• 5 Μαΐου 2024,

Αγωνιστής και νέα κοινωνία…

 Αγωνιστής και νέα κοινωνία…

Οί καιροί πού περνούμε, κι ακόμα φοβερότερο, οί καιροί πού θά περάσουν τά παιδιά και τ’ άγγόνια μας, είναι δύσκολοι. Μά η Δυσκολία στάθηκε πάντα στή ζωή ό μέγας ερεθισμός πού ξυπνάει και κεντρίζει όλες μας τις ορμές, καλές και κακές, γιά νά πηδήξουμε το εμπόδιο πού υψώθηκε ξαφνικά μπροστά μας- κι έτσι, επιστρατεύοντας όλες μας τις δυνάμες, πού αλλιώς θά ύπνωναν ή θά ενεργούσαν σκόρπια κι ανόρεχτα, φτάνουμε κάποτε πολύ μακρύτερα άπ’ ό,τι ελπίζαμε. Γιατί οί έπιστρατευόμενες δυνάμες δέν είναι μονάχα δικές μας, ατομικές, μήτε μονάχα ανθρώπινες. Στή φόρα πού παίρνουμε γιά νά πηδήξουμε, ξαπολύνουνται μέσα μας δυνάμες τρισυπόστατες: ατομικές, πανανθρώπινες, προανθρώπινες.

Τή στιγμή πού συσπειρώνεται ό άνθρωπος σάν ελατήριο γιά νά επιχειρήσει το πήδημα, άλάκερη μέσα μας η ζωή του πλανήτη συσπειρώνεται κι αυτή και παίρνει φόρα. Νιώθουμε, καθαρά τότε, τήν άπλότατη αλήθεια πού τόσο συχνά λησμονούμε στις βολικές κι άγονες στιγμές της ευκολίας: πώς ό άνθρωπος δέν είναι αθάνατος, ,παρά υπηρετεί Κάτι ή Κάποιον αθάνατο.

Οταν απόλυσε η λειτουργία κι οί τελευταίοι πιστοί άρχισαν νά κατεβαίνουν σιγά τή μαρμαρένια σκάλα, ένας νέος μέ ζύγωσε. ξανθά γενάκια, γαλάζια κουρασμένα μάτια, αδύναμος, χλωμός κι έβηχε. Μου ‘πιασε κουβέντα:
— Είστε κι εσείς μαζί μας; μέ ρώτησε μέ συγκίνηση- δέν προδώσατε έσείς τό Χριστό;
—Αν δέ με προδώσει, αποκρίθηκα, δέν τόν προδίνω.

—Ό Χριστός δέν προδίνει ποτέ, έκαμε ό νέος ξαφνιασμένος μέ τό λόγο μου. δέν προδίνει ποτέ, προδίνεται. Μά ελάτε, κάνει κρύο, πάμε σπίτι μου νά πιούμε ένα ζεστό τσάι.
Ό πατέρας του ήταν παλιός άρχοντας, είχε ένα μεγάλο σπίτι, τόν στρίμωξαν τώρα σέ δυο δωμάτια, τό υπόλοιπο ήταν γεμάτο εργατικές φαμίλιες· και του ‘δωκαν τά πιό ανήλιαγα, γιατί δέν είχε μικρά παιδιά κι οί εργάτες είχαν κι έπρεπε νά χαίρουνται τόν ήλιο. Ό νέος γιά νά ζήσει δούλευε στό εργοστάσιο, μά ήταν ποιητής κι όταν του ‘μενε λίγος καιρός έγραφε τραγούδια.
—Γράφω τώρα, είπε, ένα μεγάλο τραγούδι, ένα διάλογο- ό Χριστός κι ένας εργάτης μιλούν. Είναι πρωί, οί σειρήνες στά εργοστάσια σφυρίζουν, κάνει κρύο, χιονίζει. Εργάτες κι εργάτριες τρέχουν τουρτουρίζοντας, μέ στρεβλωμένα άπό τή δουλειά κορμιά, στις φάμπρικες. Ό εργάτης μου παίρνει άπό τό χέρι τό Χριστό και τόν τριγυρνάει στις φάμπρικες, στ’ ανθρακωρυχεία, στά λιμάνια. Ό Χριστός αναστενάζει: «Γιατί οί κολασμένοι ετούτοι;» ρωτάει- «τί έκαμαν; — Δέν ξέρω» του αποκρίνεται ό εργάτης- «έσύ θά μου πεις.» Τόν πάει ύστερα στ’ όγρό χαμώι, μέ τό σβημένο τζάκι, μέ τά παιδιά του πού πεινούν και κλαίνε. Σφαλνάει ό εργάτης τήν πόρτα, αδράχνει τό Χριστό άπό τό μπράτσο, φωνάζει: «Πώς νά φερθούμε, ραβή, στον Καίσαρα; Τί ‘ναι δικό του, νά του τό δώσουμε, ποιο ‘ναι δικό μας, νά τό πάρουμε;»
Ό νέος σταμάτησε λαχανιασμένος- κουνούσε ανήσυχα, βίαια τά χέρια.
— Λοιπόν; ρώτησα. και τί απάντησε ό Χριστός;
— Δέν ξέρω, αποκρίθηκε ό τελευταίος πιστός και κοίταξε γύρα του φοβισμένος- δέν ξέρω ακόμα- ή, καλύτερα, δέν ξέρω πιά. Ό νέος έπεσε σέ μιαν ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα κι έκρυψε μέ τις άπαλάμες του τό πρόσωπο.
—  Γιατί; Γιατί; μουρμούρισε.
Ρωτάει και τούτος, συλλογίστηκα, ρωτάει και δέ βρίσκει απάντηση. Θά μπορούσε άραγε ό Χριστός ν’ απαντήσει; Γιατί δέ ρωτάει τόν Λένιν;
—  Γιατί δέ ρωτάς τόν Λένιν; τόν ρώτησα και χωρίς νά τό θέλω η φωνή μου ήταν θυμωμένη.
— Τόν ρώτησα.
— Και τί σου αποκρίθηκε;
—  «Προλετάριοι όλου του κόσμου, ενωθείτε!» Τινάχτηκα οργισμένος: «Μά γιά τήν ψυχή σέ ρωτώ, Νικολάι Ίλίτς, γιά τό Θεό, γιά τήν αιωνιότητα.»
— Και λοιπόν;
—  Σήκωσε τους ώμους και γέλασε. «Μπουρζονι…» μουρμούρισε και πάτησε μέ τό τακούνι του τό τσιγάρο πού κάπνιζε.

Μεγάλο είναι τά δάσος, καλός ό αγέρας.

Εμπρός, Μπε-Κού, άρματώσου τό δοξάρι.

 Άπό δω, άπό κει, άπό δω, άπό κει! 

Ενα γουρούνι! Ποιος σκοτώνει τό γουρούνι;
Κακόμοιρε Μπε-Κού! Ό Μπε-Κού!
Μά ποιος τό τρώει; Κακόμοιρε Μπε-Κού!
Εμπρός, κομμάτιασε το- θά φας τις κοιλιές.
Μπάμ! Κυλίστηκε κάτω ένας έλέφας!
Ποιος τόν σκότωσε; Ό Μπε-Κού!
Ποιος θά πάρει τ’ ακριβά χαλόδοντα; Κακόμοιρε Μπε-Κού !
Υπομονή, Μπέ-Κού. θά σου δώσουν την ουρά.

(Τραγούδι των Πυγμαίων)

Οσο περνούσαν οί μέρες τόσο ένιωθα τή μυστική γοητεία της Ρουσίας νά μπαίνει και πιό βαθιά μέσα μου. Δέν ήταν μονάχα τό ξωτικό θέαμα του υπερβόρειου χειμώνα μήτε η πρωτόγνωρη γύρα μου σλαβική ζωή—οί άνθρωποι,τα παλάτια, οί εκκλησιές, οί τρόικες, οί μπαλαλάικες κι οί χοροί, πού με γοήτευαν. μα κάτι άλλο, πιό μυστικό και πιό βαθύ: ένιωθα έδώ, στό ρούσικον αέρα, τις δυο αρχέγονες κοσμογονικές δυνάμες, φανερά, σχεδόν ορατά, να συγκρούουνται- και τόσο ως το σπλάχνο σου έμπαινε ό γύρα σου αγέρας του πολέμου πού, θέλοντας και μή, ρίχνουσουν κι εσύ στον αγώνα, μέ τη μια ή με την άλλη κοσμογονικιά δύναμη και πολεμούσες. Ό,τι τόσο έντονα είχα δοκιμάσει στη μικροσκοπικιά μου ύπαρξη, τό ‘βλεπα έδώ ανήλεο, φοβερό, στό απέραντο σώμα της Ρουσίας. Ηταν ό ίδιος αγώνας, η ίδια απαράλλαχτη πάλη, οί ίδιοι αιώνιοι αντίπαλοι: τό Φως και τό Σκοτάδι. Κι έτσι, σιγά σιγά, ό αγώνας μου γίνουνταν ένα μέ τόν αγώνα της Ρουσίας, κι η λύτρωση της Ρουσίας θά ‘ταν και λύτρωση δικιά μου. Γιατί τό Φως είναι ένα, αδιαίρετο, κι οπουδήποτε νικήσει ή νικηθεί, νικάει και νικιέται και μέσα σου.
Άπό τή στιγμή πού καταστάλαξε μέσα μου η ταύτιση ετούτη, η μοίρα της Ρουσίας είχε γίνει καί μοίρα δικιά μου. Άγωνίζουμουν κι αγωνιούσα μαζί της. Δέ μέ χωρούσε πια η Μόσχα, κίνησα να δω άπό κοντά όλο τό απέραντο αλώνι, όπου πάλευαν οί παμπάλαιοι οχτροί καί συνεργάτες—άπό τό Λένινγκραντ στό Βλαδιβοστόκ, κι άπό τό Μούρμανσκ της Βόρειας Παγωμένης Θάλασσας ως την Μπουχάρα καί Σαμαρκάνδη.

Κάθε άνθρωπος, κάθε λαός σηκώνει στον ώμο του τό σταυρό του. οί πιό πολλοί τόν κουβαλούν ώς νά πεθάνουν, καί κανένας δέ βρίσκεται νά τους σταυρώσει. Χαρά σέ όποιον σταυρωθεί, γιατί αυτός μονάχα θά χαρεί ανάσταση. Η Ρουσία σταυρώνεται- γυρίζοντας τις χώρες καί τα χωριά της ανατρίχιαζα άπό ιερό δέος· ποτέ δέν είδα τόσο αγώνα, τόση αγωνία απάνω στό σταυρό, τόσες ελπίδες. Πρώτη φορά ένιωσα πόσο δύσκολα αποφασίζει ό άνθρωπος νά κάμει ένα βήμα μπροστά, νά νικήσει την παλιάν αγάπη του, τόν παλιό Θεό, τις παμπάλαιες συνήθειες. Ολα έτούτα πού κάποτε ήταν πνέμα καί τόν έσπρωχναν ν’ ανηφορίζει, μέ τόν καιρό έγιναν ύλη βαριά, σωριάστηκαν στη μέση της πορείας καί δέν αφήνουν τή νέα δημιουργική πνοή νά περάσει.
Εκατομμύρια μουζίκοι άντιστέκουνται, δέν καταλαβαίνουν, δέ θέλουν νά σωθούν κρατούν καρφιά καί καρφώνουν τή Μάνα- γενεές καί γενεές δουλεύουν τό χώμα κι έγιναν χώμα, μισούν τή φλόγα- κι οί εργάτες, πεινασμένοι, λαβωμένοι, όλο φλόγα, σπρώχνουν την ακατέργαστη μάζα, πότε μέ τό καλό, πότε μέ τή βία, νά μπει στό δρόμο της λύτρωσης.
Κι ό κόσμος, ό φρόνιμος, ό χορτάτος, στέκεται γύρα άπό τό ρούσικο αλώνι όπου τό Φώς καί τό Σκοτάδι παλεύουν, καί χαχαρίζει: «Πάει, χάθηκε η Ρουσία!» Γιατί οί φρόνιμοι, οί χορτάτοι, δέν μπορούν νά καταλάβουν τις αόρατες αναστάσιμες δυνάμες του Σταυρωμού. Μά καθώς είπε ό Χριστός, τό σιτάρι, γιά νά γίνει αστάχυ, πρέπει νά κατέβει στη γης καί νά πεθάνει- όμοια πάσχει κι η Ρουσία. σάν ένας σπόρος σιτάρι, σά μιά μεγάλη ιδέα.

Ενα απόκρυφο Βαγγέλιο αναφέρει πώς ό αγαπημένος μαθητής Ιωάννης, την ώρα πού όρθιος έκλαιγε ομπρός στό Σταυρωμένο, είδε μιαν καταπληχτικιάν οπτασία: Ό σταυρός δέν ήταν άπό ξύλο παρά άπό φώς, κι απάνω στό σταυρό δέν ήταν ό σταυρωμένος ένας άνθρωπος παρά χιλιάδες γυναίκες, άντρες καί παιδιά πού βογκούσαν καί πέθαιναν. «Ετρεμε ό αγαπημένος μαθητής καί δέν μπορούσε νά συλλάβει καί νά σταματήσει καμιά μορφή· όλες, αναρίθμητες, μετάλλαζαν, έτρεχαν καί χάνουνταν κι άλλες ξανάρχουνταν… Κι όλομεμιάς όλες έσβησαν κι απόμεινε απάνω στό σταυρό μονάχα μιά Κραυγή σταυρωμένη.
Σήμερα το δράμα αυτό σπαράζει μπροστά μας· μά σήμερα ό Λυτρωτής δέν είναι ένας άνθρωπος παρά άλάκερος Λαός. Η Ρουσία άλάκερη, εκατομμύρια άντρες καί γυναικόπαιδα, σταυρώνουνται καί πάσχουν χάνουνται, ρέουν, δέν ξεχωρίζεις μιαν ορισμένη μορφή. μά μέσα άπό τους αναρίθμητους θανάτους θ’ απομείνει, σίγουρα, η Κραυγή.
Φτάνει αυτή- έτσι θα σωθεί πάλι ό κόσμος. Τί θα πει θα σωθεί; Να βρει μια νέα δικαιολογία ζωής, γιατί ή παλιά ξεθύμανε και δεν μπορεί πια να βαστάξει το ανθρώπινο οικοδόμημα. Χαρά σέ οποίον ακούει την Κραυγή της εποχής του, γιατί κάθε εποχή έχει και τή δικιά της Κραυγή, και συνεργάζεται μαζί της» αυτός μονάχα σώζεται.

Ζούμε, κι επομένως δε βλέπουμε, την εποχή μας. μά αν αλήθεια η καινούρια ιδέα, πού σταυρώνεται σήμερα, θά πυρπολήσει και θ’ ανανεώσει τον κόσμο, μπήκαμε κιόλα στην πρώτη πύρινη ζώνη. Μπορεί, ύστερα άπό αιώνες, η εποχή μας ετούτη νά μήν ονομαστεί αναγέννηση, παρά μεσαίωνας. Μεσαίωνας, δηλαδή μεσοβασιλεία, ένας πολιτισμός εξαντλείται, χάνει τή δημιουργική του δύναμη και καταρρέει, και μιά νέα Πνοή, πού την κουβαλάει μιά καινούρια τάξη άνθρωποι, μάχεται μέ αγάπη, μέ σκληρότητα, μέ πίστη, νά δημιουργήσει έναν καινούριο. Η δημιουργία του καινούριου αύτού πολιτισμού δεν είναι σίγουρη—τίποτα δεν είναι άπό τά πριν σίγουρο σέ κάθε δημιουργία. μπορεί το μελλούμενο νά ‘ναι όλοκληρωτικιά καταστροφή, μπορεί και μικρόψυχος συμβιβασμός. μά και μπορεί η νέα δημιουργικιά Πνοή νά νικήσει—και τότε ζούμε στη μεταβατική εποχή μας ετούτη τις σπαραχτικές ώδίνες ενός πολιτισμού που γεννιέται.
Τίποτα δεν είναι βέβαιο- και γι’ αυτό κι η ευθύνη κάθε λαού και κάθε άτόμου στην άμορφη, αβέβαιη εποχή μας, είναι, πιο παρά ποτέ, μεγάλη. Γιατί σέ τέτοιες αβέβαιες, γεμάτες πιθανότητες εποχές, η συνεισφορά του λαού και του άτόμου μπορεί νά ‘χει ανυπολόγιστη αξία.
Ποιο ‘ναι λοιπόν το χρέος μας; Καλά νά ξεχωρίσουμε τήν ιστορική στιγμή πού ζούμε και νά τοποθετήσουμε συνειδητά, σέ ορισμένο στρατόπεδο, τή μικρή μας ενέργεια. Οσο περισσότερο είσαι ρυθμισμένος μέ το ρέμα πού πάει μπροστά, τόσο περισσότερο βοηθάς τή δύσκολη, όλο κίντυνο κι αβεβαιότητα, ανάβαση και λύτρωση του άνθρώπου
.

Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στο Γκρέκο [σελίδες 495-500].

Και:

Κάθε άνθρωπος έχει μιαν Κραυγή να σφεντονίσει στον αέρα πρι να πεθάνει, την Κραυγή του, ας βιαστούμε, το λοιπόν, να προλάβουμε· μπορεί η Κραυγή αυτή νά σκορπίσει άνεργη στον αέρα, μπορεί νά μήν υπάρχει μήτε κάτω στή γης μήτε απάνω στον ουρανό αυτί νά τήν ακούσει· δέν πειράζει· δέν είσαι έσύ πρόβατο, είσαι άνθρωπος, άνθρωπος πάει νά πει ένα πράμα πού δέν είναι βολεμένο καί φωνάζει· φώναζε! Μήν κιοτεύεις, μή θαρρείς πώς επειδή είσαι ζώο εφήμερο δέν μπορείς νά επέμβεις στην κυβέρνηση του κόσμου· αλίμονο, αν ήξερες τή δύναμη σου, θα ‘χες κιόλα ξεπεράσει τα σύνορα του ανθρώπου.

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος    αέναη κίνηση

Διαβάστε επίσης