Dark Mode Light Mode
Πετυχημένο Alana Run με πολλές συμμετοχές και πολύ κόσμο (Φωτογραφίες)
«Δεκαπέντε χρόνων έγραψα το καλύτερο βιβλίο μου» – Συνέντευξη στην εφημερίδα των Συντακτών
Με Τσέλσι και Γιουβέντους

«Δεκαπέντε χρόνων έγραψα το καλύτερο βιβλίο μου» – Συνέντευξη στην εφημερίδα των Συντακτών

«Συγγνώμη, που θα το πω. Το θεωρώ το καλύτερό μου βιβλίο». Πόσο έλπιζα να μου το πει αυτό ο Βασίλης Βασιλικός. Διότι είχα κι εγώ την ίδια ακριβώς αυθόρμητη αντίδραση, διαβάζοντας λίγο στην τύχη, λίγο από περιέργεια, λίγο από επαγγελματική διαστροφή «Τα Σιλό», το εντελώς άγνωστό μου πρώτο μυθιστόρημα, που έγραψε το 1949, όταν ήταν μόλις 15 χρόνων. Το βιβλιαράκι πήρε την εκδίκησή του.

Μου επιβλήθηκε μέσα από την πολύ περιποιημένη έκδοση του Gutenberg, που με πρόλογο, επίμετρο και φωτογραφίες, ανέσυρε από τη λήθη το πρωτόλειο ενός διάσημου και πάντα στην επικαιρότητα συγγραφέα -το «Ζ» του έγινε φέτος και όπερα από την Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής.

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ιστορία αυτού του νεανικού -ή μάλλον εφηβικού- μυθιστορήματος. Σε βάζει να φαντάζεσαι το αγόρι που το έγραψε. Τι ένιωθε; Τι διάβαζε; Τι ονειρευόταν; Τι το βασάνιζε; Η ιστορία εκτυλίσσεται μεταξύ της γενέτειράς του, Καβάλας, «η πιο όμορφη για μένα πόλη», όπως τη λέει, και της Θεσσαλονίκης στη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής (1941-44) αλλά και μετά από αυτήν. Μια οικογένεια είναι στο επίκεντρο, με κυρίαρχο έναν παππού, τον μπαρμπα-Λια, που εργάζεται στον Μύλο της Πόλης, αυτόν που οι Βούλγαροι θέλουν να ανατινάξουν.

Ο έφηβος συγγραφέας απλώνει τη ματιά του παντού, αχόρταγος, πληθωρικός, ρομαντικός, αλλά και χωρίς να κάνει χάρη σε κανέναν -κι ας είναι, όπως, μας λέει ο Βασίλης Βασιλικός, πολύ δικοί του αυτοί που τον εμπνέουν.

Γράφει για τους ανθρώπους της πόλης του. Για τους Βούλγαρους κατακτητές, κυρίως τον διοικητή Γκεόργκι Τσανοπέφ, που ερωτεύεται την όμορφη Βενούλα, κόρη του μπαρμπα-Λια, και τη βάζει στο κυνήγι. Για την ίδια τη Βενούλα και την τύχη της. Για το πέρασμα του χρόνου, τη θλίψη και μιζέρια της επαρχίας, τους χαμένους έρωτες και ελπίδες, τα νιάτα που χάνονται, τα γερατειά που έρχονται.

• Θυμάστε λεπτομέρειες από την εποχή που γράφατε τα «Σιλό»; Πού ήσασταν; Τι κάνατε μετά;

Ναι, θυμάμαι. Παραθερίζαμε στο κτήμα μας, στη Θάσο. Καλοκαίρι του 1949. Μόλις είχαν εγκαταλείψει το νησί οι έξι αντάρτες του, όλοι από το χωριό του πατέρα μου, τον Θεολόγο της Θάσου. Το κτήμα μας ήταν στο επίνειο του χωριού, τη «σκάλα» του Ποτού, παραθαλάσσιο. Γεμάτο πεύκα, που κάηκαν στη μεγάλη πυρκαγιά του 1985 με τους οκτώ νεκρούς. Εκεί, πάνω σε ένα ανάστροφο κασόνι, το 1949, καθισμένος πάνω σε ένα κούτσουρο, έγραψα τα «Σιλό», που τότε είχε τον τίτλο «Θύματα ειρήνης». Και το ξέχασα.

Οταν αργότερα έγραψα ένα άλλο βιβλίο με τον ίδιο τίτλο και το εξέδωσα το 1956 ιδίοις αναλώμασι, όπως δεν έβρισκα χρήματα για να το εξοφλήσω, ο τυπογράφος το πολτοποίησε. Είχα προλάβει να πάρω μόνο 100 αντίτυπα από τα χίλια που είχε τυπώσει.

Στη Μεταπολίτευση, όταν οι εκδότες ζητούσαν μανιωδώς βιβλία μου, το ξέθαψα από το μπαούλο, έβαλα ως τίτλο «Τα σιλό» γιατί αφορούσε πράγματι τους Κυλινδρόμυλους Γεωργή-Νικολετόπουλου στην Καβάλα, σήμα κατατεθέν της πόλης, όπως ο Λευκός Πύργος στη Θεσσαλονίκη, και το έδωσα στον Λαδιά, που πουλούσε βιβλία με το κιλό έχοντας ένα τεράστιο στοκ 2.000 τίτλων από εκδότες, που φαλίρισαν και θέλανε να τα ξεφορτωθούν για να μην πληρώνουν τις αποθήκες.

Επρεπε, όμως, τα βιβλία που θα έπαιρνες, όποια και όσα να ήταν, να φτάνουν στα τρία κιλά και πλήρωνες μόνο 300 δραχμές για όλα. Ετσι «Τα σιλό» δεν πέρασαν ποτέ την πόρτα του βιβλιοπωλείου. Ούτε στάλθηκαν σε κριτικούς.

• Και, ξαφνικά, πώς προέκυψε η έκδοση από Gutenberg;

Προ δύο ετών το χάρισα σε ένα φίλο μου από τη Δράμα που οι γονείς του είχαν υποφέρει από τη βουλγαρική κατοχή. Του άρεσε κι εγώ ξεθάρρεψα. Κι έδωσα το προτελευταίο αντίτυπο που είχα στον Θανάση Αγάθο, στον επίκουρο καθηγητή του Καποδιστριακού, που είχε επιμεληθεί τρία προηγούμενα βιβλία μου σε επανέκδοση. Του άρεσε και εκείνου. Η γνώμη του με ενθάρρυνε στο να επανακυκλοφορήσει.

Παρόλο που εγώ επέμενα φορτικά να κάνει ό,τι αλλαγές ήθελε στη γλώσσα, για να είναι πιο κατανοητή, εκείνος δεν άλλαξε ούτε μια λέξη. Μόνο μια υποσημείωση σε δυο ρήματα που δεν τα καταλάβαινε ούτε αυτός ούτε εγώ. Και με το θαυμάσιο επίμετρο που έγραψε το στείλαμε στον εκδότη.

• Τι νιώθετε τώρα όταν διαβάζετε τα «Σιλό»;

Το διάβασα μόλις ο Γιάννης Μαμάης, ο μάγος αυτός της τυπογραφίας, μου έδωσε το πρώτο αντίτυπο των εκδόσεων Gutenberg. Στην έκδοση Λαδιά δεν το είχα ποτέ διαβάσει. Με απωθούσε και ως έκδοση και, κατά συνέπεια, ως περιεχόμενο. Μια ωραία έκδοση συνεισφέρει τα μέγιστα στο κείμενο που φιλοξενεί, προπαντός όταν είναι και πολυτονική.

Και διαβάζοντας το μετά από 68 χρόνια (ούτε ο «Μάης του 1968» να ήταν) την «έπαθα». Και πήρα τον Μαμάη να τον ευχαριστήσω.

Δεν πίστευα ότι το είχα γράψει εγώ. Αρεσε εξαιρετικά και στη Βάσω, που πολύ το χάρηκα. Οπότε νιώθω ευτυχής. Πράγμα που δεν μου έχει συμβεί ποτέ, με κανένα βιβλίο, από τα 120 που εξέδωσα. Και συγγνώμη που θα το πω: το θεωρώ το καλύτερό μου.

• Υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία στο βιβλίο; Ο παππούς, η γιαγιά, η Βενούλα, έχουν στοιχεία από δικούς σας ανθρώπους;

Ολα είναι αυτοβιογραφικά. Ο μόνος ωστόσο με το πραγματικό του όνομα είναι ο παππούς μου, ο Ηλίας. Ο μπάρμπα-Λιάς του βιβλίου. Η Βενούλα είναι η θεία μου η Τζένη, η μικρότερη αδελφή της μάνας μου και η κυρα-Μαλβίνα, η γιαγιά μου η Μαριγούλα.

Ο παππούς μου, ο σκύλος και το δίκαννο

• Ο παππούς Ηλίας έχει κάτι το… καζαντζακικό. Ηρωικός και συγχρόνως εγωκεντρικός και πεισματάρης. Είναι φανερό ότι αυτός είναι ο ήρωάς σας. Πόσο τρυφερό, αλλά και τυπικό για ένα αγόρι.

Ο παππούς, ναι, ηχεί «καζαντζακικός». Ομως στην πραγματικότητα δεν ήταν. Γεννημένος στη Σάμο, πράκτορας πλοίων, ήρθε στην Καβάλα, παντρεύτηκε τη γιαγιά μου την Κωνσταντινουπολίτισσα, απέκτησαν τρεις κόρες, η δεύτερη ήταν η μητέρα μου. Κι έπαιξε βέβαια ρόλο στο να μην ανατιναχθεί ο Μύλος απ’ τους Βούλγαρους, ήταν ο ταμίας του. Αλλά εκείνο που τον εξαγρίωνε ήταν όταν ο Βούλγαρος διοικητής της πόλης έπαιρνε τον σκύλο του στο κυνήγι.

Ο παππούς μου ήταν κυνηγός. Κι είχε κρύψει το δίκαννό του στο χώμα. Το ξέθαψε μετά τον πόλεμο και έκτοτε με έπαιρνε μαζί του στο κυνήγι. Μου είχε χαρίσει κι ένα φλόμπερ, μονόκαννο. Πριν φύγει απ’ τη ζωή μού άφησε κληρονομιά το όπλο του. Είναι εγγλέζικο, με πετεινούς από ασήμι, εκατόν τόσο ετών. Αστράφτουν ακόμα οι κάννες του. Το δικό μου φλόμπερ δεν ξέρω τι απέγινε. Το αντικατέστησα αργότερα με τον… Φλομπέρ.

• Θα περίμενε κανείς από έναν νέο άνθρωπο να εστιάσει περισσότερο σε ιστορίες νέων. Ομως εγκαταλείπετε σχετικά γρήγορα τους έρωτες και τις περιπέτειες της παρέας της Θεσσαλονίκης -που είναι, βέβαια, γραμμένες με χιούμορ και πνεύμα και σαφώς πιο μοντέρνες υφολογικά από το υπόλοιπο βιβλίο.

Ενας 15χρονος δεν θεωρείται νέος. Εγραψα για τους νέους της γενιάς μου όταν ενηλικιώθηκα, στα «Θύματα ειρήνης» του 1956. Εκεί είναι ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, ο Χριστιανόπουλος, ο Λέανδρος Βαζάκας κτλ. Η παρέα του «Σιλό» χρωστάει πολλά στη θεία μου την Τζένη. Νεαρό κορίτσι, κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη για να αποφύγει ένα Βούλγαρο αξιωματικό που την είχε βάλει στο μάτι. Και τη φιλοξενούσαμε στο σπίτι μας -είχαμε προηγηθεί εγκαταλείποντας την Καβάλα λίγο μετά που την κατέλαβαν οι Βούλγαροι.

Ο πατέρας μου φοβόταν την ομηρία, όπως είχε γίνει το 1913, που προσάρτησαν την πόλη και κανένας όμηρος δεν επέστρεψε. Η Τζένη-Βενούλα στη Θεσσαλονίκη ερωτεύτηκε ένα νέο, πολύ όμορφο, τον Μύρωνα του βιβλίου, που τον πολιορκούσε, όμως, και ο Φαίδρος, που είναι στην πραγματικότητα ο κατοπινός φίλος μου ποιητής Φαίδων ο Πολίτης (Ιωαννίδης, το πραγματικό, από την Πόλη).

Ενας οσκαρουιλδικός τύπος με τεράστια μόρφωση που μου δίδαξε το «ίσως» (την αμφιβολία στην αφήγηση). Δεν ξέρω πώς τον έμπλεξα στο βιβλίο. Ισως από θαυμασμό. Γι’ αυτό διαφέρει στο κομμάτι αυτό του μυθιστορήματος και η γλώσσα.

• Ο τρόπος που γράφετε για τη μοίρα της γυναίκας στην επαρχία του ’40 είναι συγκινητικά φεμινιστικός. Πώς αποκτήσατε τέτοιες ευαισθησίες;

Ευχαριστώ για το κομπλιμέντο. Αλλά δεν γίνεσαι φεμινιστής από ιδεολογία. Γεννιέσαι τέτοιος. Προπαντός όταν έχεις μια γιαγιά και μια μάνα που τις λατρεύεις. Τα κορίτσια έχουν προβλήματα με τις μάνες τους. Τα αγόρια με τους πατεράδες. Οπότε τα αγόρια ή διαλέγουν τον παππού για να παρακάμψουν τον πατέρα, όπως έκανα εγώ, ή αφοσιώνονται στις μάνες τους, που τους φορούν φουστάνια. Ευτυχώς εγώ είχα μια κατά ένα χρόνο μεγαλύτερη αδελφή και τη γλίτωσα.

• Με εντυπωσίασε η γλώσσα του βιβλίου. Ηταν η κυρίαρχη τότε στην ελληνική λογοτεχνία; Ενα παιδί που γράφει «αυτιάζονταν», «φεγγρίζαν οι ρώγες», «αντραλωμένος» τι σόι παιδί είναι;

Κι εμένα με εντυπωσίασε η γλώσσα. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι σήμαιναν πολλά ρήματα και λέξεις. Παρακαλούσα τον Θανάση Αγάθο να επέμβει, να κάνει δραστικές διορθώσεις στο κείμενο. Αδύνατο να τον μεταπείσω. Και τώρα τον ευχαριστώ που δεν υπέκυψε στις πιέσεις μου. Γιατί έπρεπε να μείνει με τη δημοτική της εποχής, την ντοπιολαλιά του χώρου όπου συμβαίνει. Κι εγώ απορώ, όπως κι εσύ, από πού μου ήρθαν αυτές οι λέξεις. Δεν είχα διαβάσει ακόμα ούτε Βιζυηνό ούτε Μυριβήλη.

Είχα, όμως, τραφεί με την «Ανθολογία» της ποίησης του Ηρακλή Αποστολίδη (μπαμπά του Ρένου και παππού των Ηρκου και Στάντη). Ισως η γλώσσα των ποιητών (η «Ανθολογία» υπήρχε στο σπίτι μας από το 1940) να με επηρέασε. Δεν ξέρω. Αλλά ακόμα και τώρα, πάντα στην ποίηση καταφεύγω όταν θέλω να ξαναγαπήσω τη γλώσσα μας, το γονίδιο αυτό που μας συντηρεί εδώ και 3.000 χρόνια.

• Ησασταν δεκαπέντε χρόνων κι όμως γράφετε τόσο πειστικά για την «ακαμωσιά», την απελπισία των γηρατειών, την «οδύνη της αδράνειας». Πώς συλλαμβάνει ένα παιδί τέτοιες μακρινές καταστάσεις;

Διά του ενστίκτου. Στα παιδικά κι εφηβικά μου ποιήματα μιλώ σαν γέρος. Ομως, όπως ένας γέρος στα βαθιά γεράματα γίνεται παιδί, έτσι κι ένα παιδί στα βαθιά μικράτα του μπορεί να έχει την ψυχολογία του γέρου.

Ολα τα εφηβικά μου ποιήματα είναι ελεγειακά. Με απάλλαξε από την αρρώστια αυτή το ποίημα του Καβάφη: «Στου καφενείου του βουερού το μέσα μέρος,/ σκυμμένος στο τραπέζι κάθεται ένας γέρος […] Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνια/ σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια/ που είχε δύναμη και νιότη κι ομορφιά». Αυτό κάνει η μεγάλη ποίηση: σε θεραπεύει.

• Βάζετε τους βασικούς σας ήρωες να ονειρεύονται… Τρίτους Παγκόσμιους και νέες βουλγάρικες κατοχές για να αποκτήσει πάλι η ζωή τους νόημα. Πολύ ακραίο. Ηταν κάτι που βγήκε από δικές σας συναισθηματικές καταστάσεις; Κάτι που νιώθατε γύρω σας;

Οφείλεται στην αφέλεια της ηλικίας και στον τίτλο που είχα δώσει τότε στο βιβλίο: «Θύματα ειρήνης». Οταν περνάς απότομα από το ψυχρό στο θερμό ή το αντίστροφο, θέλει κάποιο χρόνο να προσαρμοστείς στη νέα θερμοκρασία. Αλλά στην Ελλάδα δεν περάσαμε από τον πόλεμο στην ειρήνη.

Συνεχίσαμε τον πόλεμο μεταξύ μας. Στα περίπτερα έβλεπες την επιγραφή «θύμα πολέμου». Κι ήταν ο περιπτεράς κουτσός ή μονόχειρας ή με ένα μάτι. Εμείς είχαμε εμφύλιο που δεν ήταν πόλεμος σαν αυτόν που είχαμε περάσει τέσσερα χρόνια. Κι όμως τα θύματα ήταν πολλά. Ηταν θύματα σε περίοδο παγκόσμιας κατά άλλα ειρήνης.

Δεν αξίζει ο Καιάδας για τον Βαρουφάκη

• Τι εμμονή κι αυτή η δική σας με τον Βαρουφάκη. Γιατί;

Δεν είναι εμμονή. Γιατί δεν είμαι «εμμονικός» σαν χαρακτήρας. Αλλά πρώτα μου άρεσαν τα βιβλία του, από τα οποία έμαθα πολλά και όταν τον γνώρισα, πριν δυο χρόνια, γίναμε φίλοι μέσω της λογοτεχνίας. Του χρωστάμε νομίζω, ανεξάρτητα από τι πιστεύει ο καθένας, εκείνο που νιώσαμε όλοι οι Ελληνες στο πρώτο τρίμηνο του 2015 όταν, με τη στήριξη βέβαια του πρωθυπουργού, τόλμησε να σηκώσει κεφάλι ενάντια στους δανειστές-βιαστές της αξιοπρέπειάς μας.

Τον έφαγε ο Ντάισελμπλουμ, που είπε ότι θα πιει ένα μπουκάλι ούζο στην υγειά μας όταν βγούμε από τα μνημόνια. Του προτείνω αντί για ούζο, να πιει ένα μπουκάλι τσίπουρο. Με γλυκάνισο, γιατί μας παραπίκρανε. Ωστόσο, για να μιλήσουμε σοβαρά, είμαι κάθετα αντίθετος στην τάση μιας κοινωνίας που αρέσκεται σε αποδιοπομπαίους τράγους.

Μόνο στις άγριες φυλές (Ζουλού ή Τραμπ) αναζητούν το εξιλαστήριο θύμα. Μπορεί κάποιος να πει ότι δεν έκανε για πολιτικός. Οτι η πολιτική είναι ο συμβιβασμός. Και ότι δεν είχε την πείρα των συμβιβασμών. Να το δεχτώ κι αυτό. Οχι όμως τον Καιάδα. Το κόμμα που ίδρυσε είναι πανευρωπαϊκό. Για να προλάβει το ναυάγιο του «Τιτανικού» – Ευρώπη. Το είπε προχθές και ο Μακρόν. Ολοι μαζί και όχι κάθε κράτος χώρια. Του έδωσε κι ένα όνομα: ΜέΡΑ25. Ας του δώσουμε και τη χάρι.

 

Προηγούμενο άρθρο

Πετυχημένο Alana Run με πολλές συμμετοχές και πολύ κόσμο (Φωτογραφίες)

Επόμενο άρθρο

Με Τσέλσι και Γιουβέντους