Πενήντα και πλέον χρόνια παρακολουθούμε θέατρο στους Φιλίππους. Να μην έχουμε δει καμιά δεκαπενταριά «Λυσιστράτες»; Σίγουρα. Ε λοιπόν αυτή που παρακολουθήσαμε το Σάββατο από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού δεν έμοιαζε με καμιά άλλη. Κι όχι απλώς δεν έμοιαζε αλλά μπορούμε άφοβα και χωρίς δισταγμό να πούμε ότι από τη μια μεριά είναι όλες οι προηγούμενες –με τις όποιες διαφορές τους και προσεγγίσεις τους η κάθε μία- κι από την άλλη μόνη και μοναδική η προχθεσινή «Λυσιστράτη».
Αυτή η …«διαφορετικότητά» της βέβαια από μόνη της δεν συνιστά λόγο και αιτία υπεροχής ή ποιότητας. Γι’ αυτά θα αναφερθούμε παρακάτω. Απλώς το πρώτο πράγμα που μπορεί να αντιληφθεί ένας μέσος θεατής είναι αυτό. Ότι η «Λυσιστράτη» του Μαρμαρινού είναι μια άλλη, μια νέα, μια διαφορετική πρόταση από όσες έχουμε παρακολουθήσει μέχρι τώρα.
Φοβάμαι όμως ότι τα θετικά της συγκεκριμένης παράστασης αρχίζουν και τελειώνουν με αυτό και μόνο το στοιχείο. Ή τέλος πάντων για να μην είμαστε υπερβολικοί και αυστηροί να πούμε ότι αυτό το στοιχείο και μερικά –ελάχιστα- ακόμη μπορούν να μπουν στη λίστα με τα θετικά σημεία της κατά Μαρμαρινόν αναγνώσεως του Αριστοφανικού έργου.
Η εξ αρχής …παλλόμενη είσοδος των -ουσιαστικά γυμνών- γυναικών στην ορχήστρα, δεν άφησε καμιά αμφιβολία σε κανέναν από τους θεατές για το ποιες θα ήταν οι προθέσεις του σκηνοθέτη. Να αναδείξει, να προβάλλει και να εξυψώσει την γυναίκα ως ανθρώπινη ύπαρξη αλλά κυρίως ως αντικείμενο του πόθου, του έρωτα και της λαγνείας. Η αλήθεια είναι ότι χορτάσαμε, μέχρι σκασμού μάλιστα, από στήθη, οπίσθια και αιδοία. Τόσο που στο τέλος δεν προκαλούσαν καμία απολύτως αίσθηση ή ερεθισμό ακόμη και τα πολλά καλλίγραμμα ολόγυμνα γυναικεία κορμιά που πήγαιναν πέρα δώθε στην ορχήστρα. Σκεφτόμασταν μάλιστα στο τέλος μήπως αυτή ήταν και η επιδίωξη του σκηνοθέτη. Ποιος ξέρει;
Ο Μαρμαρινός επιχείρησε νομίζουμε να αναδείξει όχι μόνον την αγριότητα του πολέμου (του Πελοποννησιακού εν προκειμένω) αλλά κυρίως την ματαιότητά του μπροστά στις μακρές περιόδους ειρήνης κατά την διάρκεια των οποίων μάλιστα μπορείς να απολαμβάνεις τον έρωτα και το σεξ χωρίς άγχη. Στην ουσία δηλαδή ο Μαρμαρινός επαναφέρει μέσω της «Λυσιστράτης» του το παλιό αλλά πάντα επίκαιρο «Γκουσγκουνικό» σύνθημα «αφήστε τα μίση και πιάστε το γαμήσι».
Το αν τα κατάφερε βέβαια να περάσει στο κοινό αυτήν την Αριστοφανική εκδοχή για τον πόλεμο και την ειρήνη, αυτό είναι μια άλλη κουβέντα. Εμείς νομίζουμε όχι.
Κι αυτό γιατί η σκηνοθεσία του και η γενικότερη αντίληψή του για το συγκεκριμένο ανέβασμα δεν βρήκε την ανάλογη ερμηνευτική υποστήριξη.
Στο επίπεδο των ερμηνειών λοιπόν είχαμε λίγα και φτωχά αποτελέσματα. Η Λένα Κιτσοπούλου προσωπικά μας απογοήτευσε. Τσίριζε, μερικές φορές βιαζόταν, επαναλάμβανε πολλές φορές την ίδια φράση ή την ίδια λέξη, υποθέτουμε βάσει σκηνοθετικής εντολής, αλλά αυτό καθιστούσε γελοίο το κείμενο θυμίζοντας κακόγουστη επιθεώρηση και κούραζε τους θεατές και γενικά η παρουσία της ήταν πολύ χαμηλότερη των προσδοκιών μας αλλά και του αναμφισβήτητου ταλέντου της.
Οι υπόλοιπες γυναικείες παρουσίες «άγγιξαν» τους θεατές μόνον λόγω των καλλίγραμμων ή λιγότερο καλλίγραμμων γυμνών σωμάτων τους.
Στους ανδρικούς ρόλους ξεχωρίσαμε μόνον εκείνον του Θέμη Πάνου. Μεστός, καθαρός λόγος όπως πάντα, άρτια κίνηση. Για τον Γιάννη Βογιατζή τι να πούμε; Στα ενενήντα του προσπαθεί να γκρεμίσει ό,τι τέλος πάντων είχε κτίσει τις προηγούμενες έξι – επτά δεκαετίες. Κρίμα.
Για τον Αιμίλιο Χειλάκη πιστεύουμε ότι η παρουσία του σ’ αυτήν την παράσταση ήταν μια άσχημη παρένθεση που οφείλει να την κλείσει και να την ξεχάσει γρήγορα γιατί είναι ένας πολύ καλός ηθοποιός.
Η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού μας άρεσε και ήταν πολύ καλή ιδέα να παιχθεί ζωντανά με πιάνο μέσα στην ορχήστρα.
Στα θετικά της παράστασης και η αναφορά – μνημόσυνο στον Μηνά Χατζησάββα αλλά φοβόμαστε ότι λίγοι θα την κατάλαβαν.
Το κοινό αυτή τη φορά ήταν ανάμεικτο. Υπό την έννοια ότι είδαμε και –ας πούμε- υποψιασμένους, είδαμε όμως και αρκετούς από το λεγόμενο τηλεοπτικό κοινό. Ωστόσο γενικά δεν είχαμε «παρατράγουδα» εκτός από τις αρκετές αποχωρήσεις πριν το τέλος της παράστασης είτε γιατί η διάρκειά της ήταν σχετικά μεγάλη (δύο ώρες και δεκαπέντε λεπτά), είτε γιατί ενοχλήθηκαν (;) από την πλούσια αναφορά σε γεννητικά όργανα και σεξουαλικές πράξεις.
Θ.Θ.