Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Γεννημένος στο Νεστόριο της Καστοριάς ο Θεοδόσης Άθας, μόλις αποφοίτησε από το Γυμνάσιο της Καστοριάς, πέρασε τον Ατλαντικό κι εγκαταστάθηκε στις Ενωμένες Πολιτείες, όπου ήδη βρισκόταν ο πατέρας του. Σπούδασε σε δύο αμερικάνικα πανεπιστήμια και πήρε πτυχίο πολιτικού μηχανικού. Παράλληλα έγραφε ποιήματα και όταν εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη το 1960, έγραψε μίαν ανθολογία Αμερικανών ποιητών σε ελληνική μετάφραση. Ταυτόχρονα ήταν συνεργάτης της ελληνοαμερικανικής φιλολογικής έκδοσης «Αργοναύτης» και του ελληνικού ραδιοφωνικού σταθμού της Νέας Υόρκης.
Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Θεοδόση Άθα: Η νοσταλγία και η απαισιόδοξη διάθεση, όπως φαίνεται καθαρά στο παρακάτω ποίημα.
Δημοτικό
Έχουν σταυρούς αμέτρητους
οι ράχες του χωριού μου,
έχουν σταυρούς αμέτρητους
για χωριανούς που λείπουν.
Πενηνταδυο έχει Κυριακές
ο χρόνος στο χωριό μου,
πενηνταδυό έχει Κυριακές –
σε καθεμιά ένας γάμος.
Κι όλοι αστοχούν το θάνατο
στους γάμους του χωριού μου,
όλοι αστοχούν το θάνατο
και προσκυνούν τη νύφη!
Μια Καρυωτακική ατμόσφαιρα με φανερές επιρροές από τη γενιά των απαισιόδοξων ποιητών των αρχών του εικοστού αιώνα (Καρυωτάκης, Πολυδούρη, Ουράνης και λοιποί). Ο μόνος που ξεφεύγει από τη γενιά αυτήν θεματολογικά είναι ο Τάκης Παπατσώνης, επηρεασμένος αυτός μάλλον από τη θρησκευτική του πίστη.
Το ίδιο απαισιόδοξα είναι και τα τραγούδια που έδωσε ο Θεοδόσης Άθας στο Γιώργο Ζαμπέτα, για να τα μελοποιήσει. Ήταν το 1971, όταν ο Ελληνοαμερικανός ποιητής είχε φιλοξενήσει στην εκπομπή του, στο ραδιοφωνικό σταθμό της Νέας Υόρκης, το μεγάλο λαϊκό βάρδο, που είχε μεταβεί για μιαν ακόμη φορά στην Αμερική, για να διασκεδάσει τους εκεί Έλληνες αλλά και αρκετούς Αμερικανούς που αναγνώριζαν το σπάνιο ταλέντο του ως δεξιοτέχνη μουσικού, ως συνθέτη αλλά και ως διασκεδαστή.
Ήρθανε να με πάρουνε
Μέσα στο γλυκοσούρουπο
και μέσα στον Απρίλη
ήρθανε να με πάρουνε
οι πεθαμένοι φίλοι.
Φίλε, παράτα το τσαρδί,
το βαρυγκόμημά του
και τον ντουνιά τον ντενεκέ
κι έλα μαζί μας κάτου.
Εκεί δεν κάνουνε λαδιές,
δεν στήνουνε παγίδες,
εκεί είν΄ οι άνθρωποι καλοί
και φίλοι μπεσαλήδες.
Ένα χωρίς σιδερικό,
ένα χωρίς μαχαίρι,
κάνε τον Πλούτωνα αδερφό,
την Περσεφόνη ταίρι.
Ο Κώστας Παπασπήλιος στη βιογραφία «Μάλιστα κύριε… Ζαμπέτα» (εκδόσεις ΕΜΠΕΙΡΙΑ) του 2009 διασώζει μεταξύ των άλλων και τον εξής διάλογο:
-Κύριε Ζαμπέτα, εδώ οι απόδημοι Έλληνες πονάνε πολύ την Ελλάδα.
-Μακάρι να πόναγαν και οι εντός της χώρας.
-Γι΄ αυτό η εκπομπή μου, που προβάλλει τον Ελληνικό πολιτισμό, έχει μεγάλη ακροαματικότητα.
-Μπράβο, ρε μάγκα!
-Με την καλή ελληνική μουσική συγκινούνται μέχρι δακρύων.
-Άρα θα τους δακρύσουμε σήμερα!
Ο Τζακ Ο΄ Χάρα
Ο Τζακ Ο΄ Χάρα ήταν φτωχός
και τόνε ξέραν όλοι:
Κι εγώ κι εσύ κι ο παρακεί –
αγγέλοι και διαβόλοι.
Ο Τζακ Ο΄ Χάρα ήταν μπεκρής,
χρυσή καρδιά, άδεια τσέπη.
Κι ήρθε ο χειμώνας ο μακρύς
κι ο Τζακ δεν είχε σκέπη.
Μια νύχτα χιόνισε πάρα πολύ
και βγήκαν οι γειτόνοι
για να φτυαρίσουν το πρωί
και βρήκανε στο χιόνι
της γειτονιάς το φρόκαλο,
τον Τζακ Ο΄ Χάρα κόκαλο!
Στέλνουν χαμπέρι στο γιατρό
από ενδιαφέρο!
«Τρέξε, γιατρέ μου, το και το,
τον χάνουμε το γέρο!»
Μα ο γιατρός κάνει νερά,
γιατί δεν έχει … τυχερά.
Ο θάνατος είν΄ έξοδο
κι ο Τζακ σε αδιέξοδο.
Σαν κάναν το καθήκον τους,
ήσυχοι πια οι γειτόνοι,
γυρίσανε στο σπίτι τους
κι αφήσανε στο χιόνι
της γειτονιάς το φρόκαλο,
τον Τζακ Ο΄ Χάρα κόκαλο…
Στο δίτομο έργο της Ιωάννας Κλειάσιου «Γιώργος Ζαμπέτας – Βίος και Πολιτεία» (Εκδόσεις ΝΤΕΦΙ, 1997) ο μαγκίτης του EGALEO CITY αναφέρει: «(…) Έρχεται λοιπόν ο Άθας στο ξενοδοχείο, μου δίνει όλα αυτά τα υπέροχα, τα συγκλονιστικά τραγούδια. Αυτοί οι στίχοι είναι πολύ στενάχωροι, πολύ θλιβεροί, όλο για το Χάρο μιλάνε. Ίσως αυτός ο άνθρωπος είχε προβλέψει πως θα πέθαινε νωρίς. Και πέθανε μετά από δύο χρόνια, το Μάρτη του 1973, από καρκίνο στο συκώτι».
Πρόλαβε ωστόσο ο Θοδόσης Άθας να τα ακούσει μελοποιημένα από το «δάσκαλο». Το 1972, όπως ο Ζαμπέτας του είχε υποσχεθεί, του τα έστειλε στη Νέα Υόρκη.
Ο Λουκάς
Μια Τρίτη, ο μήνας δεκατρείς,
φτωχός, αλήτης και μπεκρής
πήρε το δρόμο ο Λουκάς
να πάει στον Κάτω Κόσμο, μπας….
Μπας και βρεθεί καμιά γωνιά
που να ΄χει ο μήνας πάντα εννιά.
Ο Χάροντας που καρτερεί
στην πόρτα εμπρός την παγερή,
σαν πάει να μπει, του λέει «Μη,
πρώτα κατέβαινε δραχμή!»
Απένταρος, ρε συ Λουκά,
πως πας στον Κάτω Κόσμο…
-Κυρ – Χάροντα, με συγχωρείς,
κλάφτηκε ο γέρος ο μπεκρής,
άσε να μπω, να βολευτώ
και τη δραχμούλα σ΄ τη χρωστώ!
-Στον Κάτω Κόσμο, βρε Λουκά,
πεθάνανε τα δανεικά!
Μια Τρίτη – ποιος να φανταστεί –
από τον κόσμο το σταχτή
γύρισε πίσω ο Λουκάς
στο καπηλειό της γειτονιάς,
να δοκιμάσει άλλη μια
που να ΄χει ο μήνας πάντα εννιά…
Ευρηματικό το τραγούδι του Άθα και θαυμάσια η ζεϊμπεκιά του Ζαμπέτα. Τους δυο μαζί μπορείτε να τους δείτε, στην πρώτη τους συνάντηση, σε φωτογραφία που δημοσιεύεται στο προαναφερθέν βιβλίο της Ιωάννας Κλειάσιου.
«Πες μας Χάρε, τι συμβαίνει,
τι έχουν πάθει οι πεθαμένοι
και γλεντούν ρωμέικα…».