• 4 Μαΐου 2024,

Διαμαντένιες σταγόνες

 Διαμαντένιες σταγόνες

 

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

 

Όλο τον κόσμο αγαπούσε ο Γιώρης. Μα πιότερο, αγαπούσε το πιοτί. Αντίδωρο γι αυτόν ήταν η ελιά και η αντσούγια και μεταλαβιά, το ούζο και το κρασί.

Σαν έβλεπε στον καφενέ να πλησιάζει ο Πελοπίδας ο καφετζής με το μπουκάλι το ούζο ανά χείρας, έπαιρνε μπροστά η αφαιρετική του σκέψη. Θα μπορούσε να είναι ένας μεγάλος μαθηματικός ανεβασμένος στο βάθρο των επιστημόνων ή, ένας πρώτης τάξης μάγος σε μεγάλο τσίρκο, αφήνοντας έκθαμβους του θεατές με τα μαγικά του.

Πρώτα εξαφάνιζε από την εικόνα που έβλεπε, τον Πελοπίδα.

Σταδιακά τον εξαφάνιζε, επικεντρώνοντας το βλέμμα του σε κείνο που τον ενδιέφερε.

Στην αρχή χανόταν από το οπτικό του πεδίο το κεφάλι και τα πόδια του καφετζή, μετά το σώμα του, και στο τέλος τα χέρια του. Έτσι σε δέκατα του δευτερολέπτου, υπήρχε μόνο το μπουκάλι με το ούζο, να προχωρά προς το μέρος του, κινούμενο στον αέρα από μόνο του. Στη συνέχεια χανόταν το μπουκάλι και έμενε μόνο εκείνο το μεταλλικό τσουτσούνι με το καπακάκι του μπροστά να τραμπαλίζεται, καθώς το υγρό διαμάντι κυλούσε και γέμιζε το ποτήρι του.

Τέλος, έμενε μόνος του.

Τίποτα πραγματικό γύρω του δεν υπήρχε.

Μόνο μικρές, υγρές, διαμαντένιες σταγόνες έβλεπαν τα μάτια του.

Όραση, όσφρηση, ακοή και γεύση, σε πλήρη συνέργεια.

Ευφορία και σεργιάνι της ψυχής.

Εδώ αποκαλύπτονταν πειραματικά η αλήθεια όλου του κόσμου, καθώς και ο λόγος ύπαρξης του ανθρώπου στο Σύμπαν. Και τα μόνα όργανα του φυσικοχημικού πειράματος, ήταν, το θαυματουργό υγρό, τα χείλη του Γιώρη και η σκέψη του. Δοκιμαστικός σωλήνας δε, ήταν το ουζοπότηρό του.

Η αποκάλυψη όμως ελάμβανε χώρα, όχι στο υπαρκτό Σύμπαν, όπως όλοι οι άλλοι το αντιλαμβάνονταν, αλλά σε ένα δικό του φανταστικό και σε πλήρη αταξία Σύμπαν, αλλά ωστόσο, με τα χαρακτηριστικά τού Παραδείσου και μάλιστα σε γιορτινή ημέρα.

Χανόταν τα πάντα γύρω του.

Μόνος.

Υπήρχε μόνο αυτός και η σκέψη του, η οποία με την εξωκόσμια ταχύτητά της, διήνυε τεράστιες χρονικές αποστάσεις από το παρελθόν, στο παρόν και αντίστροφα. Λίγο όμως έως αρκετά, ίσως και πάρα πολύ, δυσκολεύονταν η όδευσή του προς το μέλλον. Μετέτρεπε το παρελθόν του σε παρόν, έψαχνε τα περασμένα, τα έφερνε μπροστά του τα ενσωμάτωνε στο μαγικό υγρό και άλλοτε χαμογελούσε, άλλοτε η όψη του γέμιζε απορία, στεναχώρια, θυμό και αρκετές φορές τα μάτια του σκοτείνιαζαν.

Αλλά δεν ήταν μόνο αυτές οι εναλλαγές στο πρόσωπό του. Δεκάδες εκφράσεις το χάραζαν όση ώρα κρατούσε η ουζοκατάνυξή του.

Σκηνές και προσωπεία, αρχαίες θεατρικές μάσκες εξαιρετικών καλλιτεχνών στο πρόσωπό του, με σκηνοθέτη και σκηνογράφο το ούζο και σεναριογράφο εκείνο το ρημάδι το μνημονικό. Μια παράσταση για διδασκαλία σε θεατρική σχολή υψηλού επιπέδου, σε μαθητές μέλλοντες ηθοποιούς μεγάλους.

Μερικές φορές κι ένα αδιόρατο δάκρυ έκανε την εμφάνισή του στους πόρους των ματιών του. Άφηνε το ποτήρι του τότε, και με τις άκρες του αντίχειρα και του δείκτη, έπιανε ψηλά την μύτη του και, ή σταματούσε το δάκρυ στην πηγή του, ή χάνονταν αυτό μέσα στα σκαμμένα δάχτυλά του.

Ύστερα συνέχιζε την παράστασή του.

Οι συγχωριανοί του, έβλεπαν μια συρραφή μικρών θεατρικών σκηνών να εκτυλίσσονται μπροστά τους, με κινήσεις, μονολόγους, διαλόγους με ανύπαρκτα πρόσωπα αλλά και υπαρκτά τους ίδιους, χωρίς όμως καν να τους βλέπει.

Η κατάληξη των σκηνών όμως πάντα ήταν, να σηκώνει το ποτήρι του στον αέρα και να το τσουγκρίζει με αυτό του αοράτου συμπότη του.

“Στην υγειά σου φίλε.”

 

Η μετατροπή του παρελθόντος του σε παρόν, ήταν εύκολη, αλλά η διαδρομή της σκέψης του προς το μέλλον, ήταν πολύ δύσκολη και αρκετές φορές ακατόρθωτη.

Μέλλον.

Ποιό μέλλον;

Δεν υπήρχε μέλλον παρεκτός και τα λογάριαζε αλλιώς τα πράγματα.

Προ το παρόν μέλλον για τον Γιώρη ήταν το πιοτό.

Και σε αυτό το μέλλον προχωρούσε και με την σκέψη του, και με τα πόδια του. Με ζικ ζακ προχωρούσε μπερδεύοντας το παρελθόν με το μέλλον καθώς έφευγε από το καφενείο με κατεύθυνση το σπίτι του.

Είχε μια σύγχυση όσον αφορά το μέλλον του, και το αποτέλεσμα αυτής της σύγχυσης ήταν το ζικ ζακ.

Πέρα στο σχολείο, στο περίπτερο του Αντώνη, στη διασταύρωση, στέκονταν λίγο και αναρωτιόταν ξύνοντας το κεφάλι του πάνω από τη τραγιάσκα του. Ύστερα την έβγαζε, διόρθωνε λίγο τα αραιά μακριά μαλλιά του και την ξαναφορούσε. Μερικές φορές επαναλάμβανε αυτήν την κίνηση και δυο και τρεις φορές, αναποφάσιστος και με την σκέψη του να τον βαραίνει.

Προς τα που να πάει, σκέφτονταν.

Ευθεία ήταν το παρόν, αριστερά προς τα πάνω το παρελθόν, και δεξιά προς τα κάτω το μέλλον.

Δύσκολη η ανηφόρα.

Σκατά κι απόσκατα η ευθεία.

Και εκείνη η κατηφόρα δεξιά…. ελκυστική πολύ του φαίνονταν.

Με τα ψηλά τα κυπαρίσσια στο τέρμα της, που ήταν εκεί, στη μια γωνιά τού επίγειου παραδείσου και κάρφωναν το ουρανό.

Να σκαρφαλώσει ήθελε απάνω τους, ψηλά, τον κόσμο ν’ανταμώσει.

 

“Προς τα πάνω…. στην ανηφόρα μπάρμπα Γιώρη….και μετά στη διχάλα, δεξιά, εκεί είναι το σπίτι σου, σε περιμένουν”, του φώναζε ο Αντώνης σκύβοντας στο μικρό παραθυράκι τού περιπτέρου από όπου έκανε τις συναλλαγές με τους πελάτες του.

“Άστο το κάτω, δεν ήρθε η ώρα του ακόμα.”

“Στην ανηφόρα…. μπάρμπα Γιώρη, στην ανηφόρα.”

Στέκονταν λίγο ακόμα.

Κοιτούσε έπειτα τον Αντώνη με ένα βλέμμα παράξενο.

Σαν εχθρό τον κοιτούσε, σαν φίλο τον κοιτούσε;

Κανείς δεν μπορούσε ποτέ να το καταλάβει.

“Πιάσε ρε Αντώνη ένα <<Άριστα Ματσάγγου>> …..και….αριστερά στην ανηφόρα είπες Αντώνη, εεεε;”

 

“Έτσι, μπάρμπα Γιώρη, αριστερά.”

 

Το γαμημένο το παρελθόν……..

 

~•~•~•~•~

 

Μπορεί και να πέρασαν πενηνταπέντε, πενηνταέξι χρόνια, μπορεί και πενηνταεπτά…..

 

Σαν τώρα να ήταν…..

*

Παλαιοχώρι, Ιούλιος 2016

Διαβάστε επίσης