Γιάννης ο ανυπότακτος

 Γιάννης ο ανυπότακτος

 

Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής

Από μικρό παιδί στο κασελάκι, πρώτα λουστράκι και κατόπιν μικροπωλητής. Κουλούρια τραγανά, τσιγάρα Καβαλιώτικα ή Βολιώτικα, ΑΜΦΙΠΟΛΙΣ και ΜΑΤΣΑΓΓΟΥ, ιδιαίτερα εκείνα τα συρταράκια 26 νούμερο τα σέρτικα και χύμα για τα μπατιράκια. Ήταν τα χρόνια δύσκολα και η οικογένεια μεγάλη. Αυτός ο μεγαλύτερος γιος, τ’ αδέλφια του μικρότερα, ο Πέτρος λίγος πιο μικρός, της μαρίδας, κι ο Μπάμπης πολύ μικρότερος, της παπαλίνας. Ο πατέρας τους απ’ τα Γανόχωρα της Θράκης έλειπε όλη μέρα, η μάνα τους η Πόντια δεν τους προλάβαινε τους αρσενικούς. Πολύ το ήθελε μα δεν της έδωσε ο Θεός κάποιο κορίτσι, να την ξεκουράζει.

Σαν λίγο ξεπετάχτηκε ο Γιάγκος κι άρχισε να δένει σώμα γερό εφηβικό, τον έστειλε ο πατέρας του εργάτη στο γιαπί. Τα χρόνια εκείνα μάλλον δεν υπήρχε δυσκολότερη δουλειά, τουλάχιστον στη στεριά. Τον έκοψε ο Φιλιππίδης ο εργολάβος, είδε το γυμνασμένο του κορμί, μα πιο πολύ του μέτρησε την αντιληπτικότητα. Πολύστροφο μηχανάκι το μυαλό του, είχε ευφυΐα και φαντασία και πάνω εκεί στηριγμένη η εμπειρία θα έφερνε στο μέλλον περισσότερες δουλειές κι εργολαβίες και βέβαια μεγαλύτερες συρμαγιές. Τον ενέκρινε δίχως δεύτερη κουβέντα.

Την έμαθε απ’ έξω τη δουλειά ο Γιάννης σε όλες τις διαστάσεις της και από ανειδίκευτος έγινε ο πιο ειδικός και μάλιστα στα δυσκολότερα, στις σκάλες, στα πατάρια, στις κολόνες, στις τετράριχτες σκεπές, μέχρι και στους ανελκυστήρες. Στα καλουπώματα, στα σοβαντίσματα δεν ήθελε βοήθεια, οι άλλοι οι συνάδελφοί του τον βλέπαν και τον χαίρονταν και όλοι μιλούσαν γι’ αυτόν στους καφενέδες και στα στέκια των οικοδόμων. Σε λίγο έγινε ο πιο περιζήτητος, αφού δύσκολα έβρισκες με μικρή αμοιβή τέτοιον δουλευταρά, φιλότιμο και έμπιστο. Σε λίγα χρόνια θα ήταν μάστορας.

Τον ζήτησε και ο Μπάτσης ο πατέρας, σπουδαίος και σπουδαγμένος μηχανικός και αρχιτέκτονας, με αδρή αμοιβή. Μα ο Γιάννης ήταν Πεντακοσιανό παιδί, αλλιώς μεγαλωμένο, αρσενικός και περήφανος και μπεσαλής, δεν «πούλησε» τον Φιλιππίδη κι ας τον έβριζε αυτός «στο φιλικό», ήξερε πως το κάνει για να «ψαρώσει» τους άλλους εργάτες.

Άνοιξαν οι δουλειές και τους καλούσαν σε χωριά του Νομού αλλά κι έξω απ’ το Νομό. Μα μπήκαν μέσω του Ιορδάνογλου και στον κύκλο των καπνεμπόρων. Τους πήρε και ο Ασλής και έπειτα ο Τεζαψίδης, που ήταν και ο πιο καλοπληρωτής, αφού εκτιμούσε τη δουλειά τους. Έτσι οι αμοιβές μεγάλωναν και πλήθαιναν και τα καλούδια του σπιτιού κι όλο χαιρότανε η μάνα. Και βέβαια αβγάταιναν και τα χαρτζιλίκια προς τ’ αδέλφια του. Ρωτούσανε τον Μπάμπη, που ήταν πολύ μικρός: «Ποιον φοβάσαι πιο πολύ;», «Το Γιάννη», απαντούσε. «Ποιον αγαπάς πιο πολύ;», «Το Γιάννη», απαντούσε πάλι. Τον είχε ο μικρός σαν δεύτερο πατέρα κι αυτός έδειχνε και στα δύο αδέλφια του μεγάλη αδυναμία και αφοσίωση. Κι αυτό η γειτονιά το εκτιμούσε υπέρμετρα. Και οι νοικοκυραίοι τα κορίτσια τους στο Γιάννη τα εμπιστεύονταν στις εξόδους τους στα στέκια τα νεανικά.

Στις σπάνιες αργίες – αφού συχνά και σε μεγάλες γιορτές εργαζόταν – κατέβαιναν το καλοκαίρι στα αγαπημένα βράχια των Πεντακοσιανών, στην Πλάκα, στο Βαθάκι, στο Αντίκρι, στο Στενάκι, στης Φώκιας τη φωλιά και στο Ντιπ για τις βουτιές τους. Βράχο το βράχο έφταναν κι ανάσα την ανάσα ανέβαιναν ως απάνω κι από το ύψος το θεόρατο βουτούσαν με το κεφάλι. Γυρνούσαν έπειτα ξανά στην Πλάκα κολυμπώντας, καταδύονταν, είχαν ρημάξει τους βυθούς από τις φούσκες, μάζευαν μύδια και τα έψηναν πάνω σε λαμαρίνες.

Μια μέρα ένας ταξιτζής από την Αναγνωσταρά μαζί με τον Τάκη της Εύας από την Κολοκοτρώνη τον παρακάλεσαν να κάνει μια δουλειά κι αυτοί θα αναλάμβαναν τα έξοδα. Χαλίκια, άμμο, ασβέστη, τσιμέντο, καλουπώματα και έτσι το Βαθάκι απόχτησε … διάδρομο απογείωσης, ένα βατήρα ιδανικό για να παίρνουν φόρα τα Πεντακοσιανά τα παλικάρια, μαζί και οι γαβριάδες, χωρίς να κινδυνεύουν να παραπατήσουν όπως πρώτα. Εκεί να δεις φιγούρες, παιχνίδια και βουτιές…

Κατέβαιναν μικροί – μεγάλοι από την Πανουργιά, την Πετμεζά, τη Νοταρά στη στάση «Μέγαρα», δίπλα στα Σαράντα Πεύκα, άλλοι από την Κολοκοτρώνη στη στάση «Κολονάκι». Και από εκεί όλοι στην Πλάκα. Μόνο κάποιες μανάδες με πολύ μικρά παιδιά πηγαίνανε στα «Κοριτσίστικα». Εκεί τα νερά ήταν ρηχά με βοτσαλάκια και τραγάνες, χωρίς καθόλου αχινούς. Αυτούς τους έβγαζαν εγκαίρως οι περίοικοι  και οι πρώτοι λουόμενοι, ώστε να μην πληγώνονται τα βρέφη και τα νήπια.

Στις καταδύσεις πιο πολύ διακρίνονταν οι δύο μεγάλοι Χαϊνάδες, οι Φραγγιδαίοι, ο Πατούλας, τα Προκοπάκια, οι Στερνιώτες, ο Μπιτζέλος κι απ’ τους νεότερους ο Παναγιώτης ο Γαννίσης με όλο το Βαλσαμάδικο και οι αδελφοί Αργυρίου, όλοι ατρόμητοι και ριψοκίνδυνοι, που έπεφταν με το κεφάλι από μεγάλα ύψη σε ρηχά νερά, όπως συγκεκριμένα στο Αντίκρι.

Δεκαοχτώ χρονών ο Γιάννης ο Χαϊνάς πήγε στο Ναυτικό Όμιλο και είδε για πρώτη φορά τον Στριφτούλα με το φαρδύ κοντό του άσπρο παντελόνι, με τα στραβά του πόδια, μα με το ίσιο του μυαλό και το αλάνθαστο κριτήριο. Εσύ, παιδί μου, του είπε, είσαι στα σίγουρα πρωταθλητής στις καταδύσεις, μα θέλω και να κάνεις προπονήσεις για τις μεγάλες αποστάσεις, γιατί το βλέπω ότι έχει αντοχές. Και που να ήξερε ότι ολημερίς η γύμνασή του ήταν στα γιαπιά.

Ήταν καλός προπονητής και σφράγισε με την παρουσία του την πορεία και την ιστορία του Ναυτικού Ομίλου Καβάλας. Χωρίς σοβαρές εγκαταστάσεις, σε μια γωνιά του λιμανιού και μέσα σε νερά μολυσμένα αγωνιζόταν χωρίς βοήθεια και δίχως αξιόλογη αμοιβή, μαζί με παλικάρια και κορίτσια που λαχταρούσαν διακρίσεις και μετάλλια. Και η πόλη από τότε ήτανε «ριγμένη», λόγω του αγωνιστικού της παρελθόντος πιο πολύ και λόγω της χρωματισμένης ψήφου της. Ενώ σε άλλες πόλεις γειτονικές, προσκείμενες ιδεολογικά στους τότε κυβερνώντες, χτίζονταν γυμναστήρια και κολυμβητήρια.

Ανάδειξε λοιπόν ο Στριφτούλας πολλούς πρωταθλητές, αφού γνώριζε πώς να εκμεταλλευτεί τα προσόντα τους και πώς να τους προπονήσει. Τους έβαζε πέντε κιλά μολύβι στην προπόνηση, ιδιαίτερα στην πεταλούδα, και βέβαια χωρίς τα περιττά αυτά βάρη στους αγώνες ένιωθαν πως πετούσαν σαν χελιδονόψαρα. «Έφτυσαν αίμα» κατά το κοινώς λεγόμενο ο Τσαρτσάρης, ο Γραικούσης, ο «Σακάς» και οι υπόλοιποι, για να μπορέσουν να ανεβούν στο βάθρο, στο πρώτο μάλιστα σκαλί.

Το μέλλον του Γιάννη Χαϊνά στον υγρό στίβο αλλά και στο ποδόσφαιρο προοιωνιζόταν λαμπρό, όμως σαν γνήσιος Πεντακοσιανός δεν ανεχόταν την αδικία και την με δόλιους τρόπους προτίμηση και προώθηση συναθλητών υποδεέστερων, μα γόνων πλούσιων οικογενειών…

Απ’ τις αλάνες των Πεντακοσίων τον θαύμασαν για το περίτεχνο συνάμα και δυναμικό παιχνίδι του. Διάολος σωστός. Τον πήραν στη Νεάπολη. Υπέγραψε δελτίο. Πνευμόνια ακούραστα, πόδια ταχύτατα και δυνατά, προπονημένα κάποτε στην αμμουδιά του Μπάτη και στο Παπαλιμάνι της Θάσου. Κι εκεί όμως τα ίδια. Μπορούσε να εξελιχθεί, μα έπρεπε να αφοσιωθεί. Όμως ήταν η ώρα να στρατευθεί και ύστερα από την απόλυσή του έπρεπε να ζυγιάσει καλά τα πράγματα.

Γνώρισε και τη Φωτεινούλα, όνομα και πράγμα: Φωτεινή, από καλή και ηθική οικογένεια. Της εξηγήθηκε όμορφα: θα βοηθάει και τους γονείς μα και τ’ αδέλφια του, όπως και τα πεθερικά του, παράλληλα με αυτήν και τα παιδιά τους. Θα τα σπουδάσει τα καρντάσια του, θα τους ανοίξει πιο καλές προοπτικές και θα δουλέψει πιο γερά, για να τους αποκαταστήσει. Και πράγματι, έτσι έγινε. Ο αθλητισμός ας περιμένει. Προέχει πάντα η βιοπάλη. Έτσι ο χαϊνης ο Χαϊνάς, ο ανυπότακτος, υποτάχθηκε εντέλει στην Ανάγκη…

 

Διαβάστε επίσης