Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Έφτασε στη πρώτη, την κύρια διασταύρωση του χωριού, την αγνόησε και συνέχισε να οδηγεί στον κεντρικό δημόσιο δρόμο. Δύο ασφάλτινες διασταυρώσεις είχε για το χωριό της, η μια κάτω από το κάστρο με τον δρόμο να ανηφορίζει δίπλα και παράλληλα προς τη ρεματιά με τα αιωνόβια πλατάνια, και η άλλη προς τα δυτικά, μέσα από τα καπνοχώραφα. Προτίμησε αυτή, τη δεύτερη. Πάντα από μικρή που την έπαιρναν στον κάμπο, στα καπνά, από αυτόν το δρόμο πήγαιναν. Γι αυτό, αυτός της άρεσε. Είχε αναμνήσεις. Πολλές. Χωματόδρομος ήταν παλιά. Τον έστρωσαν τώρα. Άσφαλτο.
Μετά από μερικές λίγες εκατοντάδες μέτρα έφτασε σε τούτη τη διασταύρωση. Άναψε φλας, έστριψε, και είδε μπροστά της να φανερώνεται όλο το χωριό. Καθώς ανέβαινε στον ανήφορο, της φάνηκε ότι εκείνο, το χωριό της, γλιστρούσε στην κατηφοριά προς τον κάμπο και την πλησίαζε. Είδε τον τόπο της. Τον είδε κι αναρίγησε η καρδιά της. Τον αγκάλιασε με τα μάτια της και εκείνος της ανταπέδωσε την αγκαλιά και την τύλιξε με τις ολόγυρα χαμηλές βουνοκορφές που σα τεράστια χέρια ήταν. Ούτε που άλλαξε καθόλου τόσα χρόνια ο τόπος της. Το χωριό της. Άνοιξε το παράθυρο, μύρισε τον ψυχρό αέρα, γεύτηκε τη παγερή δροσιά του και μίλησε στον τόπο της. Απάντηση όμως καμιά δεν πήρε. Μάλλον δεν θα τη αναγνώρισε. Γέρασε. Θυμάται πως πριν φύγει για τη Γερμανία, όταν ακόμα δούλευε στις μπύρες και έμενε στη Καβάλα, κάθε που γυρνούσε στο χωριό της εκείνος πρώτα της μιλούσε. Ο τόπος της. Τώρα; Σίγουρα, σίγουρα δεν την αναγνώρισε. Σφίχτηκε η καρδιά της.
Έκανε στην άκρη του δρόμου, κατέβηκε από το αυτοκίνητό της, διέσχισε τον ξερόλακκα με τις κάτασπρες ολοστρόγγυλες από του χρόνου τη τριβή πέτρες, και στάθηκε στην άκρη του χωραφιού τους. Ναι, αυτό ήταν, καλά θυμόταν και πως να το ξεχάσει το χωράφι τους. Κι είδε και τον εαυτό της. Τον είδε καθισμένο εκεί στην άκρη του χωραφιού πάνω στο μπουργκάζι, να κρατά στα χέρια το μικρό πήλινο κιούπι και να γεύεται το παχύ αγελαδινό γιαούρτι που έφτιαχνε η θεία της. Θυμήθηκε που μάλωνε με την αδελφή της ποια θα πρωτογλείψει το βούτυρο που κολλούσε στη τσαντίλα που την τοποθετούσε για σκέπασμα η θεία της. Δίπλωνε τη τσαντίλα, την έβαζε πάνω στο άνοιγμα του δοχείου και την έδενε γύρω γύρω από το χείλος του δοχείου με ένα σπάγκο. Από το ταρακούνημα πάνω στο ζώο μέχρι να φτάσουν στο χωράφι ανέβαινε το βούτυρο και κολλούσε πάνω στη τσαντίλα. Μάχη έδινε με την αδερφή της, ως που έπεφταν από τη μάνα της μερικές ξυλιές και ησύχαζαν.
Πόσα χρόνια!
Χαμόγελο και δάκρυ. Μαζί πηγαίνουν αυτά. Αδέρφια.
Δεν ξέρει πόση ώρα έμεινε στα πίσω χρόνια. Καταπάγωσε. Τα χέρια της πιρούνιασαν. Έκανε ψύχρα πολλή. Αέρας παγερός κατέβαινε από το βουνό.
Γύρισε στο αυτοκίνητό της. Θα ήταν το τελευταίο της ταξίδι που έκανε οδηγώντας η ίδια. Είχε αποφασίσει πια πως δεν έπρεπε άλλο να οδηγεί. Ήταν μεγάλη. Ασέβεια προς τη ζωή ήταν. Τα μάτια της, τα χέρια της, το πόδια της, όλο της το σώμα κουρασμένο ήταν. Δεν είχε πια της νιότης τη σπιρτάδα. Θα χάριζε το αυτοκίνητό της στο μικρανήψι της τον Αριστείδη. Ο Θεός… ο Θεός στάθηκε άδικος μαζί της. Δεν της χάρισε παιδιά και πήρε πάνω μαζί του τον σύντροφό της λίγα χρόνια μετά τον γάμο τους. Έμεινε μόνη. Από τότε. Δεκαετίες ολάκερες.
Οδήγησε αργά, έφτασε ως τη μέση του χωριού και έστριψε δεξιά. Είδε τα κυπαρίσσια στην άκρη του κοιμητηρίου.
Έτριξε η μεγάλη καγκελόπορτα καθώς την έσπρωξε με το ένα χέρι της, στο άλλο κρατούσε το κερί που είχε φέρει μαζί της από το θαυματουργό εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας στη Ρεντίνα. Προχώρησε στο μεγάλο διάδρομο και λίγο πριν το τέρμα του, είδε στα αριστερά της το μνημείο. Περπάτησε προσεκτικά ανάμεσα από τους μαρμάρινους τάφους και στάθηκε μπροστά του. Είδε την εικόνα της και
και στο σταυρό το όνομά της.
”Μαρίνα Κ…… , ετών 89”
Άναψε το κεράκι, έσκυψε και το έμπηξε με δυσκολία στην πετρωμένη άμμο κι έμεινε εκεί γονατιστή. Έγειρε εκείνο και το στήριξε με δυο πετρούλες. Τρεμόσβηνε η φλόγα του.
«Μάνα μου», ψιθύρισε, και μέσα στο ξεροβόρι την άκουσε ο τόπος της και ένιωσε τη ζεστασιά της αγκαλιάς του. Και μια σιγανή φωνή άκουσε να της μιλά..…
Καλώς όρισες Φωτεινή…
Μια θαλπωρή παράξενη την τύλιξε, κόπασε ο άνεμος κι η φλόγα του κεριού υψώθηκε και χάθηκε στα ουράνια…
Καλώς όρισες Φωτεινή…
Νοεμβρίου 19 του 20