Μαθητεία

 Μαθητεία

 

Για την Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου

 

Της Τασούλας Γεωργιάδου*


Ο Γυμνασιάρχης έφυγε προς το γραφείο του κάνοντας έναν μορφασμό απογοήτευσης. Δεν το περίμενε από το καλύτερο τμήμα, το πρακτικό της Έκτης, με δυο μέτρα μαντράχαλους(σε λίγους μήνες θα ήταν ακαδημαϊκοί πολίτες),να δείξουν τέτοιο ενθουσιασμό που θα σχολούσαν μια ώρα νωρίτερα, μια κι έπιασε η ισχιαλγία του τον θεολόγο μας. Ούτε δεκατριάχρονα να ήμασταν. Η αλήθεια είναι πως φέτος κάναμε ενδιαφέρουσες συζητήσεις στην «Ηθική».Αλλά απ’ την άλλη, στην τελευταία τάξη το άγχος για την προετοιμασία των εισαγωγικών ήταν έντονο.

Για πότε οργανώθηκε η παρέα και έπεσε η ιδέα… Θα πηγαίναμε στα απαγορευμένα, στα σφαιριστήρια, για μπιλιάρδο και ποδοσφαιράκι. Μέχρι να κτυπήσει κουδούνι και να εκκενωθεί το διδακτήριο δεν υπήρχε κίνδυνος να μας τσακώσουν οι κέρβεροι ελέγχου συμπεριφοράς που εφημέρευαν. Χυθήκαμε στην κατηφοριάγελώντας,αφού ασφαλίσαμε στη σάκα τα πηλίκια με την κουκουβάγια που μας χαρακτήριζαν ως γυμνασιόπαιδες.

«Αντρέα, βρε Αντρίκο!» άκουσα από το καφέ-ουζερί της πλατείας Δικαστηρίων. Ωχ! Πώς τα κατάφερα έτσι; Πόσο αστόχαστα παρασύρθηκα από την παρέα… Πρόσεχα πάντα ν’ αποφεύγω αυτή τη διαδρομή, πήγαινα πάντα από τον παράλληλο κι ας έκανα κύκλο, ακριβώς για να τον αποφύγω.

«Αντρέα, εσένα λέω ρε κερατά, δεν μας καταδέχεσαι. Έλα να σε κεράσω».

Και ήμουν και  με τον Κίμωνα, τον ανεψιό του Δημάρχου, που κόμπαζε για τον θειο του.

«Εσένα φωνάζει ο μεθύστακας;» γύρισε και με κοίταξε πουάλλαζα χίλια χρώματα.

«Μη δίνεις σημασία, ενοχλητικός από την παλιά μας γειτονιά» είπα και επιτάχυνα τον βηματισμό. Δίπλα μου ο Σπύρος δεν μίλησε. Μου έριξε ένα βλέμμα με σημασία. Μικρή η πόλη και γνωριζόμαστε μεταξύ μας οι περισσότεροι, πόσο μάλλον ο Σπύρος που τα σπίτια μας είναι αντικριστά. Το κράτησε, όμως, δεν μολόγησε. Για να του χρωστώ χάρη, όχι από διακριτικότητα. Έτσι ήταν αυτός, θα μου ζητούσε κάλυψη σε καμιά κουτσουκέλα στο μέλλον.

Όλη η καλή μου διάθεση να χαλαρώσω πήγε περίπατο. Ευτυχώς οι συμμαθητές το προσπέρασαν και αφοσιώθηκαν στο παιχνίδι. Εξάλλου ήταν τόσο στενά τα χρονικά μας περιθώρια.Έπαιζα πολύ αφηρημένα, παραλίγο να σκίσω την τσόχα με την στέκα μου,έτσι που ήταν τα νεύρα μου.Και, φυσικά, έχανα. Μέσα μου έβραζα.Τα ’βαλα με τον εαυτό μου, τι ασυλλόγιστος, πώς την πάτησα έτσι. Μουρμούρισα στους άλλους μια δικαιολογία κι έφυγα από το σφαιριστήριο παίρνοντας τον παραλιακό δρόμο, να με φυσήξει ο θαλασσινός αέρας.

«Εεεεπ, σιγά! Τι έπαθες;» Ανησύχησε η μάνα καθώς βρόντηξα την πόρτα πίσω μου μπαίνοντας σπίτι. Πάντα ψυχανεμίζεται το τι συμβαίνει.

«Έπεσα πάνω στον μπεκρο-Μανώλη. Και με φώναζε να με κεράσει. Με τη μισή τάξη να παρακολουθεί το περιστατικό. Δεν ήξερα τι να κάνω! Όπως κατεβαίναμε τσούρμο δεν σκέφτηκα ν’ αλλάξω δρόμο».

«Έλα τώρα ηρέμησε, δεν έγινε τίποτε» προσπάθησε να με γαληνέψει.

«Για σας όλα δεν είναι τίποτε! Με κάνει να ντρέπομαι, μας κάνει ρεζίλι όλους, δεν το καταλαβαίνετε; Να σκέφτονται τι σόι είμαστε με τέτοιοθείοπου έχω…»

«Πονεμένος άνθρωπος είναι, συμβαίνει σε όλες τις οικογένειες», αυτό άκουγες κάθε φορά, όλοι τον δικαιολογούσαν, όλοι τον συμπονούσαν για το μικρό του αγόρι, το κάπως αλαφροΐσκιωτο, κάπως καθυστερημένο, κάπως να αποκλίνει από το φυσιολογικό.

«Και η θεία Χρυσάνθη, τι κάθεται και υποφέρει η θεία μαζί του;Μυαλό δεν έχει;Να τον χωρίσει, να πάει στο διάβολο!»

«Τι λόγια είναι αυτά, παιδί μου! Αν είναι δυνατόν. Αυτό ήταν το τυχερό της».

Ασύλληπτες αντιλήψεις αυτέςτων γονιών, άκου εκεί τυχερό! Δεν το συνέχισα από σεβασμό στη μάνα. Χάσμα γενεών που λένε.

Σκέφτηκα όμως πάλι τη σκηνή, πριν κάποια χρόνια, που γυρίζαμε αργά το βράδυ με τον πατέρα από τον άλλο δρόμο. Σπανίως τον προτιμούσαμε, μια κι ήταν πιο μακρύς, αλλά και μακριά από τη θάλασσα. Εκείνη τη μέρα ο αέρας λυσσομανούσε, τα αφρισμένα κύματα έσκαγαν με ορμή στα βράχια και ξεπερνούσαν όλο το φάρδος του παραλιακού.Στη δεύτερη στροφή σταθήκαμε αναγκαστικά. Η θείαΧρυσάνθη προσπαθούσε να σηκώσει τον Μανώλη από το πεζούλι που ’τανεμισοξαπλωμένος. «Έλα Μανουήλ, έλα καλέ μου! Λίγο έμεινε και θα ξαπλώσεις» τον παρακαλούσε. Πλησιάζοντας νιώσαμε τη μπόχα από το αλκοόλ, τον εμετό και τα κάτουρα. Ήταν τρισάθλιος, αναμαλλιασμένος,  βρωμερός. Κι ενώ έκανα πίσω απ’ τη σιχασιά, ο πατέρας όρμησε να βοηθήσει την αδελφή του να τον πάνε μέσα. Ακολούθησα από απόσταση. Δεν φάνηκε να παραξενεύτηκε πολύ ο πατέρας, ενώ εγώ παρακολουθούσα με έκπληξη και αηδία. Τον ακούμπησαν σ’ ένα σκαλί και προσπαθούσαν να τον γδύσουν και να τον πλύνουν στη βρύση της εσωτερικής αυλίτσας του παλιού τούρκικου σπιτιού. Τον καθάρισαν, τον σκούπισαν με το πεσκίρι και τον μετέφεραν αγκαλιαστά στο γιατάκι του, κάτω από τον χάρτη της Μαύρης Θάλασσας. Πρέπει να γινότανε συχνά, γι’ αυτό ο πατέρας μιλούσε για τον Γολγοθά της Χρυσάνθης. Το ξανάκουσα καθώς διηγιόταν τη  σκηνή στη μάνα μου, όταν γυρίσαμε σπίτι και νόμιζε πως με είχε  πάρει ο ύπνος.

Ήμουν παραστάτης της σημαίας του σχολείου την 28η και είχαν σπεύσει να με χειροκροτήσουν σύσσωμη η οικογένεια στην παρέλαση. Λάθος, εκτός της γιαγιάς που μετά τη λειτουργία γύρισε να ετοιμάσει την «όρνιθα» με σούπα και τηγανητές πατάτες. Κάτσαμε στο τραπέζι ευδιάθετοι. Το ραδιόφωνο συνόδευε μουσικά το γιορταστικό γεύμα. Η Βέμπο συγκινούσε πάντα. Και αυτούς που τη ζήσανε σαν τραγουδίστρια της Νίκης και μας τους νεότερους που την ακούγαμε κάθε χρόνο τέτοιον καιρό. «Κορόιδο Μουσολίνι», «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά», «Στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός». Όταν ακούστηκε «Με το χαμόγελο στα χείλη, παν οι φαντάροι μας μπροστά…» ο πατέρας κούνησε το κεφάλι και μόρφασε με κάποια ειρωνεία στην έκφραση. Μάλλον δεν θα ήταν τόσο αλήθεια αυτό. Όταν του ζήτησα να το σχολιάσει μας είπε για την επιστροφή των φαντάρων από το μέτωπο με τη λήξη των μαχών.

«Φοβόμασταν, όλοι οι λογικοί φοβόμασταν. Για γλέντι μπορεί να το είδαν κάποιοι αστόχαστοι νεαροί. Όσοι είχαν οικογένειες προσπαθούσαν να κρύψουν τον φόβο μην τρομάξουν τους δικούς τους. Το δικό μου τάγμα επιστράτων ήταν στηνελληνοβουλγαρική μεθόριο, δεν πήγαμε στην Αλβανία. Λίγες μέρες πολεμήσαμε στην  αρχή του Απρίλη του ’41,όταν ήρθαν οι Γερμανοί στα οχυρά.Ο Μπακόπουλος έκανε γρήγορατη συνθηκολόγηση. Γυρίσαμε σχεδόν αξιοπρεπώς.  Δεν ξέρω πώς έγινε ο στρατηγικός σχεδιασμός, αλλά οι θείοι σας, ο Χριστόδουλος με τον Μανουήλ, κλάση του ’27, με οικογένειες και μικρά παιδιά, βρέθηκαν στο αλβανικό μέτωπο. Εκεί τέλειωσαν οι εχθροπραξίες πιο αργά, τέλη του Απρίλη νομίζω υπέγραψε οΤσολάκογλου. Έξι ολόκληρουςμήνες έλειπαν στα χιονισμένα βουνά.  Γύρισαν σε κακό χάλι. Σκελετωμένοι,ψειριασμένοι,  κουρελήδες. Ξυνόντουσαν και πλήγιαζαν το κορμί τους. Σακατεμένος ο Χριστόδουλος, πάλι καλά είπαμε, μόνο τα δάκτυλα του ενός ποδιού να του λείπουν. Τα κόψανε για να μην προχωρήσει ηγάγγραινα μιας και σάπισαν από τα κρυοπαγήματα. Είπαμε, ευτυχώς δεν έχασε τίποτεο Μανουήλ. Δεν βαριέσαι που ΄τανεαξούριστοι, να ζέχνουν απ’ την απλυσιά. Ο Μανουήλ, όμως, ήταν και χαμένος, δεν του έπαιρνες λέξη. Ένα βλέμμα στεγνό, άδειο, σαν να μην ήταν επί γης.Σίγουρα τα πρόσωπα της ήττας ήταν σκληρά, τραχιά, φοβιστικά.Έβαλαν οι γυναίκες το καζάνι στην αυλή να ζεστάνουν νερά, να τους πλύνουν να τους ξεψειριάσουν, να πλύνουν και ό,τι σώζονταν από ρούχα. Ήρθαν κι ανθρώπεψαν και τους έστρωσαν να κοιμηθούν να ξαποστάσουν.

Ο Χριστόδουλος, όταν αγκάλιασε τα κορίτσια του, γέλασε το χειλάκι του. Αλλά ο Μανουήλ… Με το χαμόγελο στα χείλη και κουραφέξαλα. Δυστυχία και πόνος πολύς. Τα παιδιά του, πού να τον πλησιάσουν!Χαμένος διαρκώς στο πρόσφατο παρελθόν που πρέπει να ήτανσκοτεινό, τρομακτικό, βασανιστικό.  Κοιμόταν και αντάριαζε μες τον ύπνο, θαρρείς και σκάγαν βλήματα δίπλα του. Παραμιλούσε άναρθρα, τίποτε δεν μπορούσε να καταλάβει η Χρυσάνθη. Τον ζώνανε φαντάσματα; Έβλεπε ανατινάξεις και κομματιασμένους φαντάρους, τους συμπολεμιστές του; Μιλιά! Αυτά ήταν ο πόλεμος για τους απλούς πολίτες, τίποτε ηρωικό, αίμα, πόνος, μίσος για τον απέναντι άγνωστοάνθρωπο πουέχει κι αυτός μάνα, αδέλφια, παιδιά. Ο πόλεμος είναι ο έξω από δω.Τι που ήρθε αρτιμελής, το μυαλό φαινόταν σαλεμένο. Ε, κι όταν άρχισε να συνέρχεται, βρήκε παρηγοριά στο πιοτί, σε ό,τι έβρισκε».

Πήρε μιαν ανάσα ο πατέρας και συνέχισε.

«Μετά από χρόνια, ήταν νηφάλιος και ήρθε να μου δείξει πώς να φτιάξω λάχανο τουρσί. Όπως ήμαστε μόνοι μας, του άνοιξα κουβέντα. Γιατί πίνει τόσο, γιατί δεν τη λυπάται την έρμη την Χρυσάνθη και την κουράζει τόσο… Μου ανοίχτηκε. Ίσως ήθελε να ελαφρώσει εξομολογούμενος το βάσανό που τον κατατρώει. Δεν ήταν μόνο τα παλιά, οι απώλειες στη Μικρασία, ο ξεριζωμός…

Μου αφηγήθηκε την περιπέτειά του, για τις  πιο σκληρές μάχες στο Αλβανικό που έγιναν στην εαρινή επίθεση. Ο ίδιος ο Μουσολίνι είχε πάει εκεί. Ονειρευόταν ότι θα περάσουν την Κλεισούρα και θα φτάσουν τέλος του Μάρτη στην Αθήνα. Πολλές μέρες πολεμούσαν και το  ύψωμα 731 είχε βομβαρδιστεί ανελέητα μέχρι που έχασε το ύψος του. Το τάγματου  Κασλά από τη Θεσσαλία, που υπερασπιζόταν τα υψώματα, είχε μεγάλες απώλειες και στα μέσα του Μάρτη ζήτησαννα κινηθεί και ο λόχος του Μανώλη με τον λοχαγό τους, τον Κουτρίδη.Τέσσερις μεραρχίες είχαν απέναντι οι Ιταλοί. Βομβάρδιζαν ασταμάτητα. Όλα φλέγονταν γύρω τους. Από πάνω τα αεροπλάνα έριχναν χαλάζι τις βόμβες.Ήντουσαν πέντε στο πολυβολείο. Ένας όλμος έπεσε εκεί δίπλατους. Η γης αναταράχτηκε, σεισμός… Τους δυο τους καταπλάκωσαντα χώματα.Ένας διαμελίστηκεκαι σκόρπισαν κομμάτια του δεξιά κι αριστερά. Φρίκη! Τραυματισμένος βαριά κι ο συμπολεμιστής του ο Γιώργης από τη Ροδόπολη βόγκηξε,ωι μάνα μου. Δεν μπορούσε να εντοπίσει πού ήταν χτυπημένος, ούτε περίσσευε ο χρόνος. Τον φορτώθηκε στην πλάτη και προσπαθούσε να τον πάρει από κει,  να γυρίσουμε πίσω.Βάδιζε, σχεδόν σερνόταν για ώρες. Νύχτωνε και μπορούσε ναγλιστρήσει στα ανοίγματα από τις οβίδες. Περπάταγε ψαχουλευτά να πατήσει στέρεα, πρόσεχοντας να μην τον σύρει στο τραχύ έδαφος και τον πονέσει περισσότερο. Άκουγε την ανάσα του και τα βογγητάτου έτσι όπως τον είχε κρεμασμένο πίσω του, κρατώντας τον από τα πόδια.Μόνο φως αυτό των πολυβόλων βοηθούσε να μην χάνει τον δρόμο προς τα μετόπισθεν που σκόπευε να φτάσει, να προλάβει να βρει βοήθεια, μη του μείνει στα χέρια. Κάποια στιγμή γονάτισε στον κορμό ενός δέντρου τσακισμένου από τις ριπές. Σιμά έσκασε μια χειροβομβίδα.Καθώς τα θραύσματα σκόρπισαν γύρω τους, κάποια πέρασαν ξυστά από τ’ αυτί του. Σηκώθηκε με ζόρι και συνέχισε με τον Γιώργη στη ράχη. «Ευτυχώς δεν μας πήραν τα σκάγια», σκεφτόταν. Έκανε μεγάλο κουράγιο. Δεν ήξερε πόση ώρα περιπλανιόταν ξέπνοος. Δίψαγε. Άρχισε να χαράζει όταν έφτασε στο βάθος της ρεματιάς. Του φάνηκε πως άκουγε να κυλάει νερό. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσειήχους, τ’ αυτιά του θαρρείς δεν δούλευαν. Πράγματι κυλούσε νερό. Τον απίθωσε και έσκυψε να πιω. Πήρε με το κράνος να πάει να ποτίσει και να νίψει τον Γιώργη. Ποιον Γιώργη… Δεν υπήρχε Γιώργης, δεν υπήρχε πρόσωπο, δεν υπήρχε καν … κεφάλι.Ούτε κατάλαβε πόσες ώρες μπορεί να κουβαλούσε τον συμπολεμιστήτου ακέφαλο. Ανταριάστηκε. Τον εγκατάλειψε κι άρχισε να τρέχει. Πού βρήκε τη δύναμη απορούσε. «Το καταλαβαίνεις», μου είπε «τον εγκατάλειψα, τον άφησα άθαφτο και το έβαλα στα πόδια.

Συνεχίζω να τρέχω, τόσα χρόνια μετά, και ο ακέφαλος Γιώργης με κυνηγά από πίσω. Πού πας, πού μ’ αφήνεις, γύρνα να με θάψεις, μην μ’ αφήνεις στα τσακάλια και στα όρνια…»


«Αυτά, Αντρίκο μου, άριστε κι αυστηρέ, που δεν κατανοείς τους γύρω σου και όλο για αξιοπρέπεια μου τσαμπουνάς» με πρόγκηξε αιφνιδιάζοντάς με ο πατέρας, αν και δεν είχα βγάλει τσιμουδιά στο τραπέζι.

Συμπονούσα τη θεία μου που υπέφερε με τόση υπομονή. Μαλάκωσα πολύ και με τον Μανουήλ, άρχισα να τον συμμερίζομαι, αλλά εξακολουθούσα να τον αποφεύγω. Τι μου ’φταιγε κι εμένα. Αλλά έλα που ήρθε η ώρα και μου έφταιξε!

Τελειώσαμε με την έκτη και αρχίσαμε να κάνουμε τις αιτήσεις για τις εισαγωγικές στο πανεπιστήμιο. Τα διαβάσματα σε προσανατολίζουν, οι ήρωες σε εμπνέουν. Από μικρός χωμένος στα λογοτεχνικά κείμενα που δεν τα παρατούσα ούτε για φαγητό, είχα βάλει πλώρη για γιατρός. Με είχε συνεπάρει ο Άρτσιμπαλντ Τζόζεφ Κρόνιν με το Κάστρο του και τα Ηρωικά του χρόνια. Γιατρός της προσφοράς, βεβαίως, όχι του χρήματος και της καριέρας.

Ενδιαφέρον υπήρχε και για την στρατιωτική ιατρική, εξάλλου οι πόλεμοι τροφοδοτούσαν τις περισσότερες ελληνικές και ξένες ταινίες της εφηβείας μου. Και οι γενναίοι ήρωες φορούσαν στολή! Γιατί όχι, λοιπόν, θα δοκίμαζα τις δυνάμεις μου κι εκεί. Εν μέσω ψυχρού πολέμου,χρειάζονταν ένα κάρο χαρτιά και δικαιολογητικά που μαζεύτηκαν επιμελώς με αρκετό τρέξιμο.Κατατέθηκε όλη η χαρτούρα και συνέχισα εντατικά τη μελέτη μες στο καυτό κατακαλόκαιρο, μιας και οι εξετάσεις γινόταν νωρίς το φθινόπωρο. Ως που έσκασε αυγουστιάτικα το κανόνι. Καλέσανε τον πατέρα στο αστυνομικό τμήμα για να τον πληροφορήσουν πως δεν μπορούσα να επιδιώκω την στρατιωτική Ιατρική, λόγω… φρονημάτων! Πήγα να τρελαθώ. Τι είναι πάλι τούτο; Ποιος, έκανε τι και πότε;

«Δυστυχώς αγόρι μου, δεν μπορείς. Ψάχνουν μέχρι τρίτη γενεά και όλους τους συγγενείς. Αν υπάρχει αριστερός στο σόι, τους παίρνει όλους η μπάλα».

«Και υπάρχει; Εγώ δεν ξέρω κάποιον. Ποιος είναι τέλος πάντων;»

«Ο αδελφός του Μανουήλ, ο Θεμιστοκλής. Έφυγε μετά τον ανταρτοπόλεμο στο παραπέτασμα, ζει κάπου στη Γιουγκοσλαβία».

Θόλωσα, φούντωσα. Αδιανόητο, τι σχέση έχω εγώ με τον αδελφό ενός συγγενούς εξ αγχιστείας; Τι σχέση έχω με έναν άνθρωπο που ποτέ δεν γνώρισα και τον έχουν χαμένο από πριν γεννηθώ; Πάλι εμπρός μου ο θείος Μανώληςκαι σε ένα θέμα τόσο καθοριστικό για τη ζωή μου! Οι δικοί μου έκαναν ό,τι μπορούσαν να με παρηγορήσουν για την άδικα χαμένη ευκαιρία. Δεν ήξερα με ποιους να τα πρωτοβάλω. Με τον άγνωστο μου Θεμιστοκλή που έφυγε στο «σιδηρούν παραπέτασμα» ή με την πολιτική κατάσταση και την κομμουνιστοφοβία που ρύθμιζε την προκοπή των πολιτών;Η σύγχυση με καθυστερούσε δραματικά από τη μελέτημου, από τον προγραμματισμό μου. Έβαλα σε τάξη το μυαλό μου και είπα «ψυχραιμία, θα αποτύχεις και μετά θα πρέπει να περιμένεις έναν ολόκληρο χρόνο να ξαναδώσεις εισαγωγικές».

~

Έξι χρόνια στη Θεσσαλονίκη, μελέτη, κλινικές, εξετάσεις, γύριζα μόνο στις διακοπές για λίγο κολύμπι και να δω συγγενείς και φίλους. Τη θεία Χρυσάνθη την πετύχαινα στην εκκλησία. Πάντα καταχωνιασμένη στο τελευταίο δεξιό στασίδι να προσεύχεται και να κάνει βαθιές μετάνοιες. Στη θρησκεία έβρισκε παρηγοριά, η ελπίδα της μαλάκωνε τον πόνο.Το όπιο του λαού, που έλεγε ο Μαρξ, μια και τα οπιούχα ήταν τα δυνατά αναλγητικά στον καιρό του. Ο μόνος λόγος να βγαίνει, θαρρείς, απ’ το σπίτι της. Πάντα με ανοιχτή αγκαλιά να με σαλιώσει σαν με φιλούσε και γω να δικαιολογούμαι που δεν προλαβαίνω από το διάβασμα να πάω να τη δω.«Δεν σε λησμονώ πουλόπομ» μου έλεγε«σ’ έχω φυλαγμένο το γλυκό σου». Δεν παραβλέπω, πάντα μου κρατούσε κυδώνι γλυκό που το αγαπούσα. Τον θείοΜανώλη τον συναντούσα σε θλιβερά γεγονότα, κηδείες και μνημόσυνα, όπου έπινε το κονιάκ ολονών και έκλαιγε γοερά κι απαρηγόρητα σαν μικρό παιδί. Μπαινόβγαινε στην ψυχιατρική κλινική για αποτοξίνωση, αλλά ο αλκοολισμός είναι βαριά μάστιγα. Καημένη θεία!

~

Ήρθε με αιμορραγία ένα βράδυ. Έκανα τονδεύτερο χρόνοειδικότητας  στο τοπικό νοσοκομείο.  Ήμουν εφημερία σε άλλη κλινική, όταν έκανε εισαγωγή, αλλά με ειδοποίησε η μάνα να συντρέξω. Προθυμοποιήθηκα να πάρω εγώ το ιστορικό.Την βρήκα κάτισχνη και αδύναμη. Ένιωσε ότι είναι σε έμπιστα χέρια και αναθάρρησε μόλις με είδε.

«Μη στεναχωριέσαι θεία μου, όλα θα τα διορθώσουμε!»

Αυτή τη φορά την πήρα εγώ αγκαλιά. Τη σήκωνες σαν ένα μωρό. Οι ρυτίδες έσκαβαν βαθιά το πρόσωπό της. Τα θολά μάτια της γέλαγαν κάτω από τα πυκνά της φρύδια. Τα μαλλιά της, που δεν είχαν γνωρίσει παρά το πράσινο σαπούνι,  κρατιόνταν κατάμαυρα.  Δεν τη στεναχωρούσε τίποτε, παρά ο Μανουήλ της.

«Τι θα γίνει Αντρίκο μ,σαν πεθάνω; Εμένα σώθηκε το λαδάκι στο καντήλι μου. Ποιος θα τον κοιτάξει; Τον μεγάλο μας τον ρούφηξαν τα καράβια. Η Λέτα μας μαράζωσε μακριά στηΓερμανία, ίσα που ζουν. Και το στερνπούλι μας, το ξέρεις, είναι ανήμπορος».

Δεν είχε άσχημη κουβέντα για κανένα. Για τον μεγάλο ξάδελφο που ’ριξε μαύρη πέτρα, για τη θυγατέρα που κακοπαντρεύτηκε έναν αχαΐρευτο – ποιος θα ζήταγε σε γάμο τη κόρη του μεθύστακα – για τον μικρό συνονόματο που γεννήθηκε κουσουρλής μετά τον πόλεμο, όταν είχε πέσει πια ο Μανουήλ στο αλκοόλ. Και αποκαλύφθηκαν κι άλλες ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες στο επόμενο διάστημα που διακόπηκαν κακήν κακώς από άτσαλες κι ανεύθυνες μαμές· φόβος μη γεννηθούν ελαττωματικά παιδιά. Αυτό κι αν ήταν μέγα κρίμα που της βάρυνε τη συνείδηση.

Καμιά έκπληξη η εικόνα που αντικρίσαμε στην επέμβαση μετά την τόση κακοποίηση της μήτρας. Όλο το σπλαγχνικό σύστημα διάσπαρτο από καρκινώματα. Ίσα που την ανοίξαμε και την κλείσαμε. Δεν υπήρχε ελπίδα.

Όταν σουρούπωνε πήγαινα στον θάλαμό της να της κρατήσω συντροφιά. Της άρεσε που ενδιαφερόμουν για τις ιστορίες της πατρίδας, όπως την αποκαλούσε. Μην έχοντας γνωρίσει παππούδες από την πλευρά του πατέρα, εύρισκα τη μόνη πηγή αφηγήσεων για τα χρόνια πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών.

«Θα ‘μουν πέντε χρονών, ρίζα ‘μ, όταν έφερε ο πατέρας μας σπίτι τον Μανουήλ. Συνομήλικος του μεγάλου μας, του Χριστόδουλου, δηλαδή εννιά-δέκα χρόνων. Του τον είχε εμπιστευτεί ο γονιός του. Μπήκαν τρεις στο μαγαζί στο κλείσιμο, στα σκοτεινά, με μεγάλη προφύλαξη. Ένας άντρας με δυο παιδιά, ένα παλικάρι και τον μικρό Μανουήλ.Ερχόντουσαν από τα μέρη της Τραπεζούντας, ταξίδευαν με άλογα. Προσπαθούσε ο πατέρας να φυγαδεύσει τον μεγάλο γιο στο βουνό για να αποφύγει τη στράτευση των Οθωμανών. Στο βουνό είχε δικούς του στο αντάρτικο. Αρκεί να έφταναν. Έσερνε μαζί και τον μικρό, αλλά του αρρώστησε, ψηνόταν στον πυρετό, έβηχε και δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του. Είχε πληροφορίες πως ο πατέρας μας, με το μεγάλο εμπορικό, ήταν ψυχωμένος άντρας και πατριώτης Ρωμιός. Του ζήτησε να κρατήσει το παιδί, μέχρι να γιάνει, και θα γυρνούσε να το πάρει. Τον έκρυψε ο πατέρας τον Μανουήλ στο πατάρι που ήταν κοινό με τον διπλανό φούρνο του παππού, που ’χε ζέστη και ασφάλεια. Τον  περιποιήθηκαν, του ρίξανε βεντούζες,ήρθε κι αναστήθηκε. Ο παππούς έλεγε στον κόσμο ότι είναι εγγόνι από την κόρη του στην Πάφρα, το έστειλαν οι γονιοί του να μαθαίνει στον φούρνο και το εμπορικό κάλφας, πώς το λεν, τσιράκι. Ό,τι έκαναν και με τον Χριστόδουλο. Πέρασε καιρός κι ο πατέρας του δεν γύρισε να τον πάρει. Πώς να γυρίσει δηλαδή, αφού τον καταδίωξαν οι Τούρκοι; Αχ, ο δύστυχος ο Μανουήλ μου. Πήγαν με τον πατέρα μου και τον παππού να δουν τον τελάλη που φώναζε τον κόσμο να δει τι κάνουν στους προδότες. Τον αναγνώρισε ανάμεσα στους κρεμασμένους της πλατείας. Παραμορφωμένο, μελανό, πρησμένο. Ο πατέρας μου δεν τον θυμόταν καλά καλά. Λίγες στιγμές μες στο σκοτεινό μαγαζί, ίσα που αλλάξαν δυο κουβέντες. Χώρια που πρέπει να μαρτύρησε στα χέρια των Τούρκων και του είχαν αφανίσει το πρόσωπο. Ο Μανουήλ,όμως, γνώριζε πολλά σημάδια. Γνώρισε και τη φορεσιά του. Του έκλεισε με τρόπο ο πατέρας μου το στόμα μη συνεχίσει να τσιρίζει και φανερωθεί.

«Τρόμαξε το παιδί, πρώτη φορά είδε κρεμασμένο άνθρωπο» τον δικαιολόγησε. Τον σήκωσε στα χέρια για να τον ξεκολλήσει. Δεν έπρεπε να ξαναγυρίσει στην πλατεία, θα άφηναν μέρες τα κρεμασμένα κορμιά στη θέα των κατοίκων.   Τότε πια αποφάσισε να τον φέρει σπίτι,να το μπλέξει με τα δικά του παιδιά, κι έμεινε κοντά μας, ξαδέλφι μας. Ένα πουλάκι πληγωμένο τ’ ορφανό, απαρηγόρητο, μια ρημαγμένηαπό τη φρίκη ψυχούλα. Έπρεπε να το παρηγορήσουμε, να του σταθούμε, να σκεφτούμε το σκοτεινιασμένο μέσα του και πώς ν’ απαλείψουμε τηνπληγή της ψυχούλαςτου. Πώς να παρηγορήσεις ένα τρομαγμένο παιδί που έχασε με τέτοιον τρόπο τον κύρη και προστάτη του; Ουδέποτε το ξεπέρασε, ήταν ο εφιάλτης του, αυτή η εικόνα του κρεμασμένουτου πατέρα. Ύπνο ήσυχο δεν τον θυμάμαι να έκανε ποτέ. Και μόνον αυτό, είχε και συνέχεια το πράγμα. Ήρθε η σειρά μας να συγκλονιστούμε με τα παθήματα του δικού μας γονιού.

Κάπου μετά από ένα μήνα ήρθε το άλλο κακό. Είχε σκοτεινιάσει καιμου παράγγειλαν να φυλάω τα πιο μικρά. Στον Χριστόδουλο και τον Μανουήλ είπαν να πάνε να βοηθήσουν. Πάνω από τρεις  μέρες είχε να φανεί ο παπας μας. Ήμασταν ανήσυχα όλα τα παιδιά.  Ήταν λεβέντης ο πατέρας μας, στα 35 του είχε ήδη τα πέντε παιδιά. Δεν μας έλεγαν τι έτρεξε, αλλά η μάνα και οι μεγάλοι του σπιτιού ήταν ανάστατοι. Πήγε ο παππούς με τ’ άλογο στα κτήματα κι έσυρε  ένα μοσχάρι. «Θα σφάξουνε το σιτευτό» σκέφτηκα «και γιορτές δεν έρχονται». Ήρθε ο σφαγέας ο Αρμένος που ήξερε τη δουλειά, κατά το σούρουπο. Το κρέμασαν και το ’γδαραν.Κρυφοκοίταξα πάνω απ’ τη σκάλα στην εσωτερική αυλή. Κόσμος. Βάσταγανένα τυλιγμένο μακρύ κορμί  που βόγγαγε, δυο από τους ώμους κι ένας απ’ τα πόδια.  Τον ξάπλωσαν μαλακά στο  ντιβάνι. Τρέχανε  οι γυναίκες να τον πλύνουν με τους μαστραπάδες γεμάτους ζεστό νερό. Να σαπουνίσουν τα μέλη του. Πού να βρεις γερό σημείο. Πουθενά. Όλο το σώμα χαραγμένο με βαθιές μαχαιριές. Το πρόσωπο τούμπανο από το πρήξιμο, είχαν χαθεί τα γαλάζια μάτια του. Μια μελανιασμένη πρησμένη μάζα από κρέας έφτιαχνε ένα τόπι για κεφάλι. Το καθαρίσανε προσεκτικά με μαλακά πανάκια, βάλανε λάδι στις  πληγές και τον τύλιξαν στο φρέσκο τομάρι του μοσχαριού. Έτσι θα έμενε για κάποιον καιρό, να θρέψουν οι πληγές.

Τον μαρτύρησε, είπαν, ένας της αγοράς. Ένας από αυτούς  που ’χαν τουρκέψει για να προκόψουν. Ότιβοηθούσε τους αντάρτες, ότι έκρυβε κυνηγημένους, ότι έστελνε χαρούπια, ελιές και  γεμενιά στο βουνό κι άλλες πολλές κατηγόριες. Τον χτύπησαν αλύπητα, τον χαρακώσανε παντού κι έριξαν αλάτι χοντρό, που ήτανε για τα παστά, σ’ όλες του τις πληγές. Τον έδεσαν μετά σ’ ένα πάσσαλο στην πλατεία κάτω από τον καυτό ήλιο να ψηθεί στην αρμύρα, σαν τσίρος αλίπαστος. Τρεις μέρες τον είχαν σε κοινή θέα για παραδειγματισμό. Πύρωνε ο ήλιος κατακαλόκαιρο στην Πατρίδα μας στο  Καράχισαρ, χωρίς μαντήλι βήμα δεν έκανες.

Την τέταρτη μέρα αφήκαν να το πάρουν οι δικοί του, μιας και άντεξε και δεν ψοφολόγησε, όπως θα ήθελαν. Αφού πήραν,κρυφά βέβαια, πολλά χρυσά μπαξίσια οι χωροφύλακες από την προίκα της μάνας μας που έπεσε στα πόδια του διοικητή ζητώντας έλεος. Για τα πέντε της παιδιά και τη γκαστριά στο έκτο.

Ο Μανουήλ μου είχε τύψεις, πίστευε πως για χάρη του κινδύνευσε και υπέφερε ο πατέρας. Πήρε νύχτα τον μπόγο του να φύγει, να πάει να βρει τον αδελφό του στα βουνά. Τον πρόλαβε ο παππούς ευτυχώς πιο κάτω, όταν τον ειδοποίησα τι τρέλα πάει να κάνει.

Όταν μαθεύτηκε πως ήρθε ο ελληνικός στρατός στη Μικρασία, κατέβηκε από ταόρη ο μεγάλος αδελφός, ο Θεμιστοκλής, ζήτησε και πήρε τον Μανουήλ μαζί του. Είχαν περάσει και κάμποσα χρόνια, ήταν πια παλικαράκι. Έτσι τον χάσαμε…

Με την ανταλλαγή μας έβγαλε το καράβι στη Θεσσαλονίκη, μας οδηγήσαν πρώτα στην Καλαμαριά. Θα μας δίναν γης να καλλιεργήσουμε για να ζήσουμε. Ο πατέρας δεν ήξερε από αγροτιά. Έψαχνε πού θα εγκατασταθεί, να κάνει εμπόριο. Ο μπατζανάκης του του μήνυσε να έρθουμε δω στην Καβάλα που έχει και καλό κλίμα. Εδώ μας ξαναβρήκε ο Μανουήλ που μας αναζητούσε. Εκείνοι είχαν εγκατασταθεί στον κάμπο των Σερρών και θα έφτιαχναν νέο χωριό.Όταν με ζήτησε από τους γονείς μου, δεν είχαν καμιά αντίρρηση. Δικό τους παιδί, πονεμένο, ταλαιπωρημένο, εργατικό, τίμιο, κοντά τους μεγάλωσε. Μας αρραβώνιασαν, πήγε στρατιώτης και στην επιστροφή κάναμε τον γάμο και νοικοκυριό».

«Μετά, όμως, θεία σε τυράννησε πολύ, έπρεπε να τον αφήσεις, να φτιάξεις τη ζωή σου».

«Τι λες ρίζα‘μ!Ο Μανουήλ για μένα είναι άντρας κι αδελφός μαζί, χωρίζεις τον αδελφό σου; Μέγαμυστήριο, Αντρίκο μου, ο γάμος, αν χαλάσει είναι αμαρτία ασυχώρετη. Δεν ακούς πως το λέει ο ιερέας, “Ους ο Θεός συνέζευξε, άνθρωπος μη χωριζέτω”. Πέρα από αυτό με τον Μανουήλ μας συνδέουν βάσανα, πόνος, δάκρυα, αλλά πάνω απ’ όλα μας συνδέει η αγάπη·ξέρεις τι είναι η αγάπη;»

Το έμαθα, το μέτρησα με τις ώρες της αγρύπνιας του θείου Μανώλη στο προσκέφαλο της Χρυσάνθης του. Με το πού βρήκε τη δύναμη να κρατηθεί μακριά από το οινόπνευμα, να της ψιθυρίζει ποντιακούς ρυθμούς, να της λέει αστείες ιστορίες, να συγκρατεί τα δάκρυά του μέχρι να τον απομακρύνουν για λίγο, όταν έκαναν νοσηλεία και κείνος να ξεσπά σε κλάματα και να λυγίζει από ενοχές στις κόχες τουδιαδρόμου. Ν’ αγωνιά για την τύχη της, κάθε που με ρωτούσε ικετευτικά με εκείνο το βλέμματης απόγνωσης, το βλέμμα του ευαίσθητου φτωχού ανθρώπου που έχασε πολύτιμους συνοδοιπόρους στην αναστατωμένη του ζωή.

Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία, πάντα στέργει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει.

Κάπως έτσι ξεπέρασα τη ντροπή για τον καθωσπρεπισμό της συμβατικής μας κοινωνίας. Κάπως έτσι με κέρδισε η ψυχιατρική και τα ταραγμένα μυαλά των ευάλωτων ανθρώπων.

 

Η  Τασούλα Γεωργιάδου είναι επίτιμη Σχολική Σύμβουλος Φυσικών Επιστημών. Αφού παίδεψε επί τριανταπέντε χρόνια μαθητές και καθηγητές με τη Χημεία και τη Διδακτική της, με τις ΤΠΕ και την Προστασία Μνημείων, προσπαθεί να καταπιαστεί και με τον πεζό λόγο. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα/αφηγήσεις/ χρονογραφήματα σε λογοτεχνικά έντυπα και ιστοτόπους ποικίλης ύλης.

 

 

 

 

Διαβάστε επίσης