Άμοιρη πατρίδα

 Άμοιρη πατρίδα

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

 

 

“Ότι χρειαστείτε, εδώ είμαι εγώ.”

Αυτές τις κουβέντες είπε με στόμφο ο Βασίλης στη κόρη του, στο γαμπρό του και στα εγγόνια του που ήταν άνεργα εδώ και τρία χρόνια. Οικονομικά ο συνονόματός του σπούδασε, μαθηματικός ο άλλος, ο μεγαλύτερος, που είχε του σχωρεμένου συμπεθέρου του, το όνομα. Χτύπησε την πόρτα του σπιτιού τους και τους βρήκε όλους γύρω από το Κυριακάτικο μεσημεριανό τραπέζι.

“Κάτσε μαζί μας”, του είπαν, και εκείνος τότε τόνισε για άλλη μια φορά και με μεγαλύτερη έμφαση τώρα, γιατί του φάνηκε πως δεν κατάλαβαν αυτό που πρωτύτερα τους είπε.

“Ότι χρειαστείτε, εδώ είμαι εγώ.”

“Καλά παππού, κάτσε τώρα” είπε ο μικρότερος εγγονός του, o Βασίλης, και του έκανε τόπο.

“Με χτύπησε στη πλάτη. Στη πλάτη με χτύπησε σας λέω, και μου είπε πως χάρηκε πολύ που με γνώρισε, και πως, ότι θελήσω, να πάω να τον βρω. Γι’ αυτό κι εγώ σας λέω. Ότι χρειαστείτε βασιστείτε πάνω μου.”

“Ποιός ρε πατέρα σε χτύπησε στη πλάτη;”

“Εκείνος που ήρθε σήμερα μετά την εκκλησιά στον καφενέ και μας μίλησε.”

 

Έτσι του είπε του Βασίλη εκείνος ο ξενομερίτης που ήρθε στο χωριό, στον καφενέ του Πελοπίδα. Ότι χρειαστεί κι αυτός και τα παιδιά του, να πάει να τον βρει στο γραφείο του μετά τις εκλογές. Κι ύστερα, τον χτύπησε δύο τρεις φορές στην πλάτη. Ωραίος κύριος, λεβέντικο παρουσιαστικό. Μελαχρινός, σγουρομάλλης και πεντακάθαρος. Όχι σαν και τους χωριάτες που ήταν οι θαμώνες του καφενέ. Με το μπλε ρουά κουστουμάκι του που είχε τσάκιση ξυράφι στο παντελόνι του, τη κόκκινη γραβατούλα του και το κασκόλ του ριγμένο στους ώμους και γύρω από το λαιμό. Κόκκινο κι αυτό. Του χάλασε λίγο το κόκκινο το χρώμα, του Βασίλη, και παραξενεύτηκε κιόλας. Ποτέ δεν του άρεσε το κόκκινο και από τότε μάλιστα, από τότε που μια φορά είχε βάψει τα κατακόρυφα σιδεράκια των κάγκελων του μπροστινού προς τον δρόμο μπαλκονιού του σπιτιού του, ένα πράσινο ένα κόκκινο κι ένα μπλε εναλλάξ, το μίσησε το κόκκινο. Δεν του άρεσε που δεν του άρεσε το κόκκινο το χρώμα και από τότε, από εκείνο το λάθος που έκανε τότε, το μίσησε κιόλας. Και ένας φόβος τον έπιανε σαν το έβλεπε.

 

Ήταν τότε, στα χρόνια της “Εθνοσωτηρίου Επαναστάσεως” που επιμελήθηκε ο Βασίλης τα σκουριασμένα από καιρό κάγκελα. Κάποια μέρα μετά που τα έβαψε, πέρασε από το σπίτι του ο ενωμοτάρχης της χωροφυλακής – είχαν τότε χωροφυλακή στο χωριό – και του κούνησε αυστηρά το δάχτυλο. Το ίδιο απόγευμα αγόρασε από το μπακάλικο του Τάσου που είχε απ’ όλα – Γενικόν Εμπόριον, έγραφε η ταμπέλα απ’ έξω πάνω από την είσοδο – άσπρη λαδομπογιά και ξανάβαψε τα κόκκινα κάγκελα μπλε, κι έτσι έγιναν, ένα πράσινο, ένα άσπρο κι ένα μπλε στη σειρά, κι ύστερα επαναλαμβάνονταν ξανά το ίδιο. Τρία χέρια τα έκανε ως να χαθεί το κόκκινο και την άλλη μέρα τα πέρασε άλλο ένα χέρι γιατί αντιφέγγιζε από κάτω το καταραμένο το κόκκινο. Κι αργότερα, όταν ήρθε εκείνος με το ζιβάγκο, πανωχρωμάτισε και τα πράσινα. Το ένα πράσινο το έβαψε  άσπρο και το επόμενο μπλε. Του κόμματος τού φρυδά τα χρώματα, και της πατρίδας. Καημένη πατρίδα, άμοιρη πατρίδα.

 

Και τώρα αυτός, να φορά κόκκινη γραβάτα, και κασκόλ. Γίνεται; Δεν γίνεται, δεν είναι πρέπον, δεν είναι το σωστό. Και άμα ζούσε και ο ενωμοτάρχης και ήταν τώρα εδώ…… Αλλά πάλι, μάλλον ήταν για λόγους άλλους, που δεν πήγαινε το μυαλό του. Καθόλου δεν πήγαινε το μυαλό του κι ούτε να το καταλάβει μπορούσε. Τέλος πάντων, κάτι παραπάνω θα ήξερε αυτός, αλλά και πάλι δυσκολεύονταν πολύ να το χωνέψει αυτό ο Βασίλης. Πάντως, τέτοιος, σαν από τους άλλους δεν ήταν. Του το είπε ο αξάδερφός του ο Σταύρος που ήξερε απ’ αυτά, και ήταν και ο κομματάρχης του χωριού. Ο Σταύρος τον σύστησε σε αυτόν τον ξένο που ήρθε να τους μιλήσει για τα προβλήματά τους, κι ύστερα εκείνος του έδωσε το ένα χέρι που σαν βελούδο μαλακό ήταν, και με το άλλο τον χτύπησε στην πλάτη. Φιλικά πολύ τον χτύπησε και του είπε εκείνο το:

 

“Ότι χρειαστείς κύριε Βασίλη, σε μένα.” Και κύριο κιόλας τον είπε. “Κύριε Βασίλη”… έτσι τον είπε. Πολύ χάρηκε ο Βασίλης και ούτε που σημασία έδωσε σε αυτά που έλεγε μετά εκείνος μέσα στον καφενέ. Πάντως, ήταν σίγουρος, ότι σωστά πράγματα έλεγε και κάποια στιγμή τον άκουσε που είπε κιόλας:

“Εγώ μεγάλα λόγια δεν λέω, και ότι είπα, ψεύτικες υποσχέσεις δεν είναι και θα το δείτε.”

Αυτό, το πίστεψε ο Βασίλης, κι αυτό που τον έκανε πιο πολύ να τον πιστέψει και ακόμα να χαρεί και να νιώσει και μια απέραντη περηφάνια ήταν το χτύπημα στην πλάτη.

 

Έφυγε από τον καφενέ, διέσχισε κορδωμένος τον κεντρικό δρόμο του χωριού και πήρε τον ανήφορο. Έφτασε στο σπίτι της κόρης του και χτύπησε την πόρτα.

“Έλα πατέρα, κάτσε να φας μαζί μας”, του είπε ο γαμπρός του.

“Ότι χρειαστείτε, εδώ είμαι εγώ”, είπε ο Βασίλης.

“Καλά παππού, κάτσε τώρα”, του είπε ο μικρός, ο Βασίλης ο οικονομολόγος και του έκανε τόπο.

Η κόρη του ακούμπησε με προσοχή το πιάτο με το φαγητό μπροστά του…

“Πάρε και ψωμί”, πατέρα.

Εκείνος, ο μπάρμπα Βασίλης, ο κύριος, που είχε χάσει και την γυναίκα του εδώ και λίγους μήνες, τους κοίταξε ένα γύρω όλους, έκανε τον σταυρό του και άρχισε να τρώει πλήρως ευχαριστημένος για τις όμορφες στιγμές που έζησε τούτη τη μέρα. Μα ύστερα, σαν κάτι να έγινε στα μέσα του, σαν να άλλαξε κάτι και μετά από λίγο συννέφιασε το πρόσωπό του και σαν κάτι άρχισε να φαίνεται πως βασάνιζε τη σκέψη του…. Να καταλάβει τί ήταν αυτό δεν μπορούσε. Σταμάτησε για λίγο το φαγητό, άφησε κάτω το πιρούνι και με το χέρι του έξυσε το κεφάλι του μπας και ξεδιαλύνει η σκέψη του…και ναι…. ναι…

Ναι…αυτό ήταν…αυτή η σκέψη τριβέλιζε τον νου του….

Ήταν, που στο χωριό του, όλο το τελευταίο αυτό καιρό, έρχονταν κι άλλοι τέτοιοι ξένοι, κι όλοι, όλους τους χωριανούς, φιλικά στη πλάτη, τους χτυπούσαν…

 

Κάτι σαν να αρχίνησε στο μυαλό του μέσα μορφή να παίρνει…

 

Δεν ξαναμίλησε…..

 

Παλαιοχώρι Παγγαίου 15.2.2020

Διαβάστε επίσης