• 8 Μαΐου 2024,

Χρίστο Ιβάνοβι

 Χρίστο Ιβάνοβι

 

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


 

Χρήστο τον έλεγαν τον πατέρα της. Χρίστο, κι εκείνον. Δεκατέσσερα χρονώ ήταν η Σμαρώ όταν τον αντίκρισε πρώτη φορά. Στο σπίτι τους ήρθαν ένα βράδυ τέσσερις Βούλγαροι στρατιώτες. Μαζί και ο Χρίστο. Άγριοι που ήταν! Μα δεν ήταν σαν τους άλλους τους άγριους αυτός. Παιδάκι ήταν. Ούτε είκοσι. Για πλιάτσικο ήρθαν. Φορολογία έλεγαν το πλιάτσικο οι Βούλγαροι στρατιώτες και χωροφύλακες. Το 41 ήταν. Στη τρίτη Βουλγαρική κατοχή. Ο παππούς της που έζησε τις δυο προηγούμενες Βουλγαρικές κατοχές το 12  και το 16, πολλές φορές σαν ήταν πιο μικρή, της έλεγε τρομακτικές ιστορίες για τους Βούλγαρους στρατιώτες και χωροφύλακες. Για τους κομιτατζήδες που έκλεβαν μικρά κορίτσια και παιδιά. Και για το ξύλο. Ξύλο πολύ. Πόσο έδερναν!

“Ξύλο, ξύλο….ξύλο πολύ Σμαρούλα μου!” Τρόμαζε πολύ η Σμαρούλα. Πόσο φοβούνταν! Τον είχαν βάλλει και φυλακή τον παππού της. Στα μπουντρούμια τον φυλάκωσαν γιατί, στην δεύτερη κατοχή είχε κρύψει ο μπαμπάς του μια γίδα σε ένα κρυφό μέρος πίσω από το μεγάλο πιθάρι στο κατώι, κι αυτή βέλαξε και την πήραν χαμπάρι. Τους έδειραν πολύ και τους δυο, και τους έκλεισαν στα μπουντρούμια. Στην ηλικία της ήταν τότε ο παππούς της.

Και τώρα πάλι τα ίδια. Ήρθαν εκείνο το βράδυ και τους πήραν όλα τα φαγιά και τα τρόφιμα που είχαν κρυμμένα σε διάφορα μέρη μέσα στο σπίτι και γύρω στις αυλές. Έδειραν τον πατέρα της πολύ και η μάνα της φοβήθηκε και τους είπε και για το λάδι που είχαν θαμμένο μέσα στη γη, στο κιούπι. Έτρεμε από τον φόβο της η Σμαρώ. Εκείνος, ο Χρίστο, “μη φοβάσαι” της είπε. Πως να μη φοβούνταν; Στα Ελληνικά της μίλησε. Δεν ήταν σαν τους άλλους, αυτός. Τον διάταζαν εκείνοι να κάνει το ένα και το άλλο. Τον φοβέριζαν και εκείνον. Δυο τρεις μέρες μετά, πέρασε μόνος από το σπίτι τους. Οι μεγάλοι όλοι ήταν στο χωράφι. Τη φώναξε. Εκείνη φοβήθηκε. “Μη φοβάσαι”, της είπε πάλι. Είχε έναν τουρβά στη πλάτη του. “Πάρε”, της είπε. “Ξέρεις Ελληνικά;” τον ρώτηξε. Η μάνα του ήταν Ελληνίδα. Την είχε πάρει μαζί του ο πατέρας του το δεκαοκτώ από την Τζουμαγιά, όταν την έκαψαν εκείνη την πόλη στο φευγιό τους. Της έσωσε τη ζωή, γιατί, όλους τους άλλους τους σκότωσαν. Μέσα στον τουρβά είχε τρόφιμα πολλά. Τα έκρυψε. Της έδωσε και μια σοκολάτα, την άγγιξε στο χέρι και της έδωσε κι ένα ξαφνικό πεταχτό φιλί στο μάγουλο. “Μη”, του είπε σαν τον είδε να την πλησιάζει, μα δε πρόλαβε. Έφυγε τρέχοντας. Πόσο ντράπηκε, κοκκίνισε απ’ τη ντροπή της. Και πόσο όμως της άρεσε, χτύπησε η καρδιά της. Αλλιώτικα χτύπησε. Αν το μάθαιναν οι άλλοι… ωχ ωχ ωχ. Γιατί να είναι Βούλγαρος χωροφύλακας και εχθρός κατακτητής ο Χρίστο. Αλλά όμως πάλι η μάνα του ήταν Ελληνίδα. Ήρθε κι άλλες φορές στο σπίτι της ο Χρίστο. Όμορφος που ήταν! Κι ύστερα σταμάτησε να έρχεται.

Πέρασαν μέρες πολλές που δεν τον ξαναείδε και ένα Σάββατο, Αύγουστος ήταν, πέρασε από το σπίτι τους. Ανταριασμένος της φάνηκε. Της είπε να τον ακολουθήσει από μακριά. Την διάταξε. Εκείνη, πάλι φοβήθηκε, μα πήγε. Και να μη τη διάταζε, πάλι θα πήγαινε. Όταν έφτασε στην άκρη του χωριού την περίμενε. Καθώς περπατούσαν τώρα πλάι πλάι, της είπε ότι οι άλλοι τον παρακολούθησαν, τα έμαθαν όλα, τον χτύπησαν πολύ και δεν τον άφηναν να βγει έξω. Τώρα τους ξεγέλασε και ήρθε να την δει.

Στην Αγία Παρασκευή τους βρήκαν. Εκείνον σφαγμένο και πεθαμένο, κι εκείνη γυμνή από τη μέση και κάτω και άγρια δαρμένη και μαχαιρωμένη. Πεθαμένη την νόμιζαν. Έζησε, μα δεν ξαναμίλησε σε όλη της τη ζωή η Σμαρώ. Την έκλεισαν στο σπίτι, κι όταν τελείωσε η κατοχή, ο πατέρας της μαζί με τον μικρό του γιο την φυγάδευσαν από το χωριό. Άγνωστο που την πήγαν. Κανείς άλλος δεν έμαθε ποτέ.

Δεν έκαναν αντίποινα οι Βούλγαροι. Κάπως μαθεύτηκε πως οι ίδιοι οι συνάδελφοί του σκότωσαν τον Χρίστο και βίασαν τη Σμαρούλα. Δεν μίλησε όμως κανείς. Ούτε Έλληνας, ούτε Βούλγαρος.

 

Ογδόντα πέντε χρόνια έζησε η Σμαρώ και μια μέρα, ένα παγωμένο χειμώνα πριν δέκα χρόνια, ένας αστυνομικός χτύπησε την πόρτα του πατρικού της.

Ένα γράμμα επίσημο από το γηροκομείο του Αγίου Παντελεήμονα. Το άνοιξε ο Μάρκος, ο αδελφός της. Δάκρυα πλημμύρισαν τα γερασμένα μάτια του.

 

Κυρά – Ρούλα την ήξεραν στο γηροκομείο όπου πήγε την άλλη μέρα ο Μάρκος να παραλάβει τα λιγοστά πράγματά της. Ανάμεσά τους βρήκε κι ένα τετράδιο γεμάτο κολλυβογράμματα. Στην ετικέτα του έγραφε: Η ζωή μου. Σε κάποια από τις μέσα κακογραμμένες σελίδες του τετραδίου, διέκρινε κανείς τις λέξεις: Χρήστος και Χρίστο.

 

Νοέμβριος 2021

Διαβάστε επίσης