• 26 Απριλίου 2024,

Έναν Νοέμβρη

 Έναν Νοέμβρη

 

 

Ούτε που προλάβαινε να πει στη μάνα του, αυτό που τον βασάνιζε, αυτό που τον πονούσε, αυτόν τον καϋμό που είχε τέλος πάντων, και εκείνη, με το που τον έβλεπε και πριν ακόμα τον καλωσορίσει:

“Τί έχεις παιδάκι μου; Τί σε κατατρώει; Τί σε βασανίζει; Πονάς; Πού πονάς;”

“Τίποτα ρε μάνα δεν έχω, τί να έχω;”

“Δεν με γελάς εμένα.”

Και….ναι, δεν την ξεγελούσε!

Δεν γνώριζε αν όλες οι μανάδες του κόσμου έτσι ήταν, αν είχαν αυτό το ένστικτο, ούτε το είχε συζητήσει με άλλον να το διασταυρώσει, αλλά η δική του ήταν άλλο πράμα.

Και αυτές ήταν οι πρώτες ερωτήσεις της. Το πρώτο επίπεδο ήταν, γιατί, μετά το καλωσόρισμα περνούσε στο δεύτερο επίπεδο. Στο επίπεδο της απόλυτης και ολόσωστης διάγνωσης.

Ακτινοσκόπηση με τελευταίου τύπου μηχανήματα που δεν διέθετε ούτε το καλύτερο και αρτιότερο νοσηλευτικό ίδρυμα στον κόσμο. Τί αξονικές και μαγνητικές και υπέρηχοι. Φράγκο δεν έπιαναν μπροστά της. Στο πρώτο δευτερόλεπτο εξέταση μακροσκοπική, στο δεύτερο μικροσκοπική δίχως σύριγγες και αφαιμάξεις και στο τρίτο δευτερόλεπτο έρχονταν τα αποτελέσματα από όλα τα διαγνωστικά κέντρα τού εγκεφάλου της, που δυστυχώς όμως τα τελευταία χρόνια τής ζωής της άρχισε να “κολλάει”.

Και μετά τα αποτελέσματα, άρχιζε η συνταγογράφηση και η εκτέλεση τής συνταγής, ανοίγοντας διάφορα συρτάρια και ντουλάπια τής κουζίνας της, ανάλογα με την περίσταση.

“Πονά το κεφάλι σου ε; Κάτσε στη πολυθρόνα, εδώ έξω στη ταράτσα κάτσε για να σε χτυπά και το δροσερό το αεράκι. Θα σου φέρω ντεπόν. Δύο θα σου φέρω.”

Κάτι πήγε να πει εκείνος – να σου πω μάνα…- εκείνη τον έκοψε, και αμέσως:

“Καλύτερα ένα των πεντακοσίων από εκείνα τα αναβράζοντα θα σου φέρω που θέλεις εσύ. Για σένα τα πήρα.”

Κάτι πήγε να συμπληρώσει στην κουβέντα που δεν πρόλαβε να πει πριν, και τον πρόλαβε πάλι:

“Ξέρω”, του είπε, “νερό από το ψυγείο.”

Δεν χρειάζονταν να της μιλήσει σχεδόν ποτέ, γι αυτό και οι κουβέντες του όλες, μικρές προτάσεις των δύο τριών λέξεων ήταν. Και αυτές σπάνια τις εκφωνούσε.

Κουνούσε λίγο το κεφάλι του, το χέρι του ή κάποιο άλλο μέλος του σώματός του κι αυτή, καταλάβαινε τί θέλει το “σπλάχνο” της. Ακόμα και μια ανεπαίσθητη κίνηση των ματιών ή των βλεφάρων του και αναλόγως, έρχονταν ο φραπές, ή το υποβρύχιο. Ένα γεμάτο, ξέχειλο κουταλάκι βανίλια, μέσα σε παγωμένο νερό στο γυάλινο ποτήρι, ήταν το υποβρύχιο. Όσο για τον φραπέ, ήξερε. Μια κουταλιά νες, ζάχαρη στη μύτη του κουταλιού, χτύπημα καλό και πολλά παγάκια.

“Θα κρυώσουν τα λαιμά σου, τζιέριμ”, έλεγε, μα μασούσε τα λόγια της γιατί ήξερε το θέλω του και την αντίδρασή του.

“Άντε ρε μάνα.”

“Πάω παλικάρι μου, πάω.”

 

Αυτά τα λαιμά του!

Κάθε λίγο και λιγάκι μικρός σαν ήταν, τα λαιμά του. Οι “αμυγδαλιές” του.

Και του έλεγε ο φίλος του ο Διογένης:

“Αμυγδαλές ρε, τί αμυγδαλιές λες. Σαν αμύγδαλα είναι, γι αυτό τις λένε έτσι. Εσύ τα αμύγδαλα, αμύγδαλια τα λες;” Ήξερε πολλά ο Διογένης. Και μαστοράντζα πρώτη ήταν. Βρήκε δύο ρουλεμάν στου μάστρο – Λουκά το συνεργείο πεταμένα στη ρεματιά που ήταν κοντά στο σπίτι του, και του κουβαλήθηκε ένα απόγευμα Σαββάτου με την σχολική την τσάντα. Τάχατες για να διαβάσουν για την Δευτέρα, να έχουν ελεύθερη την Κυριακή.

“Τί έχω μέσα στην τσάντα μου ρε μα@άκα;”

“Τί ρε;”

Την ανοίγει, και του πετά μπροστά στα πόδια του τα δύο γυαλιστερά ασημένια ρουλεμάν με τα μικρά πανέμορφα ολοστρόγγυλα γκουρσουμάκια τους. “Ρολάρουν σαν τα ρουλεμάν της θείας σου όταν περπατά καμαρωτή και περνά μπροστά από το μανάβικο του Γιάννη….του Γιάννη λέω.”

Είχε και χιούμορ ο Διογένης. Ανδρικό.

“Λίγα για την θεία μου ε, ακούς;”

Το συζητούσαν από καιρό τώρα. Να φτιάξουν πατίνι. Εργαλεία είχαν. Και ξύλα είχαν. Από το σαμαράδικο του παππού του και του πατέρα του. Τα ρουλεμάν τούς έλειπαν. Την Κυριακή το απόγευμα προς σούρουπο τελείωσαν την κατασκευή. Αδιάβαστοι την Δευτέρα πήγαν στο σχολείο και γράφαν και διαγώνισμα στα Γαλλικά.

Να κλείνουν το ρήμα etre στον ενεστώτα χρόνο, indicatif present δηλαδή, και να γράψουν στα Γαλλικά τις λέξεις παράθυρο, πόρτα, δρόμος, φίλος. Στα τρία πρώτα μαθήματα των Γαλλικών ήταν. Και ήταν όμορφη η Γαλλίδα. Κούκλα ήταν και μικρή. Και αυτοί τί να γράψουν τώρα.

je suis….patini.

tu es….rouleman

elle est….αδιαβαστάν.

Άσε που, όσο η κυρία έγραφε στον πίνακα, αυτοί κοιτούσαν τα δικά της ρουλεμάν. Και….είχε, κάτι, ρουλεμάν!

Τί να γράψουν;

 

Δέκα λεπτά έζησε το πατίνι. Μέσα στον λάκκο βρήκαν τα εξαρτήματα του και  μισοδιαλυμένο ήταν. Εκεί το πέταξε ο πατέρας του, αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία.

Και ήταν τότε. Εκείνη την καταραμένη Δευτέρα το απόγευμα ήταν, που μετά την διάλυση του πατινιού και το διαγώνισμα στα Γαλλικά, έφαγε και εκείνο το παγωτό ξυλάκι και τον πιάσαν τα λαιμά του. Οι αμυγδαλιές του. Πιο πολύ του άρεσε να τις λέει αμυγδαλιές. Δεν του άρεσε να τρώει το “ι” και ας έλεγε ο Διογένης. Και η μαμά του έτσι τις έλεγε. Αμυγδαλιές τις έλεγε. Και, πυρετός, και, πόνος, και, εντριβές με οινόπνευμα, και βεντούζες…και:

“Παναγίτσα μου πάρε τον πόνο από το παιδάκι μου και τον πυρετό και δώστα δυο φορές σε μένα. Απάνω μου σε μένα Παναγίτσα μου, σε παρακαλώ Παναγίτσα μου.”

Η μάνα….η μητέρα….

 

Τί, θυμάται, τώρα….

Πάντα η μάνα του μισό μισό το νερό το έβαζε στο ποτήρι. Μισό από το ψυγείο και μισό από τη βρύση. Για τα λαιμά του. Κι αυτός, αυτό το ήξερε, το καταλάβαινε μα δεν της το έλεγε. Μυστική συμφωνία χωρίς όμως την συμμετοχή του. Απλά αποδοχή.

 

Λίγο πριν φύγει η μάνα του και γίνει αστέρι και καρφιτσωθεί στον ουράνιο θόλο παραδίπλα από τον πατέρα του, ήταν. Πήγε να κόψει τα χορτάρια στο χωριό στο πατρικό του που είχαν θεριέψει από τις βροχές. Ιούνιος ήταν και ζέστη πολύ. Κι αυτός, ώρα πολλή δούλευε ασταμάτητα. Κι έβγαινε εκείνη, μια στο πίσω το μπαλκόνι, μια από την εξώθυρα ή άνοιγε το παραθύρι τής πίσω κάμαρας:

“Σταμάτα ρε παιδάκιμ λίγο να ξεκουραστείς, σταμάτα.”

Εκείνος δεν την άκουγε, σημασία δεν της έδινε, ως που δεν άντεξε άλλο η μάνα του, κατέβηκε στην αυλή και τον σταμάτησε με το ζόρι.

“Να σε φτιάξω ένα καφέ παλικάριμ;”

“Άντε ρε μάνα φτιάξε με. Με έσκασες πια ρε μάνα. Ελληνικό φτιάξε.”

“Πάω.”

“Μάνα, πού ‘σαι και ένα κρύο νερό. Από το ψυγείο. Ξέρεις εσύ.”

Γύρισε και τον κοίταξε.

”Ξέρω…ξέρω”

Ήξερε. Κι εκείνος ήξερε.

Τα λαιμά του.

“Πώς τον πίνεις τον καφέ παλικάριμ;”

Ήξερε πώς τον πίνω, αλλά είχε ήδη αρχίσει να ξεχνά, να έχει φοβίες, διαλείψεις και να χάνεται σε εκείνον τον παράξενο κόσμο που φτιάχνει το μυαλό όπως εκείνο θέλει σαν τα χρόνια περάσουν.

“Σκέτο μάνα, σκέτο.”

Κάνει να φύγει και ξαναγυρνά. “Όταν λες σκέτο, τί εννοείς; Μονάχα, ζάχαρη;”

“Ρε μάνα…αχ ρε μάνα…. μόνο καφέ ρε μάνα. Ένα, κουταλάκι, καφέ.”

Γύρισε μετά από λίγο με κείνο το τσίγκινο δισκάκι που είχε ζωγραφισμένες πάνω του εικόνες με Καγκουρό και Πάντα. Από την Αυστραλία που πήγε να δει την αδελφή του της το είχε φέρει δώρο ο άντρας της ο συγχωρεμένος. Πάνω στο δισκάκι, ένα ποτήρι νερό και το φλιτζανάκι ο καφές.

“Πιες λίγο νερό πρώτα να δροσιστείς.”

Εκείνος πίνει και την κοιτά.

“Από το ψυγείο είναι;”

“Εμ από που θες να είναι. Ξέρω αφού. Κρύο το θες.”

“Μήπως έβαλες μισό μισό;”

“Για τα λαιμά σου αγόριμ.”

Της χαμογελά και εκείνη τον κοιτά με τρυφερότητα. Εκείνη την τρυφερότητα που μόνο η μάνα μπορεί να δώσει.

Πίνει μια γουλιά καφέ.

“Έβαλες ζάχαρη μάνα;”

“Εμ σκέτον θα τον πιεις αγόριμ; Να πικραθείς; Λίγη ζαχαρίτσα έβαλα να γλυκαθείς. Να πεθάνω και την πίκραμ να θυμάσαι.”

“Ρε μάνα….ρε μάνα!”

Δεν ήθελε να τον πικράνει.

 

Τον πίκρανε όμως. Λίγο καιρό αργότερα τον πίκρανε. Σαν φθινοπώριασε και μπήκε ο Νοέμβρης…

 

Ρε Μάνα…ρε Μητέρα….

 

Μια, πριν τον Νοέμβρη ημέρα.

Διαβάστε επίσης