Dark Mode Light Mode

«Όχι μεν, αλλά» η απάντηση Σταθάκη στην ερώτηση Παναγιωτόπουλου

Αρνητικός ως προς τη συνέχιση καταβολής της επιδότησης του μισθολογικού κόστους στις επιχειρήσεις της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης εμφανίστηκε ο Υπουργός Γιώργος Σταθάκης κατά τη σημερινή συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής της σχετικής Επίκαιρης Ερώτησης του Βουλευτή Καβάλας Νίκου Παναγιωτόπουλου.

Στην απάντηση του, ο κ. Σταθάκης συντάχθηκε με την άποψη των υπηρεσιακών παραγόντων ότι η καταβολή της επιδότησης δεν είναι συμβατή με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Δεν πείστηκε από τα νέα δεδομένα που έχουν προκύψει μετά την απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην ερώτηση της Ευρωβουλευτού Μαρίας Σπυράκη.

«Δεν τα παρατάμε, θα επανέλθουμε» σχολίασε ο κ. Παναγιωτόπουλος μετά το τέλος της συζήτησης της Επίκαιρης Ερώτησης στη Βουλή.

Ακολουθούν τα πρακτικά της συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής.

H με αριθμό 660/15-3-2016 επίκαιρη ερώτηση του Βουλευτή Καβάλας της Νέας Δημοκρατίας κ. Νικολάου Παναγιωτόπουλου προς τον Υπουργό Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, σχετικά με την επαναφορά και αποκατάσταση της επιδότησης μισθολογικού κόστους, βάσει Ευρωπαϊκών Κανονισμών.

Στην ερώτηση θα απαντήσει ο Υπουργός Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού κ. Σταθάκης.

Ορίστε, κύριε Παναγιωτόπουλε, έχετε τον λόγο.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Σας ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.

Κύριε Υπουργέ, πρώτα απ’ όλα να εκφράσω τη λύπη μου, διότι δεν είναι μαζί μας να συζητήσει την ερώτηση, που από κοινού έχουμε καταθέσει, ο συνάδελφος κ. Δημοσχάκης. Έπρεπε εκτάκτως να αναχωρήσει λόγω κωλύματος. Υποχρέωσή του είναι να βρεθεί στην πατρίδα του για να αποχαιρετήσει τη μητέρα του, που σήμερα απεβίωσε. Επομένως, μένω εγώ για να αναπτύξω γρήγορα το θέμα.

Είναι γνωστό -το έχουμε συζητήσει αρκετές φορές, κύριε Υπουργέ, και με εσάς και με τους προηγούμενους- ότι από νόμο του 1989 έχει θεσπιστεί το μέτρο της επιδότησης μισθολογικού κόστους εργασίας σε επιχειρήσεις της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Η αιτιολογία είναι ότι αυτό το μέτρο ενισχύει επιχειρήσεις που βρίσκονται σε ακριτικές και μειονεκτικές περιοχές. Η Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης σαφώς και είναι μια από αυτές, ίσως η πιο μειονεκτική στην Ελλάδα, αφού σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι το χαμηλότερο στη χώρα και η Περιφέρεια είναι μια από τις είκοσι φτωχότερες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όρος για την καταβολή της επιδότησης μισθολογικού κόστους, που καταβαλλόταν από τον ΟΑΕΔ, ήταν για τις επιχειρήσεις στον Νομό Καβάλας και Δράμας που επιδοτούνταν με 4% και όχι 12% -άλλο ζήτημα αυτό- να μην προβούν σε απολύσεις, δηλαδή να διατηρήσουν τις υφιστάμενες θέσεις εργασίας. Νομίζω ότι έχει και αυτό τη δική του σημασία.

Στις 22 Δεκεμβρίου 2015, μετά από πρωτοβουλία μας να καταθέσουμε τροπολογία με πρόταση συμψηφισμού των οφειλόμενων από το κράτος που έχει να καταβάλει ως εισφορά από το 2010 με φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις, δηλώσατε στη Βουλή, κύριε Υπουργέ, ότι είστε αρνητικοί στη συνέχιση του μέτρου, αφού δεν συμφωνεί με αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όμως, από εκεί και πέρα, προέκυψαν νέα δεδομένα μετά από σχετική ερώτηση στο Ευρωκοινοβούλιο, της Ευρωβουλευτού κ. Μαρίας Σπυράκη. Η αρμόδια Επίτροπος Βεστάγκερ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, απάντησε στο ερώτημά της λέγοντας ούτε λίγο ούτε πολύ ότι τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν έχουν γνώση του ζητήματος, δεν έχει ζητηθεί η γνώμη τους από τις ελληνικές αρχές. Άρα, οι ελληνικές αρχές, οι υπηρεσιακοί παράγοντες -όχι εσείς ούτε οι προκάτοχοί σας- δεν φρόντισαν να ενημερώσουν σχετικά με αυτό το μέτρο, αλλά σε κάθε περίπτωση αυτό δεν είναι ασύμβατο με το πνεύμα της λειτουργίας των ευρωπαϊκών οργάνων, ιδίως όσον αφορά τη στήριξη σε μειονεκτικές περιοχές μέσω και αυτού του μέτρου.

Επομένως, για εμένα ανακύπτει ζήτημα και νομίζω ότι μπορεί εδώ το Υπουργείο να το εξετάσει εκ νέου. Προέκυψαν νέα δεδομένα. Το δεδομένο, όμως, που ισχύει εδώ και πάρα πολύ καιρό, και επιτείνεται δραματικά στις μέρες μας, είναι ότι πρέπει να στηριχθεί η επιχειρηματικότητα ιδίως στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης λόγω του επιπλέον ζητήματος -τεράστιου, που αυξάνεται ώρα με την ώρα- της μετανάστευσης των επιχειρήσεων στη γειτονική Βουλγαρία, που παρέχει πολλά περισσότερα κίνητρα από ό,τι σήμερα η Ελλάδα για κάποιον να ασχοληθεί αποτελεσματικά και επωφελώς με το επιχειρείν.

Αυτά, λοιπόν, είναι τα ερωτήματα που βάζουμε. Θεωρούμε ότι υπάρχει η δυνατότητα για να επανεξεταστεί το όλο πλαίσιο, να δώσετε εντολή στους υπηρεσιακούς να ενημερώσουν τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από εκεί και πέρα να δούμε τι θα γίνει με τη διατήρηση αυτού του καθεστώτος.

Σας ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Λαμπρούλης): Ευχαριστούμε τον κ. Παναγιωτόπουλο.

Κύριε Υπουργέ, έχετε τον λόγο.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ (Υπουργός Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού): Ευχαριστώ για την ερώτηση.

Επιτρέψτε μου να ανατρέξω λίγο στο ιστορικό, στα πραγματικά δεδομένα για το συγκεκριμένο μέτρο και στο γιατί η Κυβέρνησή μας αποφάσισε την κατάργησή του.

Με τον ν.1767/1988 και αργότερα με τον ν.1836/1989 –άρα, μιλάμε για τη δεκαετία του 1980- δικαιούνταν οικονομική ενίσχυση οι βιομηχανικές, βιοτεχνικές και μεταλλευτικές επιχειρήσεις σε παραμεθόριες περιοχές, καθώς και στις περιοχές Καλαμάτας και Μεσσήνης του Νομού Μεσσηνίας, λόγω των σεισμών της εποχής.

Με νέες υπουργικές αποφάσεις επεκτάθηκε και σε άλλους νομούς. Μπορώ να αναφέρω αρκετούς νομούς που έχει επεκταθεί και δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση παραμεθόριες περιοχές.

Η καταβολή της επιδότησης σταμάτησε –το υπογραμμίζω αυτό- το 2010, κυρίως λόγω έλλειψης πιστώσεων. Έκτοτε, και με ευθύνη των κυβερνήσεων Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ, σωρεύτηκαν οφειλές προς τους δικαιούχους ύψους 200 εκατομμυρίων ευρώ, μεγάλο μέρος των οποίων αφορά την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη.

Σχετικά με την ερώτηση της κυρίας Σπυράκη στην Κομισιόν: Πρόκειται για αόριστη και γενική ερώτηση και επιλεκτική ανάγνωση της απάντησης της Επιτρόπου. Συγκεκριμένα, η Ευρωβουλευτής στην ερώτησή της αναφέρεται γενικά στις εθνικές ενισχύσεις απασχόλησης περιφερειακού χαρακτήρα, χωρίς να προσδιορίζει ακριβώς την περίπτωση που συζητάμε σήμερα, δηλαδή χωρίς απευθείας αναφορά στους συγκεκριμένους νομούς. Μάλιστα, η Επίτροπος Βεστάγκερ απαντά: «Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, δεν είναι δυνατόν να εντοπιστεί το μέτρο, στο οποίο αναφέρεται η κυρία Βουλευτής. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπορεί να σχολιάσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εν λόγω μέτρου».

Η απάντηση της Επιτρόπου αναφέρεται στις δυνατότητες που δίνονται μέσα από τον Γενικό Κανονισμό Απαλλαγής ή μέσω κοινοποίησης ειδικού καθεστώτος. Το υπογραμμίζω: κοινοποίησης ειδικού καθεστώτος. Δεν συνηγορεί γενικώς υπέρ της κρατικής ενίσχυσης επιχειρήσεων, αλλά μόνο σε ενίσχυση που αφορά σε νέες επιχειρήσεις και σε απασχόληση ειδικών κατηγοριών εργαζομένων.

Συγκεκριμένα, καταλήγει στην απάντησή της: «Καμμία εταιρεία δεν δικαιούται να λάβει κρατική ενίσχυση, εκτός εάν το κράτος-μέλος αποφασίσει να χορηγήσει ενίσχυση, σύμφωνα με τους αντίστοιχους κανονισμούς της ΕΕ».

Το συγκεκριμένο μέτρο συνιστά μη συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο κρατική ενίσχυση, καθώς μεταξύ άλλων, πρώτον, ποτέ δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη από το κοινοτικό δίκαιο διαδικασία κοινοποίησης και έγκρισης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ούτε είχε υπαχθεί σε κανονισμό de minimis που αφορά αυτές τις περιπτώσεις ή σε απαλλακτικό κανονισμό. Να το πω απλά: Καμμία κυβέρνηση δεν είχε κοινοποιήσει αυτό το μέτρο ποτέ.

Δεύτερον, είναι ειδικού χαρακτήρα. Άρα, προσκρούει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης. Τρίτον, δεν έχει χρονικό περιορισμό. Τέταρτον, δεν επιδοτεί νέες θέσεις εργασίας, αλλά υπάρχουσες και υφιστάμενες επιχειρήσεις.

Από την περίοδο που θεσπίστηκε το μέτρο αυτό μέχρι σήμερα –επαναλαμβάνω, από το 1988, 1989- έχουν επέλθει ριζικές μεταβολές στην ελληνική αγορά εργασίας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 2012 από τους δεκαπέντε νομούς που υπάγονται στη συγκεκριμένη ρύθμιση και για τους οποίους υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ οι έντεκα εμφάνισαν ποσοστά ανεργίας μικρότερα από το συνολικό της χώρας, εν αντιθέσει με εννέα νομούς μη υπαγόμενους στο μέτρο, οι οποίοι είχαν υψηλότερα ποσοστά ανεργίας. Υπενθυμίζω ότι η επιδότηση ήταν μέσω της πολιτικής του ΟΑΕΔ.

Αμφίβολος κρίνεται και ο χαρακτήρας του μέτρου ως αναπτυξιακού, δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις ευεργετούνται αδιακρίτως, στο σύνολό τους, ανεξαρτήτως της οικονομικής κατάστασης και της δυναμικής τους.

Επανέρχομαι τώρα στο όψιμο ενδιαφέρον της Νέας Δημοκρατίας, αφού τα δεδομένα είναι γνωστά.

Πρώτον, το μέτρο δεν έλαβε ποτέ ευρωπαϊκή υπόσταση ότι είναι νόμιμο. Δεύτερον, από το 2010 και μετά δεν έχει πληρωθεί ούτε ένα ευρώ στο συγκεκριμένο μέτρο. Υπάρχει έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών –μπορώ να καταθέσω και άλλα έγγραφα από το σύνολο των υπηρεσιών των Υπουργείων Οικονομικών- με ημερομηνία 21 Μαρτίου 2013, στο οποίο ζητείται από το Υπουργείο Εργασίας να καταργήσει το συγκεκριμένο μέτρο.

Το ενδιαφέρον των Βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας είναι όψιμο. Επαναλαμβάνω ότι, πρώτον, ποτέ δεν κίνησαν τη διαδικασία εντός του προβλεπόμενου από το κοινοτικό δίκαιο συστήματος, δεύτερον, δεν πλήρωσαν από το 2010 και μετά και, τρίτον, οι υπηρεσιακοί παράγοντες είναι δεδομένο ότι από το 2013 είχαν επισημάνει ότι αποτελεί μέτρο το οποίο πρέπει να καταργηθεί.

Τον Φεβρουάριο του 2016, από τα συναρμόδια Υπουργεία βγήκε ΚΥΑ με την οποία καταργούνται, από εμένα και τον κ. Τσακαλώτο, όλες οι σχετικές υπουργικές αποφάσεις. Στην αιτιολόγηση της απόφασής μας αυτής αναλύονται διεξοδικά οι παρακάτω λόγοι κατάργησης:

Πρώτον, υπάρχει ασυμβατότητα με το κοινοτικό δίκαιο περί κρατικών ενισχύσεων. Δεύτερον, υπάρχει αδυναμία χρηματοδότησης από το εθνικό σκέλος του ΚΔΕ. Τρίτον, είναι αμφίβολη η αποτελεσματικότητα στην ενίσχυση της απασχόλησης και στην τόνωση της ανάπτυξης. Τέταρτον, ήδη από την αρχή λειτουργίας του μέτρου υπάρχουν στρεβλώσεις στην εφαρμογή του.

Ως προς τις προτάσεις μας, τα συναρμόδια Υπουργεία σχεδιάζουν νέα μέτρα ενίσχυσης της απασχόλησης και της επιχειρηματικότητας, με βάση τις παρούσες συνθήκες της ελληνικής οικονομίας, τις δημοσιονομικές δυνατότητες, ενώ παράλληλα φροντίζουμε να είναι συμβατά με τους κοινοτικούς κανονισμούς περί ανταγωνισμού.

Στο πλαίσιο αυτό, σχεδιάζεται ειδική ενίσχυση των παραμεθόριων και άλλων μειονεκτικών περιοχών, πρώτον, μέσω του νέου αναπτυξιακού νόμου. Υπενθυμίζω, επίσης, εκτός αυτού ότι το 35% των πόρων του ΕΣΠΑ έχει κατευθυνθεί μέσω του περιφερειακού του σκέλους στις περιφέρειες, για να σχεδιάσουν ειδικά μέτρα στην επικράτειά τους, που περιλαμβάνουν και μέτρα στήριξης της απασχόλησης και επιλεκτικά επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

Σχετικά με την αποζημίωση των επιχειρήσεων, ο νόμος, όπως ξέρετε, προβλέπει ότι μετά την παρέλευση πενταετίας παραγράφονται. Όμως, αναγνωρίζοντας ότι υπάρχει πρόβλημα, εφόσον καλώς ή κακώς –κακώς, κατά τη γνώμη μας- το μέτρο μετά το 2010 υπήρχε στα χαρτιά, αλλά δεν πληρωνόταν τίποτα, προκειμένου να αποζημιωθούν οι επιχειρήσεις που ήταν ενταγμένες στο μέτρο και οι οποίες –επαναλαμβάνω- δεν έχουν εισπράξει ούτε ένα ευρώ τα τελευταία πέντε χρόνια, διερευνάται η αναδρομική υπαγωγή στον κανονισμό de minimis. Σύμφωνα με τον κανονισμό -που είναι εφικτό- επιτρέπεται να δοθεί στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις κρατική ενίσχυση, έως 200.000 ευρώ ανά τριετία σε κάθε επιχείρηση.

Η λύση αυτή θα καλύψει τις μικρές επιχειρήσεις, περίπου το 70% αυτών που είναι στο μέτρο -έστω και στα χαρτιά- από το 2010 και μετά και οι οποίες δεν έχουν εισπράξει άλλη επιχορήγηση από το 2010 έως το 2015. Αυτό το υπογραμμίζω, είναι προϋπόθεση του de minimis, να μην είναι και σε άλλες μορφές επιχορηγήσεων. Κάθε άλλος τρόπος αποζημίωσης δεν είναι συμβατός με το κοινοτικό δίκαιο.

Τέλος, προκειμένου να μην επιβαρυνθεί άδικα μια επιχείρηση, εφόσον έχει ήδη φορολογηθεί για την επιδότηση την οποία δεν έλαβε, προτείνεται να υπάρξει δέσμευση ότι με την κατάργηση του καθεστώτος θα δοθεί η δυνατότητα υποβολής ανακλητικών δηλώσεων και επιστροφής του ποσού που κατέβαλε.

Ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Λαμπρούλης): Ευχαριστούμε, κύριε Υπουργέ.

Κύριε Παναγιωτόπουλε, έχετε τον λόγο.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Υπουργέ, δεν ήρθα εδώ για να πολιτικοποιήσω την συζήτηση. Μάλιστα έκανα υπονοούμενο ότι και οι προηγούμενοι κακώς δεν ξεκαθάρισαν το τοπίο. Και μάλιστα δεν υπονόησα, αλλά εννόησα σαφώς ότι η προηγούμενη ασάφεια είχε να κάνει με τη στάση των υπηρεσιακών παραγόντων, οι οποίοι ποτέ δεν έκριναν σκόπιμο να ανακινήσουν το θέμα και, κυρίως, να κοινοποιήσουν το μέτρο στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εσείς, όμως, έρχεστε και μιλάτε για όψιμο ενδιαφέρον Βουλευτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σας διαβεβαιώνω ότι δεν ισχύει αυτό. Και έχουν γίνει πάρα πολλές προσπάθειες από πάρα πολλούς -όχι μόνο από μένα- και με παραστάσεις σε υπουργεία και με άλλες ερωτήσεις, προκειμένου να διατηρηθεί αυτό το μέτρο.

Δυστυχώς, εσείς επιμένετε σήμερα να ανακοινώσετε την κατάργησή του. Άρα, άμα θέλω κι εγώ να πολιτικοποιήσω το πράγμα, μπορώ να πάω επάνω και να πω ότι η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να καταργήσει το μέτρο.

Βλέπω -και οφείλω να πω ότι καλώς βλέπετε- και μέτρα, αν θέλετε, αντιστάθμισης αυτής της ζημιάς, αλλά σας υπενθυμίζω ότι αυτήν την ώρα υπουργική απόφαση κατάργησης ολοσχερώς του μέτρου δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο η οφειλή, το κενό από το 2010. Καλώς βλέπετε και εξετάζετε την επιστροφή του φόρου που ήδη έχουν καταβάλει οι επιχειρηματίες για την επιπλέον εγγραφή αυτών των ποσών στα έσοδά τους, παρά το γεγονός ότι ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν, στο ενεργητικό τους δηλαδή.

Επιμένω ότι δεν μιλάμε και εγώ και ο απών κ. Δημοσχάκης -ο οποίος, όμως, βρίσκεται κατά κάποιον τρόπο εδώ μαζί μας- για οποιαδήποτε περιοχή στην Ελλάδα, αλλά για μια κατεξοχήν παραμεθόρια περιοχή και μια περιοχή η οποία αντιμετωπίζει αυτήν τη στιγμή, όπως σας είπα, «αφαίμαξη» των επιχειρήσεών της προς τη γειτονική Βουλγαρία.

Προχθές –και κλείνω το θέμα- συνομιλούσα μ’ έναν φίλο μου, επιχειρηματία αγρότη, ο οποίος ανακουφισμένος μού δήλωσε ότι μεταφέρει την έδρα του στη Βουλγαρία, διότι πλέον έχει κουραστεί να εμπαίζεται, εν πάση περιπτώσει, από το ελληνικό κράτος.

Στην πόλη Μπλαγκόεβγκραντ, 71 χιλιόμετρα –ή λίγο παραπάνω- από τη Θεσσαλονίκη, μια πόλη 71.000 κατοίκων, ιδρύονται ημερησίως γύρω στις δέκα επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων. Τριακόσιες επιχειρήσεις την εβδομάδα στη βόρεια Ελλάδα φεύγουν για τη Βουλγαρία, δηλαδή μεταφέρουν την φορολογική τους έδρα. Το φαινόμενο εντάθηκε ιδίως μετά την επιβολή των περιορισμών στις κινήσεις κεφαλαίου, τα capital controls. Ξεκίνησε με δημιουργία λογαριασμών σε βουλγαρικές τράπεζες προκειμένου να διευκολύνονται οι επιχειρήσεις να κάνουν τα αυτονόητα καθημερινά, δηλαδή πληρωμές, και εντάθηκε σιγά-σιγά με την σταδιακή μεταφορά της φορολογικής έδρας.

Αυτό είναι πραγματικά καταστροφικό για την οικονομία όχι μόνο της βόρειας Ελλάδας, αλλά και όλης της χώρας. Φανταστείτε τα έσοδα που χάνει αυτήν τη στιγμή το ελληνικό κράτος, αφού οι επιχειρήσεις, ακόμα και παραγωγικές επιχειρήσεις που παράγουν ελληνικά προϊόντα, μεταφέρουν τη φορολογική τους έδρα στο εξωτερικό. Εξακολουθούν να παράγουν στην Ελλάδα, όμως τα φορολογικά έσοδα πάνε αλλού και στην Ελλάδα δεν υπάρχουν παρά μόνο τα υποκαταστήματα που κάνουν την κυρίως παραγωγή.

Νομίζω ότι πρέπει να βρούμε μαζί με το Υπουργείο σας -είμαστε εδώ για να σας κάνουμε και προτάσεις- έναν τρόπο στήριξης της επιχειρηματικότητας, αν είναι στις προθέσεις σας εν πάση περιπτώσει, γιατί ανακύπτουν και άλλα ζητήματα ιδεολογικής φύσεως, ώστε να στηρίξετε την επιχειρηματικότητα. Θεωρώ ότι εσείς δεν έχετε τέτοιους ενδοιασμούς.

Πρέπει, όμως, να το δούμε, να δούμε τον συμψηφισμό των οφειλών με ασφαλιστικές και φορολογικές υποχρεώσεις, να δούμε ζητήματα μείωσης του ενεργειακού κόστους, να δούμε ζητήματα μείωσης της προκαταβολής φόρου που δεν μπορεί από το 100% να υποστηριχθεί αυτό, ή μάλλον να αντέξουν οι επιχειρήσεις σε προκαταβολές φόρου της επόμενης χρονιάς, λες και είναι προδιαγεγραμμένα τα ίδια κέρδη στο 100%.

Πρέπει να δούμε κάποια μέτρα ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας. Μόνο έτσι, με την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, θα στηριχθούν οι υπάρχουσες θέσεις εργασίας. Ενδεχομένως να προκύψουν και νέες. Εγώ λέω ότι αυτό είναι πολύ δύσκολο να γίνει μέσα σε περίοδο ύφεσης και μάλιστα με τις δραματικές συνθήκες που βιώνουμε τώρα. Μόνο έτσι, αν στηριχθεί η ήδη υφιστάμενη απασχόληση, αλλά ενδεχομένως και με νέες θέσεις εργασίας, θα στηριχθούν και το ασφαλιστικό μας σύστημα και το κοινωνικό κράτος και όλη η χώρα. Ας δούμε, λοιπόν, τι μπορούμε να κάνουμε.

Δυστυχώς, αυτό που αποκομίζω από σήμερα είναι ότι η Κυβέρνηση δεν προτίθεται να συνεχίσει την στήριξη αυτή, την κρατική ενίσχυση, παρά το γεγονός ότι θα μπορούσατε να το δείτε με τους επιχειρησιακούς σας παράγοντες, φτάνει αυτοί να θελήσουν να κάνουν τη δουλειά τους.

Μού είναι ακατανόητη η τυπικότητα –δεν μπορώ να μιλήσω για άλλα κριτήρια τώρα- πολλών υπηρεσιακών παραγόντων, οι οποίοι μεταφέρουν σε σας ή στον εκάστοτε Υπουργό κάποιες συγκεκριμένες γνώμες, οι οποίες, όπως προκύπτει από την επικοινωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν έχουν να κάνουν με μια απευθείας –να το πω έτσι- επαφή, όπως θα έπρεπε να είναι. Ας κοινοποιούσαν αυτοί -στο κάτω-κάτω- το ζήτημα στα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα, όπως είχαν υποχρέωση.

Ξέρετε –κλείνω το θέμα και ευχαριστώ για την ανοχή, κύριε Πρόεδρε- ότι οι απαντήσεις, και μάλιστα στη βάση ευρωπαϊκών κειμένων στις σχετικές ερωτήσεις που γίνονται, ενέχουν κι αυτές μια αοριστία, μια γενικότητα, μια ευρύτητα. Αν, λοιπόν, είναι αόριστη η ερώτηση της κ. Σπυράκη, στο σωστό πνεύμα της αοριστίας που αφήνει, όμως, περιθώριο για διάφορες θετικές ερμηνείες εδώ πέρα, νομίζω ότι μας δίνει μια βάση προκειμένου να συνεχίσουμε να διεκδικούμε αυτό το μέτρο που, όπως σας είπα, είναι πλέον θέμα επιβίωσης, όχι αύξησης της κερδοφορίας, για τις επιχειρήσεις της περιφέρειας της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Εμείς θα συνεχίσουμε να το κάνουμε.

Σας ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Λαμπρούλης): Ευχαριστούμε τον κ. Παναγιωτόπουλο.

Κύριε Υπουργέ, έχετε τον λόγο.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ (Υπουργός Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού): Καταρχάς, να ζητήσω συγγνώμη. Θα ήθελα να μεταφέρω στον κ. Δημοσχάκη -με τον οποίο έχει προηγηθεί και μια άλλη συζήτηση- τα συλλυπητήριά μου για σήμερα. Είχαμε τη δυνατότητα να συνεχίσουμε τη συζήτηση αυτή.

Νομίζω ότι τα δεδομένα του θέματος είναι πλέον γνωστά και συμμερίζομαι και την επίκληση της ανάγκης να μην πολιτικοποιηθεί παραπέρα από τα δεδομένα του αυτό. Νομίζω ότι είναι κοινός τόπος ότι θέλουμε να στηρίξουμε την επιχειρηματικότητα, κυρίως -το υπογραμμίζω- των παραμεθόριων περιοχών. Όσον αφορά τα προβλήματα –για τα οποία αναφερθήκαμε και σε προηγούμενη συζήτηση- που αφορούν το θέμα της μετεγκατάστασης στη Βουλγαρία, νομίζω ότι τα στοιχεία που έδωσα σε προηγούμενη ερώτηση απαντούν στο συγκεκριμένο θέμα.

Επίσης, ενδιαφέρον έχει και η αντίστροφη ροή. Χθες και προχθές υπήρξαν συναντήσεις στο Υπουργείο με ελληνικές επιχειρήσεις, από αυτές που έχουν μετεγκασταθεί τα προηγούμενα χρόνια, που ενδιαφέρονται να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Κι αυτό είναι, επίσης, πολύ ενδιαφέρον θέμα, αν και επιμένω ότι για τον τελευταίο χρόνο τα στοιχεία που κατέθεσα την προηγούμενη φορά στη Βουλή δεν δείχνουν κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα κύματος φυγής. Τα στοιχεία που κατέθεσα έδειχναν ότι υπάρχουν εννέα χιλιάδες επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων. Δύο χιλιάδες είναι αυτές που έχουν κάποια δραστηριότητα, έστω υποτυπώδη, επτά χιλιάδες είναι απλώς, όπως λέμε, ένα πολύ μικρό γραφείο κάπου ή ούτε καν γραφείο, ένα box office, είναι ανύπαρκτες και τον τελευταίο χρόνο υπήρξαν μόνο δύο χιλιάδες οι οποίες δεν έχουν καμία απολύτως δραστηριότητα στη γειτονική χώρα, αλλά πρόκειται για άνοιγμα λογαριασμών.

Επανέρχομαι τώρα στο επίμαχο θέμα. Πρώτον, εμείς θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε να βρούμε τη λύση για το παρελθόν, για να καλύψουμε τουλάχιστον με πρόγραμμα συμβατό, όπως είπα το de minimis.

Δεύτερον, εξετάζουμε μέτρα αυστηρά για παραμεθόριες περιοχές –το υπογραμμίζω αυτό-, οι οποίες να είναι συμβατές με τις κοινοτικές ενισχύσεις. Νομίζω ότι είναι κοινή μας θέση ότι πρέπει να στηρίζονται οι παραμεθόριες περιοχές, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εκεί.

Εμείς πήραμε, με όλο το θάρρος, την απόφαση να σταματήσουμε το μέτρο. Οι υπηρεσιακοί παράγοντες -έχετε δίκιο- είναι απόλυτα ομόφωνοι στο συγκεκριμένο θέμα ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει. Είναι απόλυτα, όμως, εποικοδομητικές και μερικές σκέψεις και προτάσεις που έχουν, για να διεκδικήσουμε μορφές επιδοτήσεων, οι οποίες είναι συμβατές με τη συγκεκριμένη περιοχή. Επαναλαμβάνω, πρέπει να είναι συγκεκριμένη η περιοχή, να έχει χρονικό ορίζοντα, να μην είναι οριζόντιες για όλες τις επιχειρήσεις, αλλά να είναι στοχευμένες. Στόχος είναι να μπορέσουμε για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και με συγκεκριμένους όρους να στηρίξουμε πραγματικά τις επιχειρήσεις στις παραμεθόριες περιοχές και αυτό θα κάνουμε.

 

Προηγούμενο άρθρο

«Τo αμάρτημα της μητρός μου» στη Χρυσούπολη

Επόμενο άρθρο

"O ΤΟΠΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ" - Όχι «παιχνίδια» με την αγορά