Argine et Rex

 Argine et Rex

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

Δεν θυμάμαι να σας έχω μιλήσει για κείνες τις γλυκές “αρρώστιες” των φοιτητικών μου χρόνων, αλλά και να σας έχω μιλήσει τι πειράζει να σας τα ξαναπώ; Πολλές ήταν οι “αρρώστιες” αυτές – κοινές για πολλούς από εμάς – αλλά οι δικές μου, οι βασικές, ήταν τρεις. Τρεις στον αριθμό ήταν και άκουγαν στα ονόματα, μπιλιάρδο, τάβλι και χαρτιά. Αυτή η τελευταία – αθώα κατά τα άλλα λέξη – η λέξη “χαρτιά”, κρύβει τον διάολο μέσα της. Δεν είναι απλά χαρτιά, ας πούμε φύλλα τετραδίου ή εφημερίδας ή χαρτιά περιτυλίγματος ή χαρτιά υγείας και δεν ξέρω τι άλλα διαολόχαρτα, αλλά είναι εκείνα τα μικρά χάρτινα ιλουστρασιόν καρτελάκια που αργότερα έγιναν πλαστικά, με τους Ρηγάδες, τις Ντάμες και τους Βαλέδες που είχαν τα πολύχρωμα κεφάλια τους αντικριστά. Αλλά όμως είναι και κείνα που έχουν εικόνα τους καταραμένους Άσσους. Αυτά είναι τα “χαρτιά”. Αυτή ήταν η τρίτη μου γλυκιά αρρώστια.
Και γιατί τώρα τους λέω καταραμένους τους Άσσους, θα σας το εξηγήσω παρακάτω.
Σαν Μακεδόνας βέβαια, είχα αδυναμία στον Ρήγα σπαθί που για εικόνα του είχε την φιγούρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Και περισσότερη βέβαια αδυναμία είχα, γιατί στο χωριό μου βρίσκονταν και το ονομαστό κάστρο του. Το κάστρο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Με πρόδωσε όμως πολλές φορές ο Μακεδόνας στρατηγός γιατί στο πόκερ και στη πόκα, έρχονταν στα χέρια μου μοναχός του και μου έμενε ξερός. Ξερός ο Ρήγας σπαθί. Ένας Ρήγας σπαθί και τίποτα άλλο. Πενταφυλία. Οι άλλοι, οι συμπαίκτες μου στο πόκερ και στην πόκα έλεγαν: “έμεινα με έναν Άσσο ξερό”, εγώ έλεγα: “έμεινα με τον Ρήγα σπαθί ξερό”. Κι έχανα συνέχεια μ’αυτόν στο χέρι. Έχανα, αλλά τον συγχωρούσα. Άλλες φορές πάλι που είχα καλό χαρτί καθόσον έρχονταν οι τρεις Ρηγάδες, ο Ρήγας κούπα ο Καρλομάγνος, ο Ρήγας μπαστούνι ο βιβλικός Δαβίδ και ο Ρήγας καρό ο Ιούλιος Καίσαρας, άφαντος ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος. Και είχε τότε ο άλλος, ο συμπαίκτης μου τρεις Άσσους ας πούμε, και έπαιρνε το κόλπο. Χασούρα μεγάλη.
Α ρε Μέγα Αλέξανδρε!
Από τους Βαλέδες είχα αδυναμία στον Βαλέ καρό που είχε σαν ζωγραφιά τον Έκτορα που ήταν αδελφός τού Πάρι, εκεινού που ήταν μάγκας και ωραίος και έκλεψε την ωραία Ελένη και προκάλεσε ολόκληρο πόλεμο και εκστρατείες και σκοτωμούς. Και ήταν και κείνος ο πολυμήχανος Οδυσσέας που έφτιαξε τον Δούρειο ίππο κι ύστερα χρόνια πολλά έψαχνε την Ιθάκη του. Την βρήκε όμως. Αντίθετα με μένα που από τότε την έψαχνα κι εγώ κι ακόμα την ψάχνω και δεν τη βρίσκω. Και ούτε ως φαίνεται θα την βρω ποτέ. Τί Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες και του διαόλου πράγματα, και τί και τί και τί. Όλα μπροστά μου. Εμπόδια στέκουν στη στράτα μου και πουθενά δεν βρίσκω την Ιθάκη μου. Κι ας λέει ο ποιητής. Και περιμένω να γίνω γέρος και πείρα να αποκτήσω, για να καταλάβω τί σημαίνει Ιθάκη.
Αλίμονο!
Τι είναι πια αυτή η Ιθάκη;
Εκτός όμως από όλα αυτά τα παραπάνω, ήταν και κείνη η ωραία Φιλολογίνα η Ελένη με τα σγουρά μαλλιά και τα πράσινα μάτια. Μια άλλη ωραία Ελένη ήταν αυτή. Διαφορερική από την αρχαία που ήταν κόρη του βασιλέα των Θεών, του Δία, και σύζυγος του ατυχούς και προδομένου βασιλέα της Σπάρτης, Μενέλαου. Μια απλή θνητή ήταν η δική μου Ελένη. Και δεν την έκλεψα εγώ, αλλά αυτή έκλεψε εμένα από την Μαρία. Κι ούτε πόλεμος έγινε, ούτε εκστρατείες, ούτε σκοτωμοί καθότι η προς στιγμή προδομένη σύντροφός μου Μαρία, με είχε προ πολλού ερωτικά προδώσει. Θα ζητούσε και τα ρέστα; Και ούτε όμως την Ιθάκη μου να βρω με βοήθησε η Ελένη αυτή. Η δική μου. Αντίθετα πιο πολύ με μπέρδεψε. Συνέχεια με μπέρδευε. Αλλά τότε δεν ήξερα, ούτε να καταλάβω μπορούσα πώς έπρεπε να ψάξω την Ιθάκη μου. Οι λωτοί θα έφταιγαν φαίνεται, που εκτός από τη μνήμη επηρέαζαν κι άλλες περιοχές του νου μου.
Από τις Ντάμες, δύο ήταν οι αδυναμίες μου, η Ντάμα μπαστούνι που είναι η θεά Αθηνά και η Ντάμα σπαθί που είναι η Argine, η βασίλισσα, η Regina.
Πριγκίπισσες….και βασίλισσες…. και Θεές.
Αυτές που γέμιζαν τα παιδικά μου όνειρα. Αυτές που στα όνειρά μου έρχονταν και έρχονταν και που εκεί έμειναν για πάντα. Και έμειναν εκεί, γιατί….. γιατί δεν έχει η ζωή βασιλιάδες, βασίλισσες, παλάτια και χρυσάφια. Καλικάντζαρους μονάχα έχει.
Αυτές λοιπόν τις φιγούρες και τους άσσους είχαν τα χαρτιά. Η τράπουλα.
Ήταν βέβαια και τα άλλα χαρτιά, οι αριθμοί, αλλά ουδεμία αξία είχαν. Ούτε ιστορική, ούτε συναισθηματική. Εξόν το εξάρι, που δεν ξέρω γιατί αδυναμία το είχα και το έχω ακόμα, που όμως, σπανίως έπαιζε στην πόκα. Τώρα βέβαια γίνομαι υπερβολικός λέγοντας ότι ουδεμία αξία είχαν, καθότι δίχως αυτά, παιχνίδι δεν γίνονταν, και ήταν και μερικές φορές που γίνονταν κάποια καλά και μεγάλα κόλπα με τα ανάξια λόγου αυτά χαρτιά, αλλά σπανίως οι παρτίδες αυτές εξέπεμπαν τη συγκίνηση και το τρέμουλο που προκαλούσαν τα κόλπα με τις φιγούρες και τους άσσους.

Γιάννινα. Χειμώνας χίλια εννιακόσια εβδομήντα πέντε. Γωνία 28ης Οκτωβρίου και Χαρίλαου Τρικούπη.
Χαριλάου Τρικούπη, η οδός που φιλοξενούσε την ασφάλεια. Ένας από τους ενοίκους της ο Ζήσης. Ο περιβόητος ασφαλίτης της χούντας με το λαδί Austin Morris.
Διάβολε, που τον θυμήθηκα.
Διάβολε, ξεχνιέται ο Ζήσης.
Ο μεταμορφωμένος σε άνθρωπο Κέρβερος του Άδη.Το απόκοσμο τέρας, γέννημα του Τυφώνα και της Έχιδνας.
Τέλος πάντων άλλη ιστορία αυτή.
Τρίτος όροφος το σπίτι του Σπάχου.
Πράσινη τσόχα στο τραπέζι.
Ο Κοντός, ο Ντακ, ο Θανάσης, ο Λάνσελοτ, ο Σπάχος και εγώ γύρω απ’αυτό.
Τέσσερις το πρωί. Μόλις είχε τελειώσει το μάθημα για την εκμάθηση του επιστημονικού χαρτοπαιγνίου Μπριτζ, από τον εξπέρ Σπάχο και είπαμε να συνεχίσουμε με την λαϊκή πόκα για να ελαφρύνει το μυαλό μας και να τεντωθούν λιγάκι τα κοιμισμένα και ταλαιπωρημένα νεύρα μας. Να ανέβει λίγο και η αδρεναλίνη μας που είχε χτυπήσει λίμιτ ντάουν λόγω της δυσκολίας του Μπριτζ και της εξεταστικής που δεν γίνονταν λόγω κατάληψης. Σιγά την εξεταστική. Έτσι. Να έχουμε να λέμε τώρα. Σάμπως μας ένοιαζε και καθόλου. Στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων εβδομάδων είχε κατέλθει η αδρεναλίνη μας.
Μοιράσαμε τις μάρκες, αδειάσαμε τις τσέπες μας από τα κατοστάρικα και τα πενηντάρικα, κρατήσαμε κάτι φραγκοδίφραγκα για τα βασικά, κι άρχισε το παιχνίδι.
Πρώτη παρτίδα, ένα ποκεράκι. Χτυπώ δύο άσσους στην αρχή, ζευγαρώνω και την ντάμα σπαθί με την ντάμα μπαστούνι στην αλλαγή και με δύο ζευγάρια κι ένα εφτάρι τα μαζεύω από την τσόχα.
Καλά ξεκινήσαμε σκέφτομαι.
Χαρτί κάνει ο Ντακ.
Κούκος μονός σ’ένα ταμπλό λέει. Σκατά. Έμεινα στην εξέλιξη της παρτίδας, με ένα Ρήγα σπαθί στο χέρι και δυο εφτάρια. Ένα που είχα στο χέρι κι ένα από κάτω.
Νάτος ο μέγας Αλέξανδρος. Έκανε την εμφάνισή του και το θαύμα του.
Από κει και πέρα η εξέλιξη του παιγνίου είχε σκαμπανεβάσματα ως τις οκτώμισι το πρωί, με ένα διάλειμμα μιας ώρας στις επτά που πήγαμε για πατσά στη Καλούτσιανη. Επιστρέψαμε και είπαμε να συνεχίσουμε για καμιά ώρα μιας και δεν νυστάζαμε ακόμα. Στις οκτώμισι και αφού ο Ρήγας σπαθί έκανε την εμφάνισή του σποραδικά και που, μα όταν εμφανίζονταν έχανα αυτά που κέρδιζα στις προηγούμενες παρτίδες, είπαμε να κάνουμε ένα τελευταίο γύρο. Στις πέντε παρτίδες πήγα πάσο απ’την αρχή και στην έκτη και τελευταία παρτίδα κάνει χαρτιά ο Λάνσελοτ.
“Καθρέπτης”, δηλώνει το παιχνίδι ο Κώστας, ο επονομαζόμενος Λάνσελοτ λόγω του ότι αυτός είχε αδυναμία στον Βαλέ κούπα.
“Αβλεπί” λέει ο Ντακ και με μια θεαματική κίνηση στοιβάζει στο κέντρο του τραπεζιού ένα μασούρι μάρκες που έγερναν σαν τον Πύργο της Πίζας. Τριακόσιες δραχμές. Σχεδόν μισό μηνιάτικο. “Αβλεπί”, λαϊκό επίρρημα, λέξη που τη χρησιμοποιούσαμε στα φοιτητικά μου χρόνια στην πόκα και που ούτε και ο Μπαμπινιώτης την ξέρει και που σήμαινε ότι χωρίς να δει τα τρία φύλλα που μοίρασε στον καθένα μας και στον εαυτό του ο Λάνσελοτ, και έχοντας εμπιστοσύνη στην τύχη του ο Ντακ, ποντάρισε το μασούρι. Δεκτόν λέμε όλοι.
Είχα δεν είχα τόσα, και κάνω την αποκοτιά.
“Μέσα” δηλώνω, και μένω με ένα σαραντάρι μπροστά μου.
Τρόμαξα!
Μπαίνουν όλοι στο παιχνίδι. Χίλιες οχτακόσιες δραχμές σε κόκκινες, πράσινες, γαλάζιες και κίτρινες μάρκες στενόμακρες, τετράγωνες και στρογγυλές.
Κοιτώ τα φύλλα μου. Έχω δυο άσσους και μια ντάμα στο χέρι. Κάτω έχει τρία φύλλα κλειστά και το ουράνιο τόξο σε μάρκες. Χρήμα πολύχρωμο.
Έχω φύλλο! Καλό φύλλο!
Ανοίγει το πρώτο φύλλο αχτύπητο. Ντάμα. Ζευγαρώνω του άσσους με ντάμες. Ένα άσσο ή μια ντάμα και φούλιασα. Ντούκου, ντούκου, ντούκου, ρέστα μου λέω εγώ και βάζω το τελευταίο σαραντάρι μου μέσα. Ο Ντακ κάνει πως σκέφτεται βάζει το σαραντάρι το δικό μου στο κέντρο και σπρώχνει παραδίπλα άλλο ένα μασούρι για τους άλλους τέσσερις. Πάσο ο Λάνσελοτ, μέσα ο Θανάσης, πάσο οι άλλοι. Ανοίγει το δεύτερο φύλλο. Άσσος. Σμίγει τα φρύδια του ο Ντακ, χαμογελώ μέσα μου εγώ. Σαρδόνιο αφανέρωτο χαμόγελο. Επιτέλους. Φουλ του άσσου με ντάμες. Τρίτο μασούρι ο Ντακ. Μέσα ο Θανάσης. Εγώ ρεστάρισα.
Ανοίγει το τρίτο και τελευταίο φύλλο. Ρήγας σπαθί, ο μέγας Αλέξανδρος, και ο Λάνσελοτ μάς δίνει την δυνατότητα να αλλάξουμε ένα φύλλο όπως επιτάσσει το παιχνίδι. Αλλάζει ο Θανάσης, “καλός είμαι”, λέω εγώ με κεκαλυμμένο κομπασμό. “Καλός είμαι κι εγώ”, λέει κι ο Ντακ.
Ο Ρήγας σπαθί, ο μέγας Αλέξανδρος έκανε την εμφάνισή του κι ούτε που με ένοιαξε. Τι θα έχει ο ξεφτίλας ο Ντακ; Τρεις Ρηγάδες στο χέρι θα έχει;
Δεν χτυπιέται η αλλαγή καθότι ρεστάρισε κι ο Θανάσης.
Τα χαρτιά σας λέει ο Ντακ.
Τρεις ντάμες δηλώνει με συστολή ο Θανάσης που είχε δύο στο χέρι και μια κάτω.
Φουλ του άσσου με ντάμες εγώ και απλώνω το δεξί μου χέρι να μαζέψω το χρωματιστό μπουκέτο. Μισό λεπτό λέει ο Ντακ. Ποιό είναι το τελευταίο χαρτί, ρωτά με παγερή αδιαφορία. Ρήγας σπαθί του λέω εγώ, ο μέγας Αλέξανδρος, κι απλώνω πάλι το χέρι μου. Ταυτόχρονα αντιλαμβάνομαι τους τρεις Ρηγάδες που τους ξαπλώνει αργά και απαλά ο Ντακ πάνω στην πράσινη τσόχα.
Καρέ του Ρήγα. Χλώμιασα. Μια ζαλάδα τύλιξε την ύπαρξή μου και υπεύθυνος ήταν ο Ρήγας σπαθί.
Ο αγαπημένος μου Μέγας Αλέξανδρος.
Το κάστρο.

Χάθηκαν από μπροστά μου όλα τα χρώματα και μια άσπρη απόκοσμη λάμψη τύφλωσε τα μάτια μου.

Α ρε Μέγα Αλέξανδρε…..

Α ρε καταραμένοι Άσσοι….

Νοέμβριος 2018

Διαβάστε επίσης