Από το παράθυρό μου: Χαμένος από χέρι

 Από το παράθυρό μου: Χαμένος από χέρι

του Τάσου Βιζικίδη


Η μέρα μοιάζει να μη θέλει να ξημερώσει. Ομίχλη και μουντάδα δυσκολεύουν το φως να περάσει κι όταν αυτό τα καταφέρνει, γλιστράει στις προσόψεις των σπιτιών, ξεθυμασμένο, χλεμπονιάρικο…

Ταξί σταματάει κάτω απ’ το παράθυρό μου. Ανοίγει η πίσω πόρτα, ο τύπος που βγαίνει κατευθύνεται στο σπίτι της Χρυσούλας. Αναγνωρίζω το μοναχοπαίδι της, τον Χάμπο, που είναι και ο μόνος συγγενής που της έχει απομείνει.

Πέρασε καιρός από τη τελευταία φορά που τον είδαμε. Γνωρίζουμε όλοι στη γειτονιά τα δύσκολα, παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Ίσως είναι ο μοναδικός άνθρωπος στην πόλη που δεν νοσταλγεί την εποχή της αθωότητας… Εδώ που τα λέμε τι να νοσταλγήσει;

Άνεργοι οι δικοί του για μεγάλα διαστήματα, ευτυχώς που υπήρχαν τα συσσίτια στην κρίση, αλλιώς… Στάθηκαν όμως τυχεροί με το σπιτονοικοκύρη τους, έπεσαν σε άνθρωπο με κατανόηση και δεν βρέθηκαν στο δρόμο.

Στο σχολείο όταν οι συμμαθητές του προετοίμαζαν το μέλλον τους με κατ’ οίκον φροντιστήρια αυτός έκανε θελήματα για τον μπακάλη της γειτονιάς. Με το ζόρι περνούσε τις τάξεις στο γυμνάσιο, οι δουλειές του ποδαριού που έκανε του έκλεβαν ώρες διαβάσματος…

Τον είχαν μάλιστα προειδοποιήσει οι καθηγητές του «Δεν έχεις καλές βάσεις προσπάθησε περισσότερο…», «Σε λίγα χρόνια παίζεται το μέλλον σου…», «Αν αποτύχεις καταστράφηκες…» Ο Χάμπος μετά από τέτοιες παρατηρήσεις γινόταν άλλος άνθρωπος, τριγυρνούσε τα βράδια στη γειτονιά χτυπώντας πόρτες και κουδούνια, έτσι, δίχως λόγο.

Αυτοί που γνώριζαν έλεγαν πως μάλλον ήταν υπό την επήρεια ουσιών… Σε πολλούς ο θόρυβος που έκανε θύμιζε κροτίδες γηπέδων… Κάποιοι άλλοι τραβούσαν τις κουρτίνες κι έδειχναν στα παιδιά τους έναν αποτυχημένο, ξοφλημένο, συνομήλικο τους…

Ήταν και καναδυό γείτονες που τον άκουσαν λέει να ζητάει βοήθεια, αυτούς κανείς μας δεν τους πίστεψε… Θυμάμαι ακόμη τις σκόρπιες κουβέντες που έγιναν γι’ αυτόν μετά τις «μεγάλες» εξετάσεις, «Κρίμα το παιδί δεν μπήκε σε καμιά σχολή…», «Πάει αυτός καταστράφηκε..», «Χαράμισε τη ζωή του…»

Ο Χάμπος μπορεί να μην άκουγε τα σχόλια τα έβλεπε όμως στα βλέμματα όλων… Μια μέρα δεν άντεξε «Ναι, ρε, κοίτα με καλά έτσι μοιάζουν οι αποτυχημένοι…» φώναξε σ’ ένα γείτονα που τον «κάρφωνε» από το απέναντι πεζοδρόμιο…

Οι συναναστροφές του ήταν με συνομηλίκους του που βρίσκονταν στην ίδια μοίρα. Οι μελλοντικά καταδικασμένοι ενήλικες, πάσχιζαν να επιβεβαιώσουν τους «δικαστές» τους στο παρόν…Με αρχηγό τον Χάμπο, έπαιρναν τους δρόμους τρομοκρατώντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους κι ανέβαζαν τα περιστατικά στο διαδίκτυο.

Οι ιστορίες τους γίνονταν viral… Κι όσο πιο άγριες τόσο περισσότερα like, views, τόσο μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα… Ώσπου κάποια στιγμή έπεσαν μετωπικά πάνω σ’ ένα από τα τακτικά εξαγγελλόμενα προγράμματα «νόμου και τάξης», που υλοποιήθηκε μερικούς μήνες πριν από κάποιες εκλογές…

Να ‘τος, τώρα, εφτά χρόνια μετά, γυρνάει στο σπίτι… Στο μεταξύ άλλοι κατέλαβαν τη θέση του στα social media, έλαμψαν και χάθηκαν κι αυτοί με τη σειρά τους. Δεν ξέρω αν αυτό τον ένοιαξε εκεί που ήταν… Το ‘ξερε πάντα πως αυτός ήταν χαμένος από χέρι…

Κλείνω το παράθυρο.

Διαβάστε επίσης