Δάκρυ σαν μαργαριτάρι

 Δάκρυ σαν μαργαριτάρι

 

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

 

Το δάκρυ πρόχειρο το είχε. Κάτω από το βλέφαρο. Έτοιμο να κάνει την έξοδό του και να κυλήσει στα μάγουλά της, που κόκκινα σαν τα γινωμένα του Οκτώβρη ρόδια, ήταν. Και έκλαιγε, με το παραμικρό. Για τα πάντα έκλαιγε. Και…όταν κάτι ευχάριστο της συνέβαινε, και…. όταν πονούσε η ψυχή της. Και ακόμα, κι όταν κάτι αδιάφορο που κανείς σημασία δεν το έδινε και εκτυλίσσονταν γύρω τριγύρω της, αυτή, το έβλεπε, το ψείριζε, το έφερνε από εδώ το πήγαινε από εκεί….. και, νά το δάκρυ. Η έξοδος των δακρύων.

“Τώρα γιατί κλαις;”

“Έτσι….εσένα τί σε νοιάζει.”

“Μα για ποιο λόγο κλαις ρωτώ. Γιατί;…Τον λόγο δεν καταλαβαίνω. Τί σου έκανα;”

“Γιατί, αναίσθητος είσαι. Γι’ αυτό κλαίω και γιατί τίποτα δεν καταλαβαίνεις, κλαίω. Γιατί γύρω σου δεν βλέπεις και τίποτα δεν σε συγκινεί εσένα. Γι’ αυτό. Γάιδαρος είσαι. Γάιδαρος, ξεσαμάρωτος.”

“Μα…..”

“Άσε καλύτερα.”

Σε εκείνον τα έλεγε αυτά τα λόγια εκείνο το απόβραδο του Μάη, μα δεν τα πίστευε κιόλας. Σε εκείνον τα έλεγε που την καρδιά της έκλεψε εδώ και εκατόν δεκαεπτά ημέρες και κάτι ώρες και όλο την έκανε και έκλαιγε. Και εκείνος δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί….. γιατί πολύ τρυφερός μαζί της ήταν. Και πάντα έτσι τον έλεγε. Αναίσθητος πως είναι τον έλεγε, και γάιδαρο τον έλεγε για όλα τής ζωής της τα επόμενα τα χρόνια. Κι αυτή όμως, τρυφερά γάιδαρο τον έλεγε, έτσι τον έλεγε και του μιλούσε. Όπως και εκείνος.

 

Πρόχειρο το είχε το δάκρυ. Κάτω από το βλέφαρο. Έτοιμο να κάνει την έξοδό του ήταν και να κυλήσει στις ροδοκόκκινες σαν από ντροπή παρειές της. Κλάμα και δάκρυα μαζί, αλλά τις πιο πολλές φορές σκέτο ήταν το δάκρυ. Μια ζωή έτσι ήταν.

Το μεγάλο κλάμα όμως το έριχνε όταν έπεφτε και χτυπούσε. Και το πέσιμο, πιο εύκολο και συχνό και από το δάκρυ το είχε, για να μη πω, πως πιο πολύ πεσμένη εγώ την θυμάμαι, ξάπλα, τ ’ανάσκελα, ή με το πρόσωπο χωμένο στο χώμα, παρά να περπατά. Από όταν ήταν μικρή, έτσι ήταν, «σαβούρντα» η μάνα της την έλεγε. Και όταν τον χειμώνα χιόνιζε και πάγωνε η εξωτερική σκάλα του σπιτιού της, μια κι έξω την κατέβαινε. Εννιά σκαλιά, με μιας.

Άκουσε εκείνη τη πρώτη φορά την κατρακύλα της ο καλός της – νιόπαντρη ήταν τότε – κι έτρεξε έξω από το σπίτι αλαφιασμένος. Στο κεφαλόσκαλο την βρήκε ανάσκελα, λιποθυμισμένη. Συνήλθε όμως αμέσως κι άρχισε το κλάμα. Ευτυχώς. Άμα έκλαιγε, καταλάβαινε εκείνος, ότι όλα καλά είναι και πως σοβαρά τα πράγματα δεν είναι. Το είχε μάθει, την έμαθε, έμαθε τα χούγια της και ησύχαζε σαν την άκουγε να κλαίει. Τα δάκρυα σήμαιναν την ανώδυνη λήξη του επεισοδίου. Ότι και όποιο και να ήταν αυτό. Ένα χρόνο που την γυρόφερνε και την στρίμωχνε στα σοκάκια και στις αχυρώνες της γειτονιάς τους, το δάκρυ πήγαινε κορόμηλο. Την χάιδευε, έκλαιγε, την φιλούσε έκλαιγε, της έπιανε το χέρι έκλαιγε, λόγια γλυκά της έλεγε, έκλαιγε, και μια φορά που είπε να το προχωρήσει κάπως το θέμα μέσα στον στάβλο με τα ζωντανά και πάνω στις αχυρόμπαλες που την είχε ξαπλώσει, το σκυλομετάνιωσε. Ίσα που πρόλαβε και της έπιασε το γυμνό της γόνατο και λίγο παραπάνω ανάμεσα στη θέρμη της και ξεσηκώθηκε το Σύμπαν του. Ποτάμια τα δάκρυά της και αναφιλητά. Τραντάζονταν ολόκληρη κι άρχισαν τα μουγκανητά οι αγελάδες. Θα ξεσηκώνονταν όλοι και θα τους έπαιρναν χαμπάρι. Γι’ αυτό και αυτό το θέμα, το άφησε για μετά τα στέφανα.

 

Και εκείνο το βράδυ δεκαέξι Αυγούστου ήταν που καίγονταν ο τόπος όλος γιατί ζέστη πολλή έκανε, εκείνη, το κλάμα, το άρχισε από την στιγμή που άρχισε να βγάζει το νυφικό της μέσα στην κάμαρά τους. Όχι πώς δεν έκλαιγε όταν το φορούσε για να πάει στην εκκλησιά αλλά και όλες τις προηγούμενες του γάμου ημέρες, μα νά, τώρα που τον είχε δίπλα της, να μην κλάψει.

Ιδρώτας και δάκρυα έγιναν ένα. Συνενώθηκαν οι στάλες όπως συνενώθηκαν και τα κορμιά τους, ταξίδεψαν τα σώματά τους σε άγνωστους τόπους με πρωτόγνωρα συναισθήματα και άγνωστες ηδονές ως που έγιναν σάρκα μία, κι έκλαψε με την ψυχή της τότε. Κουβέντα δεν της είπε εκείνος όπως τις άλλες φορές. Μονάχα έβγαλε το διακοσμητικό δαντελένιο μαντηλάκι του από το τσεπάκι του σακακιού τού διπλομεταποιημένου γαμπριάτικου κοστουμιού του, και της σκούπισε τα γλυκά της δάκρυα. Γεμάτα γλύκα ήταν τα δάκρυά της. Το ήξερε αυτός. Ήξερε πως της χαράς τα δάκρυά της πάντα μια γλύκα είχαν. Και εκείνος ήξερε ακόμα, πως αυτός, η χαρά τής ζωής της ήταν. Το ίδιο όμως ήταν και εκείνη γι’ αυτόν.

Ύστερα τη φίλησε απαλά στα νοτισμένα χείλη της, ξάπλωσε αποκαμωμένος και με το γυμνό κορμί του άδειο δίπλα της ανάσκελα, ακούμπησε το κεφάλι στο κεφάλι της, και δυο δάκρυα φάνηκαν και στα δικά του μάτια και κύλησαν στο μουσκεμένο μαξιλάρι της.

Εκείνη το κατάλαβε….τα ένιωσε….τον ένιωσε, τα είδε που λαμπύριζαν σαν μαργαριτάρια μέσα στο μισοσκόταδο και χαμογέλασε…..

«Τώρα τί κλαις;», τον ρώτησε δίχως απάντηση να περιμένει. Εκείνος, μόνο την κοίταξε. Κουβέντα δεν είπε, μα και εκείνη απάντηση δεν περίμενε.

Ήξερε τί σήμαιναν τα δάκρυα εκείνα του αγαπημένου της…

Τα έζησε όλη της τη ζωή….

Εκείνα τα δάκρυα του, όλη της η ζωή ήταν….

 

Παλαιοχώρι Παγγαίου

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2019

*****

Υ.Γ. Τί ήταν αυτό το δάκρυ της;

Ένα μυστήριο ήταν!

Την θυμάμαι μια φορά που ξεπροβόδιζε την μάνα της που την είχε επισκεφθεί. Καμιά τρακοσαριά μέτρα μακριά το πατρικό της ήταν. Τρεις τέσσερις φορές την ημέρα την επισκέφτονταν η μάνα της, κι άλλες τόσες πήγαινε και την έβλεπε αυτή.

Έξω από την καγκελόπορτα την είδα να στέκεται και να κοιτά προς τα κάτω στον δρόμο καθώς απομακρύνονταν η μάνα της.

Δάκρυα γεμάτα τα μάτια της.

«Γιατί κλαις;» τη ρώτησα.

«Νά, κοιτώ τη μάνα μου που φεύγει.»

Έβλεπε την μάνα της να φεύγει και έκλαιγε!

Διαβάστε επίσης