Η Έγκριση

 Η Έγκριση

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

Προχωρούσαν “μετρώντας” τα βήματά τους και προσέχοντας που πατούσαν. Ήταν επικίνδυνος ο δρόμος. Γλιστρούσε πολύ και δεν φορούσαν και τα κατάλληλα παπούτσια. Στο μεγάλο διάσελο ανάμεσα από τις δύο χαμηλότερες κορυφές τού βουνού που υψώνονταν περήφανα πάνω από το χωριό τους, πήγαιναν. Παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Πάντα τα τελευταία χρόνια στις διακοπές των Χριστουγέννων αντάμωναν στο χωριό, και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, αν δεν είχε πολύ άσχημο καιρό έκαναν αυτόν τον περίπατο. Οι δουλειές τους σε διαφορετικές πόλεις ήταν. Μακρινές. Και ο περίπατος αυτός έσβηνε με ένα μαγικό τρόπο τον χρόνο και την απόσταση. Σαν χτες να ήταν.
Δεν είχαν ούτε πέντε λεπτά που ξεκίνησαν και μόλις άρχισε ο ανηφορικός δρόμος την έπιασε προσεχτικά από το μπράτσο και την έφερε αργά από την άλλη μεριά. Είχε συνηθίσει από τότε που ήταν πιτσιρίκια – δεν ξέρει γιατί – όταν πήγαιναν περίπατο, βόλτα στο βουνό ή στην ακροθαλασσιά, να την έχει στα δεξιά του. Σκέφτηκε μια εξήγηση, ότι έτσι από δεξιά, είναι πιο εύκολο και πιο σίγουρο να την προστατέψει σε πιθανό παραπάτημά της, και γι αυτό μάλλον έτσι συνήθως περπατούν και τα ζευγάρια.
Ζευγάρια!
Πώς το σκέφτηκε αυτό.
Ζευγάρια!
Το διαισθάνονταν όμως εδώ και πολύ καιρό αυτό. Από παιδιά μαζί μεγάλωσαν. Από τα νήπια. Γειτονόπουλα. Παιχνίδια, φλερτ, σχέσεις, έρωτες και τα μυστικά τους ο ένας στον άλλον….η καλύτερή του φίλη ήταν.
Και τώρα τί;
Τί ήταν αυτό που μέσα του συνέβαινε;
Κουράστηκε από τον κόσμο γύρω του, από όλους, ένοιωθε τελικά ότι μόνο εκείνη τον ήξερε, γνώριζε την ψυχή του, μόνο εκείνη τον καταλάβαινε, μόνο εκείνη τον άφηνε να μιλάει ελεύθερα, χωρίς δισταγμό. Με αλήθεια. Δεν τη ντρέπονταν καθόλου, όλα σε κείνη τα έλεγε κι αυτή τον άκουγε. Μόνο εκείνη τον άκουγε και τον κοιτούσε έτσι στα μάτια. Μια ώρα μαζί, ώρες πολλές δίπλα της σιωπηλός να ήταν, και ήξερε, καταλάβαινε εκείνη, τί στο μυαλό του είχε αυτός, τί στεναχώρια βάραινε την ψυχή του. Διάβαζε και γνώριζε την σκέψη του, χωρίς λέξη αυτός να πει. Έτσι κι αυτός για εκείνη ήταν και τώρα τελευταία σαν να καταλάβαινε ότι το ίδιο συνέβαινε και σε κείνη. Το έβλεπε στα μάτια της. Το διαπίστωνε καθημερινά, και μαζί μ’ αυτό έβλεπε μια αρκετά μεγάλη δόση απογοήτευσης στο βλέμμα της από την ζωή της. Από την ζωή των τελευταίων δυο δεκαετιών, από τότε που τελείωσαν τα ανέμελα τού σχολείου χρόνια. Για πολλά χρόνια το έβλεπε στα μάτια της.

Τώρα όμως…..
Γύρισε και την κοίταξε βαθιά στα μάτια.
Ώρα πολύ προχωρούσαν κι έκανε κρύο πολύ, κρύο πολύ, παγωνιά, μα ένοιωσε μια ζέστη στην καρδιά του που αντανακλούσε σ’ όλο του το κορμί.
Την κοίταξε ξανά, έκαναν δυο τρία βήματα ακόμα, πλησίασε κοντά της και με το δεξί του χέρι την αγκάλιασε από τους ώμους κάπως διαφορετικά από τις άλλες φορές.
Στάθηκε για λίγο, ανάγκασε και κείνη να σταθεί και την κοίταξε επίμονα στα μάτια αναζητώντας την έγκριση απ’ την ματιά της. Του απάντησε κλείνοντας τα μάτια της και γέρνοντας λίγο το κεφάλι της στον ώμο του. Έτρεμε λίγο το κορμί της, “από το κρύο είναι” του είπε. Έτσι του είπε κι αμέσως με μια ανάσα, “είναι το πρώτο ψέμα που σου έχω πει ποτέ”, διόρθωσε τα λόγια της.

Προχώρησαν έτσι σιωπηλοί αρκετή ώρα και κάποια στιγμή γύρισε τον κοίταξε και του χαμογέλασε γλυκά, με εκείνο το από χρόνια γνώριμό του αληθινό χαμόγελό της. Παραπάτησε και γλίστρησε στο παγωμένο χιόνι και κείνος την έσφιξε ακόμη περισσότερο. Με δύναμη. Με δύναμη πολύ επάνω του την έσφιξε. Εκείνη αφέθηκε και πέρασε το αριστερό της χέρι στην μέση του και το έβαλε στην τσέπη τού μπουφάν του.
Αμίλητοι περπάτησαν για αρκετή ώρα ακόμη, έφτασαν στο διάσελο και δίχως να σταματήσουν συνέχισαν, έτσι, χωρίς συγκεκριμένο προορισμό τώρα, αλλά αυτό που φαίνεται ότι επιθυμούσαν και οι δύο ήταν να ξεφύγουν από τον κόσμο.
Ο δρόμος έφτασε στο τέλος του, τα δέντρα χάθηκαν από μπροστά τους και βρέθηκαν ολομόναχοι μέσα σε μια κατάλευκη απέραντη ερημιά.
Νιφάδες από έναν καταγάλανο ουρανό άρχισαν ένα ξέφρενο χορό γύρω τους. Σαν χειμωνιάτικη σπορά.
Σταμάτησαν και στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον.
Πλησίασαν κοντά τα πρόσωπά τους και τα χνώτα τους ενώθηκαν.
Μικρά καυτά συννεφάκια.
Με τις άκρες των δαχτύλων του, άγγιξε τα χείλη της και κείνη τα μισάνοιξε, χαλαρά, παραδομένα.
Τα χείλη της, στα χείλη του….η εκπνοή του, ανάσα της.
Ένα ζεστό, υγρό, βουβό φιλί
κι άλλαξε ο κόσμος όλος γύρω….
Ανοιξιάτικα λουλούδια, γέννημα των νιφάδων ξεπρόβαλαν μέσα από το παγωμένο χιόνι.

Δεκέμβριος 2018

Διαβάστε επίσης