Μερικούς μήνες μετά την απονομή του Κρατικού Βραβείου Διηγήματος για το βιβλίο του «Παραχαράκτης» (Νεφέλη, 2019), ο Καβαλιώτης συγγραφέας Αχιλλέας ΙΙΙ επιστρέφει με το νέο του βιβλίο, τον «Δεσμοφύλακα», και μιλάει στην Πρωινή για τα βιβλία του, για τους μπελάδες της πραγματικότητας και για τη σχέση του με την πόλη στην οποία γεννήθηκε.
Κοιτάζοντας τους τίτλους των βιβλίων σας («Δεσμοφύλακας», «Παραχαράκτης», «Κομπλεξικό»), μπορεί να υποθέσει κανείς ότι κάθε φορά υιοθετείτε και έναν διαφορετικό ρόλο. Πόσο διαφορετικοί είναι τελικά αυτοί οι ρόλοι μεταξύ τους;
Η εναλλαγή μεταξύ διαφορετικών ρόλων είναι ένα πολύ ωραίο παιχνίδι που σε βοηθάει να προσεγγίσεις ό,τι σε περιβάλλει μέσα από διαφορετικά πρίσματα. Μερικές φορές μόνο έτσι μπορείς να σχηματίσεις μια εικόνα που είτε βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια είτε κάνει τον κόσμο να έχει περισσότερο ενδιαφέρον – αρχικά για εσένα τον ίδιο και στη συνέχεια για οποιονδήποτε άλλον. Καθένας από τους ήρωες των ιστοριών μου λειτουργεί και ως ένα τέτοιο πρίσμα, μέσα από το οποίο η πραγματικότητα διαθλάται, παραμορφώνεται και, τελικά, αποτυπώνεται ελαφρώς λοξώς. Αυτοί οι φαινομενικά διαφορετικοί ρόλοι, αναπόφευκτα, αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία, και μέσα από αυτούς φοβάμαι ότι προβάλλω πάντα εγώ ο ίδιος, τόσο καλά μεταμφιεσμένος όσο ένα πιτσιρίκι που, σκεπασμένο με μια καρό κουβέρτα, κάνει το φάντασμα. Μπου, λοιπόν!
Τελικά όμως, τι αισθάνεστε περισσότερο δεσμοφύλακας, παραχαράκτης ή κομπλεξικό.
Πότε το ένα, πότε το άλλο και πότε θα φύγουμε;
Μιλήστε μας για τον «Δεσμοφύλακα». Τι ακριβώς κρατάει φυλακισμένο αυτός;
Ο «Δεσμοφύλακας», κατά έναν τρόπο, αποτελεί μια προειδοποίηση. Οι δεσμοί της οικογένειας και οι ερωτικοί δεσμοί είναι πολύτιμοι και πρέπει να φυλάσσονται, καθώς αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέλιξη και την ισορροπία ατόμων και κοινωνικών σχηματισμών. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ίδιοι δεσμοί εξελίσσονται σε αλυσίδες που περιορίζουν την κίνηση και την ελεύθερη ανάπτυξη. Πρόκειται μάλιστα για αλυσίδες με χρυσή επικάλυψη τις οποίες μπορεί να συνηθίσει πολύ εύκολα κανείς ή ακόμη και να τις αγαπήσει, όπως κάθε κρατούμενος που κάποια στιγμή αποδέχεται τη μοίρα του και απλώς ακολουθεί το πρόγραμμα του ιδρύματος –τη ρουτίνα– αν σας θυμίζει κάτι αυτό…
Ο «Παραχαράκτης», που κυκλοφόρησε το 2019, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Τι έχει αλλάξει για εσάς μετά από αυτό;
Αφού λάβει κανείς ένα Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας πρέπει να προσπαθήσει σκληρά ώστε να το ξεχάσει και να συνεχίσει να γράφει απερίσπαστος από τις αντιδράσεις και τις προσδοκίες των άλλων, όπως ακριβώς έκανε και πριν βραβευτεί. Κατά τ’ άλλα, μπορώ πλέον να ισχυριστώ ότι είμαι ο μοναδικός παραχαράκτης που διαθέτει κρατική πιστοποίηση.
Στις περισσότερες από τις ιστορίες σας κυριαρχεί το παράδοξο και ο σουρεαλισμός. Για ποιον λόγο επιμένετε να παρενοχλείτε την πραγματικότητα;
Εκείνη άρχισε πρώτη. Λατρεύω να προκαλώ κάποια αναστάτωση στην πραγματικότητα και με αφορμή αυτή την αναστάτωση να χτίζω μια ιστορία. Πιστεύω ότι από τη διατάραξη της κοινής ησυχίας και του συνηθισμένου είναι που προκύπτει καθετί το οποίο μπορεί να έχει κάποιο νόημα. Φυσικά, προκειμένου να ασχοληθεί κανείς με τον υπερρεαλισμό απαιτείται να είναι αρκετά ρεαλιστής, καθώς, μόνο αν γνωρίζεις καλά τον αντίπαλο, έχεις ορισμένες πιθανότητες να του επιβληθείς. Τις περισσότερες φορές τα πάντα στις ιστορίες μου ξεκινούν από μια ελαφριά μετατόπιση της πραγματικότητας ή μια απρόσμενη αντιμετάθεση· κινήσεις οι οποίες λειτουργούν όπως μια ρωγμή στην επιφάνεια μιας παγωμένης λίμνης ή σε έναν τοίχο. Μια ρωγμή που στην αρχή μπορεί να μοιάζει ασήμαντη, αλλά όταν θα αρχίσει να επεκτείνεται μπορεί να οδηγήσει σε απρόσμενες εξελίξεις. Και δεν ξέρω τι λέτε εσείς, αλλά η πραγματικότητα χρειάζεται σοβαρές παρεμβάσεις για να γίνει λιγότερο ανυπόφορη απ’ ό,τι είναι…
Πώς βλέπετε τις κοινωνικές εξελίξεις και κατά πόσο επηρεάζεστε από την επικαιρότητα όταν γράφετε;
Φοβάμαι ότι οι κοινωνικές εξελίξεις, εδώ και πολύ καιρό, καμία σχέση με την εξέλιξη δεν έχουν… Και αυτό επειδή όσα συμβαίνουν, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, αποτελούν ένα φοβερό πισωγύρισμα σε σκοτεινότερες εποχές. Χάνονται με νόμιμο τρόπο δικαιώματα που είχαν κερδηθεί με πολύ κόπο (συχνά και με αίμα), και υπάρχει μια έντονη στροφή προς τη συντήρηση σε κάθε επίπεδο, γεγονός που είναι απογοητευτικό και ταυτόχρονα εξοργιστικό. Βεβαίως, η ιστορία ανέκαθεν αποτελούνταν από κύκλους που επαναλαμβάνονταν και στα διάφορα σημεία τους εμφάνιζαν κοινά χαρακτηριστικά, οπότε η εμφάνιση περιόδων παρακμής είναι αναμενόμενη, ωστόσο, θα περίμενε κανείς ότι η ανθρωπότητα, ύστερα από τόσους και τόσους κύκλους, θα ήταν σε θέση να προστατευτεί καλύτερα από τη μανία των διψασμένων για εξουσία, χρήμα και αίμα. Και είναι κρίμα γιατί ο κόσμος θα μπορούσε να είναι καλύτερος αν μια μικρή αριθμητικά μερίδα ανθρώπων συνειδητοποιούσε ότι τα αμύθητα πλούτη που κερδίζουν από την εκμετάλλευση των άλλων θα τους είναι άχρηστα όταν θα σπρώχνουν τις μαργαρίτες να ψηλώσουν, όντας οι ίδιοι σε οριζόντια θέση και μερικά μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης.
Όσον αφορά το αν επηρεάζομαι από την επικαιρότητα όταν γράφω, εννοείται πως ναι, ακόμη και αν δεν θα συναντήσει κανείς άμεσες αναφορές σε αυτήν σε κάποιο διήγημά μου. Ισχύει, άλλωστε, ότι δεν υπάρχει πιο σίγουρος τρόπος να γίνει ένας καλλιτέχνης ανεπίκαιρος από το να ασχοληθεί με την επικαιρότητα, όπως θα μπορούσε –πάνω κάτω– να είχε γράψει ο OscarWilde. Από την άλλη, με την επικαιρότητα ασχολούμαι περισσότερο άμεσα, μέσω λημμάτων που δημοσιοποιώ στη σελίδα «Κομπλεξικό», στο Facebook, επεκτείνοντας έτσι ψηφιακώς το περιεχόμενο του ομώνυμου βιβλίου μου του 2017…
Τα εξώφυλλα των βιβλίων σας διατηρούν μια κοινή αισθητική και περιέχουν και τα τρία ιδιαίτερα πρωτότυπες εικόνες. Θέλετε να μας μιλήσετε για αυτά και τους συμβολισμούς που περιέχουν;
Και τα τρία εξώφυλλα αποτελούν δημιουργίες του Δημήτρη Μάνου, ζωγράφου και καλού μου φίλου από τα χρόνια του νηπιαγωγείου ακόμη. Θεωρώ ότι το εξώφυλλο είναι κάτι σαν το δέρμα του βιβλίου, η εξωτερική του στοιβάδα, αφού αποτελεί το πρώτο σημείο επαφής με τον αναγνώστη, και ως τέτοιο είναι πολύ σημαντικό. Επιπλέον, το εξώφυλλο ενός βιβλίου πρέπει αφενός να μπορεί να στέκεται και να σημαίνει κάτι και από μόνο του, και αφετέρου να συνδέεται και να αναπτύσσει έναν διάλογο με το περιεχόμενό του. Χωρίς να εισέλθω σε ερμηνείες και επεξηγήσεις, θα δηλώσω ιδιαίτερα χαρούμενος για τους ήρωες των εξωφύλλων μου: τον άνδρα-ψαλίδι, τον παραχαραγμένο τάρανδο και την οικογένεια Αλυσίδη. Ο Δημήτρης, ο δημιουργός τους, είναι ένας ταλαντούχος ζωγράφος τα σχέδια του οποίου ήμασταν πολύ τυχεροί που είχαμε το προνόμιο να τα θαυμάζουμε στον μαυροπίνακα και σε κάθε άλλη πιθανή επιφάνεια από τότε που πηγαίναμε στο 9ο Δημοτικό σχολείο Καβάλας. Στο ίδιο σχολείο, όπου ο ίδιος –τριάντα χρόνια μετά την αποφοίτησή μας από αυτό, και υπακούοντας σε ένα είδος μαγικής συμμετρίας– διδάσκει σήμερα.
Μιλώντας για την Καβάλα, λοιπόν, θα τοποθετούσατε κάποιες από τις ιστορίες σας του «Δεσμοφύλακα» στην πόλη μας, όπου σύμφωνα με το βιογραφικό σας έχετε (τουλάχιστον κατά το 1/3) γεννηθεί; Πώς αισθάνεστε όποτε επιστρέφετε;
Οι ιστορίες αυτές, με τους παράξενους πρωταγωνιστές τους, θα μπορούσαν να διαδραματίζονται σε πολλές διαφορετικές πόλεις του πλανήτη, οπότε γιατί όχι και στην Καβάλα. Όσον αφορά τα στοιχεία του βιογραφικού μου, θα σας πω ότι μπορείς να πάρεις τον Καβαλιώτη από την Καβάλα, αλλά δεν μπορείς να πάρεις την Καβάλα μέσα από τον Καβαλιώτη. Έζησα στην πόλη τα πρώτα δεκαεννιά χρόνια της ζωής μου. Πρόκειται για τα χρόνια που καθορίζουν τη σχέση ενός ανθρώπου με τον κόσμο και με τον εαυτό του και, παρά το γεγονός ότι σε αυτό το διάστημα υπήρξαν στιγμές ή περίοδοι που θα τις χαρακτήριζα δύσκολες ή αλλόκοτες, αναγνωρίζω ότι έπαιξαν και αυτές τον ρόλο τους για να συζητάμε αυτή τη στιγμή για ιστορίες και βιβλία. Η Καβάλα που αγαπώ, λοιπόν, μπορεί να μην υπάρχει πια ή μπορεί και να μην υπήρξε ποτέ· εννοώ ότι μπορεί να αποτελείται από αναμνήσεις, εικόνες, ήχους, ανθρώπους που είτε δεν υπάρχουν πια είτε έχουν αλλάξει τόσο που δεν αναγνωρίζονται, ωστόσο, έχουν βρει καταφύγιο σε μια εσωτερική μου γωνιά και εκεί διατηρούν τη φρεσκάδα και την αθωότητά τους. Εκεί, εκτός από οικογενειακές στιγμές και στιγμές με φίλους, βρίσκονται πολλές βραδινές βόλτες στον λιμενοβραχίονα, η διαρκώς μεταβαλλόμενη θέα της θάλασσας από κάποιο παγκάκι, πολλές επισκέψεις στο λούναπαρκ με ένα βραστό καλαμπόκι ή μαλλί της γριάς στο χέρι, οι επισκέψεις της κινητής βιβλιοθήκης που ερχόταν κάθε δυο εβδομάδες στη γειτονιά μας στον Άγιο Αθανάσιο και έμοιαζε στα μάτια μου καλύτερη από οποιοδήποτε παγωτατζίδικο, το απογευματινό παιχνίδι στη μεγάλη αυλή του 9ου Δημοτικού μέχρι που έπεφτε το φως, το σκαρφάλωμα στις ανθισμένες αμυγδαλιές κάτω από το σπίτι μας, τη μυρωδιά από το χώμα αμέσως μετά τη βροχή, οι γεμάτες προσδοκίες και τζελ στα μαλλιά έξοδοι του σαββατόβραδου στην Ερυθρού κ.ά. Όλα αυτά και πολλά άλλα, φυλαγμένα καλά, σαλεύουν χαρούμενα εντός μου κάθε φορά που επιστρέφω και, κατηφορίζοντας από τον Άγιο Σίλα, βλέπω την πόλη να απλώνεται δίπλα στη θάλασσα, να σκαρφαλώνει στους γύρω λόφους, και σαν να με καλωσορίζει, μέσω των αντανακλάσεων από τους συλλέκτες των ηλιακών θερμοσίφωνων στις ταράτσες, χαμογελώντας μου και ξεκαθαρίζοντας ότι δεν μου κρατάει καμία κακία που την άφησα και έφυγα μακριά.
Πληροφορίες:https://s22.gr/collections/nefeli/products/achilleas-desmofylakas