• 26 Απριλίου 2024,

Αύριο…αύριο κόρη μου…

 Αύριο…αύριο κόρη μου…

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

Στο φεγγαρίσιο φως στραβοπερπάταγε αναδιπλώνοντας τα πόδια του. Το ένα βήμα μπρος τον πήγαινε και τ’άλλο προς τα πίσω. Κι έγερνε. Μια από δω και μια από κει παράγερνε και παράφερνε σα μπαταρισμένη σκούνα. Βαρύ φορτίο το σώμα του και πως να το κουμαντάρει. Μα το μυαλό του, ήταν ελαφρύ. Στα χείλη του ήταν χαραγμένο ένα χαμόγελο που έμοιαζε σα στενάχωρο, πικρό, μα έκρυβε πίσω του χαρά. Χαρά. Ήταν σίγουρος. Πήγαινε στης κόρης του το σπιτικό. Στον εγγονό του. Στον πρώτο εγγονό του πού ‘χε και τ’ όνομά του. Πέντε ήταν.

Ίδια κι απαράλλαχτη και η σημερινή του μέρα ήταν. Σαν όλες. Είχε χαράξει και σήμερα. Σηκώθηκε και βγήκε έξω. Κοίταξε προς τα κάτω. Η θάλασσα στα ντουζένια της από τον χτεσινό νοτιά. Παραμονή. Μπήκε ξανά μέσα ως να βγει ο ήλιος. Θα πέρασε ώρα αρκετή. Δεν το κατάλαβε. Στα χέρια του κρατούσε το μπουκάλι. Άκουγε τα παιδιά έξω στα σοκάκια να καλαντούν… κι αυτός, στον κόσμο του. Έτσι πέρασε ολόκληρη η μέρα του. Έτσι δυο χρόνια τώρα διαδέχονταν η μια την άλλη μέρα. Κάτω στην αποθήκη νυχτοξημερώνονταν άλλοτε ξάπλα στο σανιδένιο καναπέ, κι άλλοτε καθιστός με το στριφτό τσιγάρο κολλημένο στα χείλη του άλλοτε σβηστό κι άλλοτε να καπνίζει ως πάλι να σβηστεί και να πιάσει στα χέρια το τσακμάκι. Δίπλα του ο σοφράς κι απάνω του τα σύνεργα για το κόψιμο του καπνού, η ταμπακιέρα και το μπουκάλι με το ούζο.
Άρχισε να βραδιάζει, όταν, δε ξέρει πια σκέψη έλαμψε στο μυαλό του. Σαν της Βηθλεέμ το αστέρι. Βγήκε έξω κι έφερνε βόλτες πέρα δώθε στην αυλή. Κάπως σα να συνήλθε, να πήρε τον βηματισμό του. Φόρεσε το παλτό του και κίνησε.
Έφτασε, και απ’ έξω απ’ τον δρόμο, φώναξε το όνομά του. Και μια και δυο και τρεις φορές. Ξεψυχισμένα. Τον άκουσε. Άνοιξε η πόρτα και είδε το κεφαλάκι του.
“Έλα”, του είπε. “Κατέβα δω στην οξώπορτα”.
Πίσω φάνηκε η κόρη του και ο μικρός γύρισε και την είδε. Εκείνη με το κεφάλι της τού έγνεψε το ναι. Κατέβηκε τα σκαλιά κι έφτασε κοντά του. Έσπρωξε τη πόρτα εκείνος και την άνοιξε. Στ’ απέναντι του στέκονταν ο εγγονός του.
“Πε τα, πε τα, τα κάλαντα”, του είπε.
Μια λεπτή φωνούλα ακούστηκε… . Χριστός γεννάται… Βηθλεέμ… οι ουρανοί… .. χαίρεται… .
Στη τσέπη του στριφογύριζε μεσ’ στο χέρι του το νόμισμα.
Έσκυψε, τον πήρε μια αγκαλιά και τού’ βάλε στο χεράκι του το νόμισμα…
Του έδωσε κι ένα φιλί.
“Έλα πάνω πατέρα”, του φώναξε η κόρη του.
“Αύριο, κόρη μου… . αύριο…”
Πήρε τον δρόμο για τον γυρισμό.
Στο φεγγαρίσιο φως στραβοπερπάταγε αναδιπλώνοντας τα πόδια του. Το ένα βήμα μπρος τον πήγαινε και τ’άλλο προς τα πίσω.
Λίγο πιο κει έβγαλε από τη τσέπη του το μικρό μπουκαλάκι σήκωσε ψηλά το κεφάλι του και με τρεμάμενο χέρι κατέβασε μια γουλιά.
Έμειναν για λίγο ψηλά τα θολά του μάτια.
Το φεγγάρι ήταν εκεί…

Κάποια παραμονή

Διαβάστε επίσης