• 19 Μαΐου 2024,

Για τον Διονύσιο Σολωμό, τον Παντελή Μπουκάλα και τον Θοδωρή Γκόνη

 Για τον Διονύσιο Σολωμό, τον Παντελή Μπουκάλα και τον Θοδωρή Γκόνη

dig

Για την πρώτη εκδήλωση στο αφιέρωμα που κάνει φέτος το Φεστιβάλ Φιλίππων στον Διονύσιο Σολωμό και που περιελάμβανε μια πλούσια σε περιεχόμενο και νοήματα προσέγγιση του έργου του από τον Παντελή Μπουκάλα στο χώρο του Φάρου της Παναγίας την Παρασκευή το βράδυ, ο συμπολίτης δικηγόρος Τάκης Κολινιάτης γράφει:

Μετά από μια όμορφη βραδιά στον Φάρο, στην Παναγία, στην Καβάλα, στα πλαίσια του Φεστιβάλ των Φιλίππων και την πρώτη εκδήλωση μέσα στην πόλη, που ήταν η Ομιλία του Παντελή Μπουκάλα με Θέμα Διονύσιος Σολωμός και η Μνήμη των Νεκρών, αισθάνομαι την ανάγκη, να πω:

Συγχαρητήρια κύριε Μπουκάλα!!!

Ευχαριστούμε κύριε Γκόνη!!!

Τα συγχαρητήρια στον Παντελή Μπουκάλα, αφανή εργάτη των γραμμάτων και επίμονο ερευνητή και όχι μόνο, που μας χάρισε σε μια ώρα ένα πλούτο και ένα θησαυρό έρευνας και σκέψης, που σπανίως υπάρχει σε ακαδημαϊκές διαλέξεις και αναλύσεις και πολύ απλά απέδειξε με ιστορικά στοιχεία αδιαμφισβήτητα και επιχειρήματα, πως ο Εθνικός μας Ποιητής μέσα από τη σύνθεση του ύμνου στην Ελευθερία έδειξε ότι:

«Το ΄Εθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές».

Οι τυχεροί ακροατές, πολλοί εκ των οποίων φιλόλογοι, με την κατανυκτική ακρόαση της ομιλίας και το θερμό χειροκρότημά τους έδειξαν πως υπάρχει Ελλάδα που επιμένει και αντιστέκεται στον ευτελισμό και την ευκολία…

Το ευχαριστώ στον Θοδωρή Γκόνη, γιατί επί δώδεκα χρόνια σαν καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Φιλίππων-Θάσου και εννέα χρόνια του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, με τις καλλιτεχνικές επιλογές και δημιουργίες του, έχει προσφέρει τόσα πολλά στην πόλη και τους πολίτες της, αυτός ο πολυσύνθετος και δημιουργικός άνθρωπος με το χαμηλό προφίλ αλλά το τεράστιο προσωπικό έργο..

τον ευχαριστούμε πράγματι από καρδιάς.

ΥΓ.1 η ομιλία του Παντελή Μπουκάλα θα έπρεπε να διδάσκεται στα ελληνικά σχολεία στο μάθημα της Ιστορίας.

ΥΓ.2 η ιδιαίτερη αναφορά στον Θοδωρή Γκόνη μου «βγήκε», γιατί πριν λίγο καιρό κάποιοι, επαγγελματίες «Δημοσωτήρες» της πόλης, αμφισβήτησαν την προσφορά του και το έργο του.

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Η «Πρωινή» ζήτησε από τον Παντελή Μπουκάλα να δημοσιεύσει την ομιλία του και εκείνος ευγενικά μας παραχώρησε το παρακάτω απόσπασμα:

 

Ο Σολωμός και η μνήμη των νεκρών

Η προτροπή του Διονύσιου Σολωμού να θεωρούμε εθνικό το αληθές δεν είναι αφ’ υψηλού πατριαρχική παραίνεση προς τρίτους αλλά πρωτίστως αυστηρότατη οδηγία προς εαυτόν και εμπεδωμένος ποιητικός και πολιτικός τρόπος. Τα «φιλελεύθερα τραγούδια» του είναι εσωτερικώς ελευθερωμένα, κι αυτό το βλέπουμε να αποδεικνύεται περίτρανα στις στροφές του ΄Υμνου εις την Ελευθερίαν που ιστορούν την άλωση της Τριπολιτσάς, από την 35η  έως την 73η. Ο  τόνος του εγκωμίου δεν ωθεί τον Σολωμό στην παρασιώπηση, την εξιδανίκευση ή τη βιαστική δικαιολόγηση. Αυτό ακριβώς τον υψώνει σε εθνικό ποιητή, ενώ γνωρίζουμε πια πως, όσοι επέλεξαν να πολιτευτούν σαν «εθνικοί ιστοριογράφοι», ακολούθησαν οδούς που τις είχε απορρίψει ο στοχαστικός και ακριβοδίκαιος Ζακύνθιος· το παράδειγμά του συνεχίζει να καθιστά υποχρεωτική την επανανάγνωση της ιστορίας, κι όχι για την ευκολία της αυτάρεσκης κρημνιστικής αναθεώρησης παρά για το διαφορετικά ανεύρετο και οπωσδήποτε τεράστιο όφελος της αυτογνωσίας.

Η αυτοψία στα έργα του Σολωμού έχει ήδη εντοπίσει πολλά και αναμφισβήτητα τεκμήρια για το πόσο ενήμερος ήταν ο ποιητής για όσα συνέβαιναν στην επαναστατημένη Ελλάδα, στα πεδία των μαχών, των ιδεολογικών συμπεριλαμβανομένων. Ο Σολωμός διάβαζε κι άκουγε. Διάβαζε εφημερίδες της εποχής, όπως τα Ελληνικά Χρονικά που εξέδιδε στο Μεσολόγγι, από την 1η Ιανουρίου 1824 έως τις 20 Φεβρουαρίου 1826, ο Ελβετός φιλέλληνας Ιωάννης-Ιάκωβος Μάγερ, τον Φίλο του Νόμου, την εφημερίδα της νήσου Υδρας, το πρώτο φύλλο της οποίας τυπώθηκε στις 10 Μαρτίου του 1924, και τη Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος. Και άκουγε όχι μόνο τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, φίλο και μέντορά του, που τον ενημέρωνε έγκαιρα για τα καθέκαστα της Επανάστασης, αλλά, σύμφωνα και με τις υπάρχουσες μαρτυρίες, τον κόσμο γύρω του όταν μιλούσε κι όταν τραγουδούσε, για να πάρει «από το στόμα του λαού» τρόπους, σχήματα, νοήματα.

Επιπλέον, «δεν πρέπει να ξεχνάμε», όπως υπογραμμίζει η Μαρία Δεληβοριά στο βιβλίο της Ο Αγώνας του ’21 και η υπονόμευσή του: Οι σύγχρονες μαρτυρίες και η κρίση του Σολωμού (2016), «ότι σ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα καταφεύγαν στη Ζάκυνθο πλήθος πρόσφυγες, κάθε τάξης, και, έτσι, οι πληροφορίες και οι μαρτυρίες για τα πολεμικά και τα πολιτικά γεγονότα, που όλοι τις περίμεναν με αγωνία, διαδίδονταν αμέσως από στόμα σε στόμα. Και είναι ίσως ενδεικτικό ότι στους Ελεύθερους Πολιορκημένους ο Σολωμός μοιάζει να έχει υπόψη του περιγραφές από αυτόπτες μάρτυρες για την πολιορκία του Μεσολογγίου και την ΄Εξοδο, περιγραφές ανάλογες με αυτές του Κασομούλη ή του Σπυρομίλιου (οι οποίες ωστόσο δημοσιεύτηκαν έναν περίπου αιώνα αργότερα)».

Δύο από τις «Σημείωσες του ποιητή», με τις οποίες αποσαφηνίζει πτυχές του ΄Υμνου, υποδεικνύουν τις πηγές του Σολωμού. Η πρώτη τον εμφανίζει ευαίσθητο αποδέκτη της «κοινής φήμης»:

 

Αγκαλά και ήτον ημέρα όταν επάρθηκεν η Τριπολιτσά, ο ποιητής   ακολούθησε την κοινήν φήμην, οπού τότε εσκορπίστηκεν, ότι το πάρσιμό     της       εσυνέβηκε τρεις ώρες έπειτα από τα μεσάνυχτα.

 

Η δεύτερη υποδηλώνει ότι γνώριζε ήδη όσα έστρωνε εν θερμώ στο χαρτί ο Σπυρίδων Τρικούπης, για να γίνουν εν καιρώ η Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης (πρωτοεκδόθηκε το 1857):

 

Τα περιστατικά του περάσματος του ποταμού [Αχελώου], της μάχης των             Χριστουγεννών και της πολιορκίας του Μεσολογγιού ευρίσκονται καταστρωμένα εις την ιστορίαν του Σπυρίδωνος Τρικούπη, εγκάρδιου φίλου    του ποιητή. Αυτή η ιστορία γλήγορα          θέλει πλουτίσει και την γλώσσαν μας και      την φιλολογίαν μας.

 

Για τις στροφές του Ύμνου που αναφέρονται στο «πάρσιμο» της Τριπολιτσάς, τον Σεπτέμβριο του 1821, στροφές όπου ο πατριώτης συλλειτουργεί με τον αντιπολεμικό άνθρωπο, ο Σολωμός βασίστηκε στις ειδήσεις (ή και «φήμες») που μεταδόθηκαν από στόμα σε στόμα, και οι οποίες, ανεξάρτητα από το ύφος και την ερμηνεία κάθε αναμεταδότη και αφηγητή, δεν θα μπορούσε να απέχουν πολύ από όσα διηγήθηκε το 1836 ο ήρωας της άλωσης, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, στον Γεώργιο Τερτσέτη, για να περιληφθούν στη Διήγηση συμβάντων της ελληνικής φυλής:

 

Βλέποντες οι ΄Ελληνες ότι θα πέσει η Τριπολιτζά, εμαζώχθηκαν 20.000 (22 Σεπτεμβρίου)· καθώς εδοκίμασαν οι Αρβανίτες να φύγουν, επήδησαν οι Ελληνες μέσα από την τάπια του Σαραγιού. Οι Αρβανίτες εβγήκαν έξω, επήραν τον Κολιόπουλο, ετράβηξαν κατά τον Μύτικα έως 2.500. Μπαίνοντας τ’ ασκέρι, έβαλα τελάλη να μη σκοτώσουμε τους Αρβανίτες· εβγήκαν ώς 2.000, και μέσα εις την Τριπολιτζά έκοβαν. Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη.

 

Βέβαιο πρέπει να θεωρείται ότι ο Σολωμός βασίστηκε στις περιγραφές του Τρικούπη, που δεν μπορεί παρά να του αναπαρέστησε έναν κόσμο σαν κι αυτόν που υπάρχει στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως:

 

Λαός αποτινάσσων πολυχρόνιον και βαρύν ζυγόν, κινείται πάντοτε            θηριωδώς κατά των δεσποτών του· ο δε οπλοφόρος της Ελλάδος         λαός ήτον        έτι μάλλον ακράτητος κατ’ εκείνας τας ημέρας, διότι ούτε κυβέρνησις   υπήρχεν, ούτε μισθός εδίδετο, ούτε     τροφαί τακτικώς διενέμοντο, ούτε      μέλλον ασφαλές εφαίνετο, ούτε ο άτακτος επαιδεύετο, ούτε ο σωφρονών            αντημείβετο. Διά ταύτα η ημέρα της αλώσεως της πρωτευούσης της        Πελοποννήσου ήτον   ημέρα καταστροφής, πυρκαϊάς, λεηλασίας και αίματος.

 

Το μοτίβο της εκδίκησης ή της δίκαιης ανταπόδοσης, του αντιπεπονθότος στη θουκυδίδεια γραμματική του πολέμου, εντοπίζεται σε όλα τα μετεπαναστατικά ιστοριογραφήματα. Οι επαναστάσεις γίνονται με χέρια αρματωμένα και όχι γαντοφορεμένα, είτε απελευθερωτικές είναι είτε κοινωνικές· και οι εμφύλιοι επίσης, και οι ελληνικοί οπωσδήποτε, όλων των εποχών, αιματηρότατοι υπήρξαν. Αν όμως υπολογίσουμε πόσες εκπαιδευτικές γενιές του 20ού αιώνα ξεσκόλισαν χωρίς ποτέ ν’ ακούσουν στην τάξη τους ή να διαβάσουν στα βιβλία τους οχληρές λεπτομέρειες για την άλωση της Τριπολιτσάς, που θα σκίαζαν το εθνικό μας είδωλο, θα συνειδητοποιήσουμε άλλη μία φορά πόσο βαθύ χάσμα χωρίζει τη διδασκόμενη επίσημη/«κανονική» ιστορία από την επιστημονική, και πόσο ζημιώνεται έτσι η αυτογνωσία μας.

Ο Σολωμός όμως δεν σιώπησε και δεν αποσιώπησε τίποτε. Στις στροφές που, όπως έχει υποδείξει ο Ν. Β. Τωμαδάκης στη μελέτη «Η μάχη της Τριπολιτσάς εις τον ΄Υμνον του Δ. Σολωμού και η Νέκυια του Ομήρου» συγγενεύουν με τη ραψωδία λ της Οδύσσειας, την εντολή της εκδίκησης και του θανάτου είναι σαν να τη δίνει η εντάφια συντροφιά, η οποία με το άγγιγμά της, φασματικό πλην υλικότατο, οδηγεί τους πολεμιστές στην άκρα ασπλαχνιά:

 

Εφαίνοντο ίσκιοι

            αναρίθμητοι γυμνοί,

            κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,

             βρέφη ακόμη εις το βυζί.

 

Όλη μαύρη μυρμηγκιάζει,

            μαύρη η εντάφια συντροφιά,

            σαν το ρούχο που σκεπάζει

            τα κρεβάτια τα στερνά.

 

            Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι

            επετειούντο από τη γη,

            όσοι είν’ άδικα σφαγμένοι

            από τούρκικην οργή.

            . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

            Και χορεύοντας μανίζουν

            εις τους Έλληνας κοντά,

            και τα στήθια τούς εγγίζουν

            με τα χέρια τα ψυχρά.

 

            Εκειό το έγγισμα πηγαίνει

            βαθιά μέσ’ στα σωθικά,

            όθεν όλη η λύπη βγαίνει,

            και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά. [1]

 

Μ’ αυτά στο νου γράφει ο Σπυρίδων Τρικούπης: «Πόσον προσφυής είναι ο τρόπος, με τον οποίον ο ποιητής επιχειρίζεται να δικαιολογήσει την τόσην σφαγήν εκείνης της τρομερής ημέρας! Υποθέτει ότι αναρίθμητοι ίσκιοι των αδικοφονευμένων Ελλήνων ανέβαιναν από τα σπλάγχνα εις το          πρόσωπον της γης, οι οποίοι χορεύοντες μες στα πηκτά αίματα, βρυχίζοντες βραχνά, και μανίζοντες εις το πλάγι των Ελλήνων έγγιζαν τα στήθη των πολεμιστών· αυτό το έγγισμα έδιωχνεν από την ελληνικήν καρδίαν κάθε αίσθημα λύπης».

Κι όμως. Δεν έσβησε κάθε αίσθημα λύπης. Στο δημοτικό τραγούδι «Αιχμαλωσία του Κιαμίλ-μπεη» η άλωση έχει συντελεστεί (Πήραν τα κάστρα, πήραν τα, πήραν και τα δερβένια. /  πήραν και την Τριπολιτσάν, την ξακουσμένην χώραν) και ο ανώνυμος ποιητής, ο δήμος, δεξιώνεται και αναδεικνύει τον πόνο των εχθρών, στα βήματα του Αισχύλου και των Περσών του, και κυρίως του Ευριπίδη, των Τρωάδων και της Εκάβης του, δίχως να γνωρίζει τα συγκλονιστικά αρχαία δράματα:

 

Κλαίουν στους δρόμους Τούρκισσες, πολλές εμιροπούλες,

            κλαίει και μια χανούμισσα τον δόλιον τον Κιαμίλην·

            «Πού είσαι και δεν φαίνεσαι, καμαρωμέν’ αφέντη;

            ‘Ησουν κολόνα στον Μορεάν και φλάμπουρον στην Κόρθον,

            ήσουν και στην Τριπολιτσάν πύργος θεμελιωμένος.

            Στην Κόρθον πλεά δεν φαίνεσαι, ουδέ εις τα σαράια,

            ένας παπάς τα έκαψε τα δόλια σου παλάτια».

            Κλαίουν τ’ αχούρια γι’ άλογα και τα τζαμιά γι’ αγάδες,

            κλαίει και η Κιαμίλαινα τον δόλιον της τον άνδρα.

Σκλάβος ραϊάδων έπεσε, και ζει ραϊάς εκείνων.

 

Ο πόνος της χαροκαμένης γυναίκας, εδώ της συζύγου του Κιαμίλ-μπεη, μέσα και από το εγκώμιο που πλέκει στον αγαπημένο νεκρό, ακούγεται τίμια καθαρός. Δίχως να τον βαραίνει φυλετικός, εθνικός ή θρησκευτικός προσδιορισμός. Και δίχως βέβαια να τον πληγώνει ούτε ίχνος χαιρεκακίας.

Διαβάστε επίσης