Καλά, εγώ έφυγα νωρίς… Διθύραμβοι που διαψεύστηκαν στο θέατρο των Φιλίππων

 Καλά, εγώ έφυγα νωρίς… Διθύραμβοι που διαψεύστηκαν στο θέατρο των Φιλίππων

Ποτέ δε θα φανταζόμουν και μάλιστα κατά την πρεμιέρα του Φεστιβάλ Φιλίππων, ότι θα αποχωρούσα από το θέατρο στη μέση μιας παράστασης. Το έπραξα όμως ενσυνείδητα το βράδυ του Σαββάτου, μόλις διακόπηκε η «Ιλιάδα» κι άναψαν τα φώτα για το διάλειμμα. Σ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης εβδομάδας προβληματιζόμουν κυρίως για το πολύωρο της παραγωγής, βασιζόμενη όμως στα λόγια του σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινού, ότι η διασκευή για εξωτερικό χώρο διαρκεί τρεις ώρες, αποφάσισα να πάω στο θέατρο των Φιλίππων. Ομολογώ ωστόσο ευθαρσώς ότι τράπηκα σε άτακτη φυγή στις 23:00 άρα η άποψή μου αφορά μόνο στο μισό της παραστάσεως.
Ήταν η δεύτερη φορά που παράτησα έργο στη μέση κι έφυγα. Η πρώτη είχε συμβεί πριν από δέκα χρόνια ακριβώς, το καλοκαίρι του 2004 όταν είχα εγκαταλείψει τον άβολο βράχο ενόσω στην ορχήστρα παίζονταν ο «Πλούτος» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη και με πρωταγωνιστή τον σύγχρονο «τσαντιριστή» Λάκη Λαζόπουλο. Άλλοι ήταν οι λόγοι εκείνης της αποχωρήσεως και διαφορετικοί ήταν οι λόγοι που με ανάγκασαν να τα βροντήξω και να φύγω το βράδυ του Σαββάτου.
Σπανίως διαπράττω ανάλογη ύβρη σεβόμενη απόλυτα τον κόπο των ηθοποιών και τη δυνατότητα που μου παρέχεται να παρακολουθώ ελεύθερα, ελέω δημοσιογραφικής ιδιότητας, το σύνολο του προγράμματος. Προτιμώ να παραμένω στη θέση μου και να εξαντλώ κάθε ευκαιρία πριν καταδικάσω ελαφριά τη καρδία μια θεατρική προσπάθεια. Κάπως έτσι, έχω υποστεί τα πάνδεινα από κακές παραγωγές, γνωστές και ως «αρπαχτές». Φαίνεται όμως ότι όσο περνούν τα χρόνια και γερνάω, τόσο περισσότερο μειώνονται η υπομονή και οι αντοχές μου. Αυτά εξαντλήθηκαν νωρίς το σαββατόβραδο, με αποτέλεσμα να μαζέψω τα μπογαλάκια μου στο διάλειμμα και να εγκαταλείψω τις αρχές μου.

ΤΙ ΛΕΙΠΕΙ; ΤΙ ΦΤΑΙΕΙ;
Τι πήγε λάθος; Σίγουρα όχι η εξαιρετική μετάφραση του Δ. Ν. Μαρωνίτη, που με γύρισε πίσω στα γυμνασιακά μου χρόνια και μου θύμισε πόσο υπέροχα ήταν τα ομηρικά έπη. Σίγουρα όχι και η παρουσία της Μαρίας Σαββίδου, που ίσως και λόγω εντοπιότητας να την αγαπώ και να τη θαυμάζω ιδιαιτέρως για τις υποκριτικές της ικανότητες. Προφανώς δεν εναρμονίστηκα με τη σκηνοθετική γραμμή του Στάθη Λιβαθινού. Κατά ένα περίεργο τρόπο, το μυαλό δε συγκεντρωνόταν εύκολα και όταν ξεγλιστρούσε έστω και για ένα λεπτό, δύσκολα μπορούσε να επανέρθει στη ροή του έργου.
Ίσως να με κούρασε το μπες – βγες των ηθοποιών από το αφηγηματικό στο πρωταγωνιστικό επίπεδο. Ίσως να με ενόχλησες το στρατιωτικό στιλ των κουστουμιών, αν και σε πολλές παραστάσεις ανάλογοι ενδυματολογικοί νεωτερισμοί αποδείχθηκαν φοβερά εύστοχοι. Μπορεί να με εκνεύρισε το σκηνικό με τα αμέτρητα ελαστικά αυτοκινήτων και με τα τεράστια μεταλλικά πλαίσια όπου κρέμονταν τα αμπέχονα, που περιόριζαν τα δρώμενα μόνο για τα κεντρικά θεωρεία. Οπωσδήποτε με ενόχλησε η υπερβολική σκόνη που σήκωναν οι ηθοποιοί με τις διαρκείς κινήσεις τους, την οποία αναγκαστικά καταπίνει πάντα το κοινό. Ομοίως με εκνεύρισε η εμμονή στις περιγραφές των αιματηρών πολεμικών σκηνών, που κατά τα λεγόμενα του σκηνοθέτη δεν περιλαμβάνονται ούτε στα δυνατότερα αμερικάνικα θρίλερ. Ο συνδυασμός όμως όλων αυτών μαζί, ήταν αρκετός για να με διώξει από το θέατρο 1,5 ώρα νωρίτερα από το τέλος.
Οι «κατάσκοποί» μου μ’ ενημέρωσαν ότι ελάχιστοι από εκείνους που εξήλθαν κατά το διάλειμμα επέστρεψαν στο θέατρο. Η παράσταση ολοκληρώθηκε μεταξύ 12:30 και 1:00 το ξημέρωμα, με το κοινό να μπιζάρει τρεις φορές το θίασο, το δε μεταφραστή Δ. Ν. Μαρωνίτη να χαιρετά επί σκηνής. Είχε παρακολουθήσει το έργο καθισμένος σε πλαστική καρέκλα στην άκρη της ορχήστρας.

ΙΣΧΥΡΟ ΤΟ ΑΛΑΝΘΑΣΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ
Ακόμη κι έτσι όμως, εγώ βρέθηκαν εκεί, σε αντίθεση με το κοινό που ήταν λιγοστό. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι κόπηκαν περίπου 550 εισιτήρια, ενώ φέτος η είσοδος μέσω διαπιστεύσεων ευτυχώς ελέγχεται αυστηρότατα. Πράγμα που σημαίνει ότι μέσα στο θέατρο βρεθήκαμε καμιά εξακοσαριά νοματαίοι. Τουλάχιστον τόσοι ήμασταν πριν το διάλειμμα αφού αρκετοί εκμεταλλεύθηκαν τη διακοπή και δεν επέστρεψαν στις θέσεις τους.
Ή στραβός ήταν ο γιαλός, ή στραβά αρμένιζα εγώ. Μου δημιουργούν πάντως τεράστιες απορίες κάποιες παραστάσεις που έρχονται στην Καβάλα συνοδευόμενες από διθυραμβικές κριτικές των αθηναϊκών μέσων κι όμως αποδεικνύονται λίγες για τα δικά μου γούστα. Αναρωτιέμαι λοιπόν, μήπως έγινα τέτοιο στραβόξυλο ώστε να ψειρίζω τα πάντα, ή μήπως εκεί κάτω στην Αθήνα υπάρχει οργανωμένο σχέδιο για το ποιες παραστάσεις και ποιους σκηνοθέτες θα προμοτάρουν με τις δημοσιεύσεις των κριτικών τους. Ότι κι αν συμβαίνει, η θεμελιώδης αρχή που ισχύει για το καβαλιώτικο κοινό επιβεβαιώθηκε και το βράδυ του Σαββάτου. Όταν οι θεατές απέχουν και δεν εμφανίζονται, συνήθως κάτι πηγαίνει λάθος με την παράσταση. Πρόκειται για το περιβόητο αυστηρό κριτήριο και το αλάνθαστο ένστικτο των θεατρόφιλων της περιοχής μας.

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ ΛΟΙΠΟΝ: Στον μεγαλύτερο επικό ποιητή, από τον οποίον φημολογείται ότι πήγασε η έντεχνη ποίηση και η λογοτεχνία. Δεν μπορώ να γνωρίζω εάν ο Όμηρος θα παρέμενε μέχρι το τέλος για να παρακολουθήσει δραματοποιημένο το έργο του, είτε στην πλήρη είτε στη συμπυκνωμένη του μορφή, συμφωνώντας με τις σκηνοθετικές οδηγίες. Προσωπικά όμως του ζήτησα νοητή συγνώμη που εγκατέλειψα την προσπάθεια στα μισά. Σίγουρα δεν έφταιγε το δικό του έπος για τη φυγή μου.

ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ

Διαβάστε επίσης