• 19 Μαΐου 2024,

Η Ιστορία

 Η Ιστορία

Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής

 

Ο μήνας της Ήρας ήταν φέτος πιο ζεστός, θαρρείς. Εφτάμισι πρωί, παράθυρα ολάνοιχτα και η ατμόσφαιρα της αίθουσας τον έπνιγε. Ήθελε να τελειώσει γρήγορα, να φύγει και να ξεμπερδεύει. Μελέτησε τα θέματα στο φωτοαντίγραφο που μόλις πριν ένα λεπτό τους είχανε μοιράσει. Όλα του ήτανε γνωστά. Έκλεισε μια στιγμή τα μάτια, χαμογέλασε. Από μακριά ακουγόταν ένα παλιό τραγούδι, μάλλον από ραδιόφωνο: «Πέτρα την πέτρα ολημερίς πηδώ και δε σε φτάνω, ήλιε μου, πόσο είσαι απάνω και δόξα τω Θεώ». Άνοιξε τα μάτια στο μαλακό βήξιμο του επιτηρητή.
Σκέφτηκε πρώτα να τα γράψει με τη σειρά που διατυπώνονταν από την Κεντρική Επιτροπή Γενικών Εξετάσεων, όλους αυτούς που οι υπογραφές τους, άλλες απλές μονογραφές και άλλες «πρωθυπουργικές», έκλειναν τη φωτοτυπημένη σελίδα του φωτοομοιοτυπικού μηχανήματος, του «φαξ» ντε… Πιθανολογούσε πως οι βαθμολογητές θα παρατηρούσαν και θα εκτιμούσαν το ότι οι απαντήσεις του στα θέματα θ΄ ακολουθούν τη φυσιολογική σειρά: 1, 2, 3, 4… Και ίσως γι΄ αυτό θα συγχωρούσαν κάποια τυχούσα ορθογραφική αβλεψία του. Αυτό έλειπε, να χάσει έστω κι ένα μόριο στην ιστορία. Στην ιστορία που την ήξερε απέξω κι ανακατωτά, που την είπε νεράκι δυο φορές στη μάνα του («Μπράβο, παιδί μου!»), μια στον πατέρα του («Εύγε, Τζιμάκο μάγκα!»), τρεις στην αδελφή του («Αδερφούλη μου, είσαι απίθανος!») και μία στη γιαγιά του («Σιγά, βρε παιδάκι μου, δεν προλαβαίνω να διαβάζω…»).
Κατόπιν όμως έκρινε πως έπρεπε ν΄ αλλάξει τη σειρά των απαντήσεών του. Κι αυτό γιατί δε θυμόταν να έχει γίνει κάτι σπουδαίο στα 1234, ενώ στα 1342 είχε ξεκινήσει το κίνημα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη. Θυμότανε τη θέρμη με την οποία τους μιλούσε η καθηγήτρια της Δευτέρας Λυκείου γι΄ αυτή την επανάσταση, το πόσο συμμετείχαν όλα τα παιδιά του τμήματος στον προβληματισμό και στην αναζήτηση των βαθύτερων αιτίων. Η ίδια καθηγήτρια τους είχε και στη Δέσμη, αλλά με μάτια καρφωμένα χαμηλά στο πάτωμα τους συμβούλευε ν΄ αποστηθίσουν την ύλη της Τρίτης Λυκείου.
Το αποφάσισε λοιπόν, ξεκίνησε απ΄ το πρώτο θέμα, το τέλειωσε σύντομα παρά τους συνδυασμούς που απαιτούσε, προχώρησε στο τρίτο, έγραψε το τέταρτο απνευστί αφού ήταν καθαρή παπαγαλία κι άφησε τελευταίο το δεύτερο.
Σταμάτησε για λίγο, να πάρει δυο βαθιές ανάσες με τα βλέφαρα κλειστά. Βαθιά το μαγνητόφωνο έπαιζε πάλι το ίδιο τραγούδι: «Παράθυρο για τ΄ όνειρο κι αυλή για το σεργιάνι…». Μόλις που διέκρινε το μέταλλο της φωνής του Μπιθικώτση, οι στίχοι πνίγονταν μες στους θορύβους δίτροχους και πολύτροχους της απέναντι λεωφόρου, αυτός όμως τους ήξερε απ΄ το συχωρεμένο τον παππού του. Τον επανέφερε και πάλι το διακριτικό βήξιμο του επιτηρητή. Του χαμογέλασε ευχαριστώντας.
Αναλογίστηκε την απάντηση στο δεύτερο ζήτημα. Πήγε με το μυαλό του στη σελίδα τάδε του βιβλίου, επάνω δεξιά και θυμήθηκε: «Στα διάφορα κείμενα της εποχής του 1821 ο όρος εθνικά κτήματα δεν είναι σταθερός ούτε πάντα σαφής, συναντάμε και τους όρους: εθνική γη, εθνικά χωράφια, εθνικοί τόποι, όλοι όμως αυτοί οι όροι εκφράζουν την αισιοδοξία, τη βεβαιότητα που ένιωθαν οι Έλληνες…» και λοιπά και λοιπά και λοιπά.
Συλλογίστηκε λίγα λεπτά και αποφάσισε ότι το απόσπασμα αυτό δεν απαντά στην ερώτηση: «Τι ήταν τα εθνικά κτήματα». Περιττό λοιπόν να το συμπεριλάβει στην απάντηση. Άρχισε αμέσως: «Με τον όρο εθνικά κτήματα νοούνται όσα πριν από την επανάσταση ανήκαν στο Σουλτάνο, σε τουρκικά θρησκευτικά ιδρύματα ή (…)». Είχε μνήμη άριστη και δεν ήταν δύσκολο να τελειώσει γρήγορα, προσέχοντας πάντως την καλλιγραφία του κι ελέγχοντας εντέλει δύο φορές το γραπτό του.
Στην ιστορία ήταν αετός, πώς να το κάνουμε… Από μικρό παιδί είχε κλίση, την αξιοποίησε με μελέτη και τη θωράκισε με κρίση. Σε αυτό τον είχαν βοηθήσει οι γονείς κι ο παππούς. Εκείνοι είχαν γνωριστεί επί δικτατορίας, δυναμικά αιμοσφαίρια μες στην αρτηρία του φοιτητικού κινήματος. Όσο για τον παππού, εκείνος ήταν στρατιώτης στην Αλβανία, κατόπι αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Οι διηγήσεις τους τον γοήτευαν ανέκαθεν, δεν ήθελε πολύ, το πήρε το μικρόβιο. Κι εδώ που τα λέμε, αλίμονο σε όποιον δεν είναι άρρωστος για την ιστορία του γένους του, του εθνικού και του ανθρώπινου.
Βγήκε χαρούμενος, το είχε πιάσει το εκατόν εξήντα, απόλυτο άριστα δηλαδδή. Η μάνα του κι η καθηγήτριά του τον περίμεναν απέξω. Όλα είχαν πάει κατ΄ ευχήν. Το πώς βγήκε εκείνο το ρημάδι το εκατόν σαράντα δεν μπόρεσε ποτέ να το χωνέψει. Τα είκοσι αυτά επί μηδέν κόμμα ενενήντα πέντε και όλο επί δέκα ίσον εκατόν ενενήντα μόρια τζάμπα χαμένα. Θα δούλευε ένα χρόνο χαμαλάκι, να βοηθήσει τον πατέρα του. Την ιστορία την ήξερε νεράκι. Θα έκανε του χρόνου τον Ιούνιο μιαν επανάληψη και θα περνούσε σίγουρα στη σχολή που είχε διαλέξει. Ο ένας χρόνος δεν είναι τίποτα μπροστά στην αιωνιότητα. Αλλά … πήγε χαμένος.

Διαβάστε επίσης