• 4 Μαΐου 2024,

Χτες φύσαγε πολύ

 Χτες φύσαγε πολύ

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


Δυο τρεις έμειναν απ’ τους παλιούς. Όλοι οι άλλοι έφυγαν. Στα χρόνια τους, έφυγαν. Άλλαξε η γειτονιά. Άλλα πρόσωπα, παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, τρισέγγονα, γαμπροί και νύφες, και κάποιοι ξένοι, μα όλα κι όλοι, κάτι από τους παλιούς της γειτονιάς τους “ένοικους” θυμίζουν. Ονόματα, μάτια, μέτωπα, γέλια, μιλιά, περπατησιά. Ακόμα κι ένα φτέρνισμα. Περπατώ στους δρόμους και ακούω φωνές, χαχανητά και παιδικές τσιρίδες, καυγάδες και φιλιώματα, κλάματα μωρών και….το «φτου και βγαίνω» της Φωτεινούλας, ακούω.

“Θα φύγω, θα σ’ αφήσω, στη μάνα μου θα πάω, δεν σ’ αντέχω άλλο, μαρτύριο μ’ έκανες τη ζωή”. “Και δε πας!” Μα μένει εκεί, στο μαρτύριο. Είναι και κάποια μαρτύρια πού ‘ναι κι απ’ το πετιμέζι γλυκύτερα. Κι ύστερα σωπαίνουν. Λίγο μετά, κάτω από τη μυριόφυλλη μουριά πίνουν το καφεδάκι τους. Και κουβεντιάζουν. Για τους πόνους, τις χαρές και τις δουλειές τους στα χωράφια κουβέντα στήνουν. Και για τον εραστή της Θέκλας λένε, που όλο περνά τα ζεστά τα καλοκαιρινά τα σούρουπα από τη γειτονιά τους. Τάχατες πάει βόλτα στο βουνό να βρει δροσιά. Κουβεντιάζουν ως αργά. Ημέρα σχόλης σήμερα. Του Θεού η μέρα.Ύστερα πηγαίνουν να γείρουν λίγο, να αναπαυθούν, να αγαπηθούν. Αύριο χαράματα θα πάει για ζευγάρισμα εκείνος. Εκείνη έχει πλύση. Στη σκάφη. Να πάει στο Γιώργο τον μπακάλη πρέπει. Να αγοράσει δυο πλάκες σαπούνι και λουλάκι για τ’ασπρόρουχα. Τον κοιτά, την κοιτά. Χαμογελούν. Κουράγιο ο ένας στον άλλον δίνουν. Της κρατά το χέρι. Γέρνει στον ώμο του.

Από χτες με την μπόρα είμαι στο χωριό μου. Στον τόπο μου.

Κομμάτι της ζωής ο τόπος μας. Έχει ψυχή. Ψυχή έχει. Και…μιλιά έχει. Και βλέπει και ακούει κιόλας.

“Τί κοιτάς”, μου λέει.

“Κοιτώ”, του απαντώ.

“Άκου….άκου….ακούς;”

“Ακούω… ακούω”.

“Μύρισε”.

Παίρνω βαθιά ανάσα. Μοσχοβολιά.

“Ξεκίνα”, μου μιλά και μου λέει.

Φορτώνομαι το άδειο τσουβαλάκι μου στην πλάτη και φορώ την ποδιά με τη μεγάλη τσέπη μπροστά πού’ ναι για τον χασλαμά. Στη μέση τη φορώ, σαν τις νοικοκυρές. Το σφυράκι μου στο χέρι μου κρατώ, και κινώ για το βουνό. Ετοιμοπόλεμος. Για κάστανα.

Θά’ χει πολλά κάστανα λευτερωμένα από τους αχινούς τους. Χτες έβρεξε και φύσαγε πολύ, θα τά’ ριξε τα πιο πολλά κάτω από τα καστανόδενδρα. Γυμνά. Θά’ ναι εύκολο και γρήγορο το μάζεμα. Κι όσα είναι ακόμα μέσα στην αγκαθωτή φωλιά τους, έχω το σφυράκι μου. Βάζω τους μαύρους νόστιμους καρπούς στη τσέπη της ποδιάς μου, και σα γεμίζει αυτή τα μεταφέρω στο τσουβαλάκι, στη πλάτη μου. Γεμίζει εκείνο σιγά σιγά.

Βραστά τα κάστανα τα έκανε η μάνα μου. Είχε μια κατσαρόλα ειδικά για τα κάστανα. Μάζευα πολλά, τα φούρνιζε στον ξυλόφουρνο και έπαιρνα όλο το χειμώνα στο σχολειό. Το κολατσιό μου. Γέμιζα του σακακιού τις τσέπες.

Πέρασε η ώρα.  Μεσημέριασε… .

Κουράστηκα. Σήμερα όλο το πρωί έκοβα τα χόρτα στον κήπο. Έχω να κάνω κι άλλες δουλειές μα τα παρατώ και κάθομαι στην ταράτσα. Στο πεζούλι. Να πάρω μιαν ανάσα. Φτερνίζομαι κι ακούω τον αντίλαλο τού φτερνίσματος του πατέρα μου.

Μα ίδιο!

Τρόμαξε ο θειός μου από το πάνω σπίτι σαν άκουσε του αδερφού του το φτέρνισμα.

“Θανάσηηηηη”.

Κομμάτι της ζωής ο τόπος μας. Έχει ψυχή. Και μιλιά έχει. Κομμάτια της ψυχής μας σκόρπια εδώ κι εκεί, φύτρες ζωής ολόγυρα στον τόπο μου, στον τόπο μας.

Και μας βλέπει ο τόπος μας.

Και μας ακούει κιόλας.

Δες……

Άκου…

Κοίτα…

Μύρισε…

 

Ευλογία… ..

 

Μια Τετάρτη του Οκτώβρη….

Μετά τη μπόρα…

Διαβάστε επίσης