμε ένα κτίσμα ιδιαίτερης αξίας που να κατασκευάστηκε από το κράτος ή ιδιώτες τα τελευταία 100 χρόνια αποδεικνύει πως μάλλον δεν είμαστε οι καλύτεροι διαχειριστές…» Ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον με μικρές επεμβάσεις να αναβαθμίσουμε το περιβάλλον ώστε οι επισκέπτες να μη περπατούν με το κεφάλι σκυμμένο κάτω για την αποφυγή δυσωδών επισκεπτηρίων από αδέσποτα, ας δώσουμε λίγο χρώμα με φύτευση λουλουδιών στους λίγους χώρους πρασίνου, ας επιβάλλουμε στοιχειώδεις κανόνες στάθμευσης για να μην εμποδίζεται περεταίρω το περπάτημα και ιδιαίτερα για τα άτομα με κινητικές δυσκολίες. Με άλλα λόγια, ας ομορφύνουμε την πόλη στα μικρά. Γιατί ας μη γελιέται κανείς, δεν υπάρχουν όμορφες και ενδιαφέρουσες πόλεις για τους επισκέπτες και άσχημες για τους κατοίκους!

Διαβάστε επίσης