Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Ένα φαρδύ κομμάτι τσόχινο ύφασμα σκούρο καφέ, τυλιγμένο γύρω από το κάτω μέρος του σώματός της, ήταν ας πούμε η φούστα της. Η ίδια πάντα χειμώνα καλοκαίρι. Ένα χοντρό λάστιχο, ήταν ραμμένο στο πάνω μέρος τής φούστας, για να την κρατά στη μέση της. Με σπαγκοκλωνή που ήταν στη σακοράφα του τσαγκάρη περασμένη ήταν στο ύφασμα το λάστιχο ραμμένο. Εσώρουχο δεν φορούσε. Ούτε κάτω, ούτε πάνω. Άχρηστα έλεγε η μάνα της ότι είναι. Καμιά δεν φορούσε, της έλεγε. Μονάχα οι ξιπασμένες.
Στο πάνω μέρος του σώματός της, εσωτερικά στο κορμί της, φορούσε κατάσαρκα μια μπεζ φανέλα μάλλινη κοντομάνικη, που της είχε δώσει εκείνος που τον φώναζε παππού, και που τη χάιδευε και της έπιανε συνέχεια τα βυζιά και τον κώλο στο ασχημάτιστο ακόμα κορμί της. Και έκανε και κάτι άλλα πράγματα μερικές φορές, που καθόλου δεν της άρεσαν της Αντιγόνης. Πάνω από τη φανέλα, φορούσε μια κόκκινη ψαράδικη μπλούζα με γυριστό γιακά στο λαιμό ψηλά, που της είχε χαρίσει ο εμποράκος. Εκείνος που έρχονταν στη γειτονιά της, με δύο υφασμάτινες λαδοπράσινες με κιτρινοκόκκινες γραμμές σε σχήματα καρό βαλίτσες, και πουλούσε ρούχα και άλλα εμπορεύματα, καθώς επίσης και είδη προικός. Δέχονταν και παραγγελίες. Θα του παράγγελνε την προίκα της, του είχε πει του εμποράκου η Αντιγόνη, όταν θα έρχονταν η ώρα της για παντρειά. Κι όλο ρωτούσε τη μάνα της, χοροπηδώντας. “Πότε θα έρθει η ώρα μου μάνα;” Και εκείνη μια λέξη μονάχα έλεγε: “Ακόμα”. Του είχε απομείνει αυτουνού του εμποράκου η κόκκινη παράξενη αυτή μπλούζα. Κανένας δεν την αγόραζε. Χαρά που έκανε η Αντιγόνη! Έκοψε και τον γυριστό γιακά και τον έκανε μαντήλι για τα μαλλιά της. Όμορφη που ήταν!
Για πανωφόρι είχε ένα χοντρό σακί από λινάτσα.Τρεις τρύπες, μια μεγάλη στον πάτο του για το κεφάλι, και δύο δεξιά κι αριστερά για τα χέρια της. Της άρεσε έτσι αμάνικο που ήταν, και φαίνονταν το κόκκινο τής απομέσα μπλούζας χρώμα. Το μόνο χρώμα στην σκούρα ζωή της αυτό ήταν. Κόκκινο σαν αίμα.
Νεραϊδοπιασμένη και αλλοπαρμένη ήταν η Αντιγόνη. Αγνώστου πατρός, πλην όμως γνωστής μητρός. Της Ισμήνης, που ήταν ζητιάνα από μικρή και ελαφρών ηθών όταν λίγο μεγάλωσε. Έτσι την έλεγαν οι γραμματιζούμενοι της γειτονιάς της. Ελαφρών ηθών την έλεγαν. Οι άλλοι, πουτάνα, την έλεγαν. Δεν το ήθελε η Ισμήνη τέτοια να είναι, μα έτσι το έφεραν οι περιστάσεις και κατάντησε. Η φύση, αυτή η φύση με τα καλά της και με τα κακά της, με τις αδικίες της και τα μεγάλα λάθη της, έκανε τα κουμάντα της και έφτιαξε την Ισμήνη. Έτσι, ξεκίνησε από τα δεκατέσσερά της να δέχεται στο κρεβάτι της κάθε καρυδιάς καρύδι. Και αυτούς που πουτάνα την έλεγαν, αλλά και τους άλλους, αυτούς που ήξεραν γράμματα πολλά. Και έτσι συνέχισε. Για να ζήσει. Άλλον δικό της δεν είχε. Την είχαν παρατήσει από μικρή στο δρόμο. Σε ένα μισογκρεμισμένο χαμόσπιτο έμενε, πιο χαμηλά από τα μαντριά που ήταν γύρω στα ξεροβούνια στην άκρη του οικισμού. Κάποιος της είχε πει ότι ήταν των γονέων της. Ούτε που το έψαξε, ούτε και κανείς ασχολήθηκε με αυτό. Κανείς απ’αυτούς που δέχονταν στα σκέλια της δεν της είπε τίποτα. Ποτέ. Μονάχα έρχονταν έκαναν τη δουλειά τους, της έδιναν κανένα φράγκο ή κανένα ξεροκόμματο κι έφευγαν ξαλαφρωμένοι και αναπαυμένοι. Με ήσυχη τη συνείδησή τους. Και ύστερα, όπως βέβαια συνήθως γίνονταν τα χρόνια εκείνα και ήταν και επόμενο, στα δεκαοχτώ της έμεινε έγκυος. Όσο κι αν πρόσεχε, κι αν έβαζε μέσα της σφουγγάρι και ύστερα ξεπλένονταν με ξυδόνερο όπως της είχε πει μια γριά που ήταν χρόνια στο κουρμπέτι. Στον ξερόλακκα την γέννησε την κόρη της, κάτω από το Σανατόριο. Με μια ξάσπρη στρογγυλή πέτρα χτύπησε πάνω σε μια άλλη τον ομφάλιο λώρο και τον έκοψε. Πήρε στην αγκάλη της το νεογέννητο κι ανέβηκε στο σανατόριο. Εκεί την ψιλοφρόντισαν και “άντε τώρα πήγαινε”, της είπαν.
Από μικρή η Αντιγόνη ήταν χοροπηδηχτή. Και στον βηματισμό και στο μυαλό και στη παράξενη λαλιά της, καθώς για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα χρόνια η φύση έκανε το “θαύμα” της, κι έφτιαξε και την Αντιγόνη.
Αλλού πατούσε και αλλού βρίσκονταν. Μια στην πέτρα και μια στο χώμα. Μια στο ρίζωμα και μια στη φυλλωσιά. Μια σε απάτητες κορφές και μια σε απύθμενα πηγάδια. Εκεί, που όταν οι σκέψεις της γίνονταν λόγια και κουβέντες, χάνονταν στα ύψη και στα βάθη. Άλλος να μην τις ακούσει, να μην τις μάθει. Δεν ήταν λόγια αυτά για ανθρωπινά αυτιά. Ώρες ώρες νόμιζε πως ήταν δέντρο, μα δέντρο ανάποδο. Ρίζες ανάποδες, πόδια που έσκαφταν το χώμα ήταν τα κλαδοχέρια της, και έψαχναν μέρος να βρουν ψηλά στον ουρανό να κρατηθούν τα ριζοπόδαρά της. Ανάποδες και οι συναισθήσεις της. Γελούσε με γέλιο δυνατό, συριχτό με φάλτσο οξύ που σου τρυπούσε τα αυτιά όταν να κλάψει σαν όλους τους άλλους, έπρεπε. Στον θάνατο ας πούμε. Κι ήταν έτσι καμωμένο αυτό, γιατί δεν είχε “έπρεπε”, γι αυτήν. Ασύμβατη, να συνταιριάξει με κανέναν δεν ήταν δυνατόν, και με τα πάντα ασυμβίβαστη ήταν η φτιασιά της. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της σαν ήτανε στιγμές για γέλια. Ήξερε αυτή, γνώριζε το γιατί έτσι ανάποδα σε όλα σκέφτονταν και ενεργούσε. Να καταλάβουν οι άλλοι το γιατί δεν ήταν δυνατόν, και ούτε που την ένοιαζε καθόλου εκείνη κιόλας.Τα δάκρυά της πέτρινα ανάβλυζαν από τα μάτια της σαν ήταν μοναχή της, κυλούσαν στο πρόσωπό της κι έπεφταν στη γη με κρότο. Μικρούς κρατήρες άνοιγαν στης γης το χώμα.
Δεκάδες τα πεφταστέρια τις πρώτες νύχτες εκείνου του Αυγούστου στον ουρανό, και μια απ’αυτές τις νύχτες, βρήκε η Αντιγόνη την μάνα της νεκρή στο κρεβάτι της. Γυμνή. Ούρλιαξε, κι έφτασε στα αστέρια το ουρλιαχτό της. Κανείς δεν νοιάστηκε πως πέθανε η Ισμήνη. Μέχρι τη μέρα που πέθανε, την είχε προφυλάξει την Αντιγόνη η μάνα της απ’το δικό της το μαρτύριο. Άντρας δεν την είχε αγγίξει ως τότε, εξόν τον γέρο σαν ήτανε μικρή. Τον ξυλοφόρτωσε μια μέρα όμως κι έπαψε εκείνος να τη χαϊδολογά. Την έκρυβε σαν έρχονταν στο σπίτι της οι άντρες. Ούτε τριανταπέντε δεν ήταν η Ισμήνη και στα δεκάξι η Αντιγόνη. Την παράχωσαν όπως όπως.
Μια τέτοια νύχτα, δυο μέρες μετά, κάθονταν στον ξερόλακκα πάνω σε εκείνον τον αγαπημένο της τον κάτασπρο τον βράχο, η Αντιγόνη. Έκλαψε, έκλαψε πολύ. Με την ψυχή της έκλαψε. Ύστερα έγειρε πίσω το κεφάλι της, σκούπισε τα δάκρυά της και χάζευε τα πεφταστέρια. Έκαναν ευχή οι άνθρωποι όταν έβλεπαν να πέφτει ένα αστέρι, είχε ακούσει. Έτσι είχε ακούσει να λένε, μα αυτή δεν είχε, δεν ήξερε καμιά ευχή να κάνει. Δεν έβρισκε τί να ζητήσει. Ώρα πολλή κοιτούσε να χαρακώνεται ο μαύρος ουρανός, ως που στο τέλος γεννήθηκε μια ευχή μέσα στον παραλοϊσμένο νου της.
“Κύριε”, είπε. “Κύριε και εξουσιαστή τού Σύμπαντος, κάνε με να βρω μια ευχή να έχω, από τα πεφταστέρια να ζητήσω. Μονάχα μία.”
Δυο μέρες μετά, την βρήκαν πιο πάνω στον ξερόλακκα, εκεί που έπεφτε σαν καταρράκτης το νερό όταν έβρεχε πολύ. Πάνω στον κάτασπρο τον βράχο που είχε μεριές μεριές κόκκινος βαφτεί την βρήκαν. Ανοιγμένο στα δύο το κεφάλι της. Ψηλά τραβηγμένη ήταν η τσόχινη η φούστα της, και το κορμί της γυμνό.
Πήγαν και ήρθαν λίγες μέρες οι χωροφυλάκοι. Ρώτησαν, έμαθαν, σιγά τώρα μην ασχολούνταν παραπάνω με τις πουτάνες. Έτσι είπαν και στη γειτονιά, πουτάνες. Και οι γυναίκες και οι άντρες. Περισσότερο οι γυναίκες. Πουτάνες είπαν και ξεβρώμισε η γειτονιά τους. Και έβγαλαν το πόρισμα οι χωροφυλάκοι και έκλεισε ο φάκελος που λένε.
“Αυτοκτονία”, είπαν και αποφάνθηκαν. Έτσι είπαν. “Αυτοκτόνησε γιατί έχασε την μάνα της και έμεινε μοναχή της, η λωλοπαρμένη.”
Έτσι αποφάνθηκαν, και…. “λωλοπαρμένη” την είπαν. Έτσι την είπαν κι ύστερα από λίγο καιρό, ξεχάστηκε η Αντιγόνη. Η Ισμήνη είχε ήδη σβηστεί από τη μνήμη τους. Όλοι τις ξέχασαν. Με τις πρώτες βροχές τού Σεπτεμβρίου αχνορόδισε ο κάτασπρος ο βράχος κι αργότερα ξάσπρισε πάλι. Όπως ήταν πριν.
Όλοι τις ξέχασαν.
Κανείς πια δεν θυμόταν την Αντιγόνη.
Την Αντιγόνη την Νεραϊδοπιασμένη…
*****
Πέρασαν χρόνια αρκετά, χαράχτηκε, κι έγινε δρόμος κανονικός στη γειτονιά τους. Έκοψε το χαμόσπιτο στα δυο. Έγινε και ένα γεφύρι στον ξερόλακκα. Πιο πάνω έγινε. Εκεί, στον καταρράκτη. Όποιος με τα πόδια διασχίζει το γεφύρι, στέκεται για λίγο και αποθαυμάζει κάτω χαμηλά στο βάθος, εκεί που σκάει ο καταρράκτης σαν έχει νερό ο ξερόλακκας, τον κάτασπρο τον βράχο. Κάτι έχει ακούσει γι αυτόν να ψιθυρίζουν, μα δεν θυμάται καλά..….
Νοέμβριος 2019