• 26 Απριλίου 2024,

Εβδομήντα καλοκαίρια

 Εβδομήντα καλοκαίρια

 

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

 

Ήταν μπεκρής….για τον πατέρα μου λέω….Μάρκο τον έλεγαν τον πατέρα μου….εμένα Φωτούλα…μπεκρής ήταν….έπινε και βαρούσε… απ’ το πρωί ακόμα άρχιζε να πίνει και να βαρά. …μόλις χάραζε ξεκινούσε το πιοτί…ούζο…σα νερό το έπινε… ύστερα σα δεν είχε καμιά δουλειά….τι δουλειά;….σάματις δούλεψε και ποτές….η μάνα, εγώ, κι οι αδελφές μου στα χωράφια και στα ζωντανά…εκείνος στο πιοτί …μπεκροκανάτα τον έλεγαν όλοι στο χωριό….η μάνα μας, μπεκρούλιακα και βασανιστή τον ονομάτιζε…έδερνε, βαρούσε…όποτε έπινε μας χτυπούσε όλες, αλλά κι όταν ήταν στα καλά του βαρούσε….κι όποτε ήταν ξεμέθυστος, τα ίδια πάλι….από κίρρωση του ήπατος πέθανε με έγραψε στο γράμμα η μάνα μου….α ρε μάνα, τόσα χρόνια τι τράβηξες…μήνες στο κρεβάτι τον είχε….τυραννίστηκε πολύ…τον τιμώρησε όμως ο Θεός μα μικρή τιμωρία ήταν…ο παπάς μας που ήταν και γαμπρός του απ’ αδελφή, μεθύστακα, ανεπρόκοπο, και φίδι κολοβό, τον έλεγε….κι άλλα πολλά λόγια άσχημα ανδρών τον έλεγε πού ‘ταν και παπάς, και καθόλου δεν τον χώνευε….καθόλου δεν τον χώνευε, μα όχι μονάχα αυτό….καλύτερα πες πως τον μισούσε… θανάσιμα τον μισούσε κι ας ήτανε παπάς και κήρυττε τον λόγο του Θεού, “αγαπάτε αλλήλους”, έλεγε…ας όψεται όμως ο χαμένος….για χάρη μονάχα της αδερφής τής γυναικός του, της μάνας μου δηλαδή, έκανε πίσω…γι αυτήν έκανε πίσω…”άστον παπά” τον έλεγε, “άρρωστος άνθρωπος είναι”, τον έλεγε…για το χωράφι…δεν τού ‘δωσε ο πεθερός του, ο παππούς μου δηλαδή, εκείνο το χωράφι που τού χε τάξει και το ‘χαν για προίκα συμφωνία… εκείνος μπήκε στη μέση… όλα δικά του τα ήθελε… για το πιοτί… σάματις δούλευε και καθόλου, τι τό ‘θελε το χωράφι… . εμείς όλα…και το πούλησε το χωράφι… ούζο τό ‘κανε… .

Ο αθεόφοβος….ο παλιομεθύστακας….

Όλα τα χρόνια που έζησα εκεί στο πατρικό μου…πέεεερα εκεί στον άλλο δρόμο…όλα τα χρόνια εκείνα, μοναχά αυτό θυμάμαι…τον πατέρα μου να γυρνά στο σπίτι και να βαρά. Μας χτυπούσε πολύ….όποια από μας τις γυναίκες έβρισκε μπροστά του τη βαρούσε….όλες μας…. πρώτα και καλύτερα τη μάνα προτιμούσε κι ύστερα με τη σειρά εμάς….πέντε ήμασταν….τον μικρό δεν τον χτυπούσε…. εμένα όμως που ήμαν η μικρότερη και που αντάρτη με έλεγε η μάνα μου με ξυλοφόρτωνε αλύπητα….έβγανε το πέτσινο ζωνάρι του και που σε πονεί και που σε τσούζει…..μια σέ ‘χω όμως, μια δεν σέ ‘χω ήτανε, κι έσκιζε αέρα το ζωνάρι του…..ήταν που ήταν το μεθύσι του και παραπατούσε, μα ήταν που ήμαν κι εγώ σβέλτη….σαν το ζαγάρι τον ξέφευγα.

“Αχ κι να σι πιάσω, μοναχά να σι πιάσω”.

“Φευγάτε”, μας έλεγε η μάνα μας σαν τον άκουγε να ψάχνει να βρει το μάνταλο να ανοίξει την μεγάλη ξύλινη εξώπορτα….

 

Ήταν στρογγυλοπρόσωπη η μικρή Φωτούλα, άσπρη, ζυμάρι αφράτο, ζουμερή και γεμάτη καμπύλες. Και όμορφη. Πολύ όμορφη. Και την λιμπίζονταν όλος ο αρσενικός πληθυσμός του χωριού. Και ήταν τότε μια φορά, την πρώτη φορά, που την στρίμωξε ο νιόπαντρος ο Ανέστος πού ‘ταν γείτονας τους κι είχε και το μπακάλικο. Ένα μεσημέρι που την έστειλε η μάνα της να πάρει λουλάκι να λουλακιάσει τα ασπρόρουχα, τη στρίμωξε. Έκλεινε εκείνη την ώρα το μαγαζί ο Ανέστος, “καλώς τηνε την πέρδικα”, την είπε, κλείδωσε από μέσα και την στρίμωξε πίσω από τον μεγάλο πάγκο της αποθήκης. Την άρπαξε και την απόθεσε πάνω στα τσουβάλια με το κριθάρι. Κουβέντα δεν είπε εκείνη. Μονάχα άνοιξε τα σκέλια της.

Τον γλυκοκοίταζε τον Ανέστο η Φωτούλα από τότε που ήρθαν στη γειτονιά τους. Φλόγα έκαιγε καταμεσής στα στήθια της. Τον έτρωγε με τα μάτια της. Άντρας. Τους άκουγε κιόλας πού ‘ταν κι η κρεβατοκάμαρά τους δίπλα στο χαγιάτι τους. Αναστεναγμοί και βογκητά. Μαζί τους και εκείνη καθώς έσφιγγε το δεξί της χέρι ανάμεσα στους μηρούς της, και με τ’ άλλο σφράγιζε τα χείλια της. Μην ακουστεί…

Κι εκείνο το μεσημέρι στέναξε στα ζωντανά η Φωτούλα, κραυγούλες έρωτα γεμάτες με πρωτόγνωρη ηδονή. Άντρας! Ύστερα, φόρεσε το βρακί της, ίσιασε τη φούστα της, σχιάχτηκε και στα πάνω της, γλυκοκοίταξε ακόμα μια φορά με πόθο τον άντρα, εκείνος ξεκλείδωσε, κοίταξε προσεκτικά μην είναι κανένας και:

“Τράβα γυναίκα”, την είπε, “και τσιμουδιά”. Γυναίκα την είπε. Ακούς, γυναίκα!

Εκείνη πήρε τρέχοντας τον ανήφορο.

“Γιατί άργησες μαρή;”

Άργησε;

Κι άργησε πολλές φορές εκείνο το καλοκαίρι η Φωτούλα στο μπακάλικο. Μύρισε κι ένιωσε τον άντρα. Άνοιγε τα σκέλια της και φούντωνε. Όλος ο κόσμος της τα κριθαροτσούβαλα ήταν.

 

Τα πρώτα σημάδια ξεκίνησαν τα πρωινά. Σα ξυπνούσε. Ξεγκούρλνωνε στην αυλή. Κατάλαβε η μάνα της. “Ποιός μαρή;… Λέγε ποιός;” “Ως να πεθάνω κανένας δεν θα μάθει. Είναι το μυστικό μου.” Και κανείς δεν έμαθε. Μονάχα ένας αξάδελφός της που πήγε καλόγερος στο Όρος.

Την έδεσε στη ξύλινη κολώνα της εσωτερικής σκάλας ο πατέρας της και της μαύρισε όλο της το σώμα με το ζωνάρι. Και ήτανε ξεμέθυστος. Τσιμουδιά εκείνη. Σκέφτηκαν τον απήγανο και τ’ άλλα τα μαντζούνια. Φόβος την έπιασε τη μάνα. Φώναξαν τον παπά. Εκείνος απαγόρεψε ρητά κάθε απόπειρα να το ρίξει. “Θα σας κάψει όλους ο Θεός”, τους είπε. Από εκεί και πέρα τα πράγματα πήραν τη σειρά τους γρήγορα πολύ. Την “εκπεσούσα κόρη”, έτσι την είπε ο παπάς, την έστειλε σε ένα γυναικείο μοναστήρι. Η Φωτούλα, είπαν οι άλλοι, τό ‘χε τάμα και πήγε να μονάσει. Γέννησε. Αγόρι. Στους πέντε μήνες απάνω το παρέδωσαν σε ένα ίδρυμα κι εκείνη έφυγε απ’ το μοναστήρι. Ασθενικό ήταν το παιδί. Μια χτυπούσε να σπάσει η καρδούλα του, μια σταματούσε. Ζούσε δε ζούσε. Μεγάλωσε και τό ‘στειλαν δόκιμο καλογεράκι στο Όρος, στον θειό του. Στα δεκαεπτά του σταμάτησε η καρδιά του. Για πάντα. Η Φωτούλα δεν ξαναπάτησε στο χωριό της. Έφυγε στην πρωτεύουσα κι από εκεί στη Γερμανία. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, μα γνώρισε άντρες πολλούς. Όταν ρώτησε για να μάθει τι απέγινε το παιδί της, εκείνο ήταν δέκα χρόνια πεθαμένο. Μα της μίλησαν. Και από το ίδρυμα και από το Όρος ο αξάδελφός της που ήξερε όλο το ιστορικό. Ο Ανέστος έφυγε στα σαράντα του. Στο μπακάλικο μέσα. Πάνω στα κριθαροτσούβαλα τον βρήκαν. Νταμπλάς είπαν. Το καλοκαίρι του έντεκα γύρισε στο χωριό της η Φωτούλα για πρώτη φορά. Δεν την γνώρισε κανείς. Περνούσε από τον δρόμο μου. Πήγαινε στο εκκλησάκι της Παναγίας. “Έλα”, μου είπε. ”Θέλω σε κάποιον να τα πω”. Την ακολούθησα γεμάτος περιέργεια. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι κάτω από τον μεγάλο πεύκο.

Και μου μίλησε…

“Άμα πεθάνω πες τα”.

Δυο μήνες μετά, έφυγε….στα ογδόντα επτά της….

 

Καλοκαίρι του είκοσι.. Εννέα χρόνια μετά.

Διαβάστε επίσης