• 18 Απριλίου 2024,

Νασίλ Ολντού (Μνήμη Σάββα Παρτσάογλου)

 Νασίλ Ολντού (Μνήμη Σάββα Παρτσάογλου)

Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής

 

Τον επιστράτευσαν τον Σάββα οι Τούρκοι με μερικούς ακόμη Καππαδόκες. Τους έστειλαν στο μέτωπο, πρώτη γραμμή, μαζί με άλλους Έλληνες εμπροσθοφυλακή, ασπίδα ζωντανή απέναντι στα ρωσικά κανόνια. Τους έβλεπαν απέναντι τους Ρώσους ατάραχους κι ετοιμοπόλεμους. Μια διαταγή περίμεναν να κάνουν το γιουρούσι. Και οι πρώτοι που θα έπεφταν ήταν αυτοί, οι Έλληνες της εμπροσθοφυλακής.

Ήρθε ένα απόγευμα ένα Τούρκος ανθυπολοχαγός και τον ξεμονάχιασε. Ήτανε πρότυπο στρατιώτη αυτός ο Έλληνας, πειθαρχικός και φιλότιμος, πρόθυμος και πανέξυπνος. Μιλούσαν από πιο παλιά, τότε που τα πράγματα ήταν ακόμη ήσυχα, δε μύριζαν μπαρούτι. Την ήξερε καλά τη γλώσσα ο Σάββας, μεγάλωσε με τούρκικα όπως κι όλοι οι Καππαδόκες, που είχαν προτιμήσει τη θρησκεία από τη γλώσσα στο δίλημμα εκείνο το σκληρό κι ανέντιμο. Τα βιβλία που κυκλοφορούσαν στην Καισάρεια ήταν γραμμένα όλα στην τούρκικη γλώσσα με ελληνικά στοιχεία. Μπορούσαν όλοι να διαβάσουν τα ελληνικά, μα γρυ δεν καταλάβαιναν, όλες οι λέξεις ήταν γι΄ αυτούς ολωσδιόλου άγνωστες. Λεγόταν μάλιστα ότι, αν οι Τούρκοι αντιλαμβάνονταν πως ένα Γιουνανάκι ήξερε να μιλάει ελληνικά, τότε γλωσσοκοπούσαν τη μητέρα του. Γιατί τη γλώσσα από τη μάνα πρώτα τη μαθαίνει το παιδί. Πάντως η μάνα του Σάββα το γλύτωσε το γλωσσοκόπημα. Γιατί κι οι δύο γιοι της την ήξεραν καλά τη γλώσσα την ελληνική, ο Σάββας μάλιστα και την αρχαία.

Τον έπιασε λοιπόν το Σάββα ο Ιμπραήμ, τον αποτράβηξε ένα σούρουπο απόμερα. Ένιωθε τύψεις που χρησιμοποιούσαν τους Έλληνες ως ανάχωμα. «Έχω χαμπέρια άσχημα να σου πω, αρκαντάς Σάββα. Λείπεις καιρό πολύ από τα μέρη σου. Έγιναν πράματα και θάματα. Οι δικοί σας έκαναν απόβαση στη Σμύρνη και προχώρησαν βαθιά μες στην καρδιά της Μικρασίας. Μα οι δικοί μας με τον Κεμάλ και τον Ινονού αντέδρασαν και τους πήραν φαλάγγι. Άδειασε όλη η Καραμανία και η Ιωνία…». «Και οι δικοί μου, εφέντη, τι απέγιναν;», τον έκοψε ο Σάββας με αγωνία. «Δεν ξέρω, Σάββα αρκαντάς, κανείς δεν ξέρει. Αν δεν σκοτώθηκαν από τους τσέτες, τότε θα έφυγαν με τα καράβια. Σάββα, δεν ξέρω τι θα κάνεις, τα πράγματα είναι δύσκολα. Μη μιλάς σε κανέναν. Σήκω και φύγε!».

Δυο δάκρυα κύλησαν αργά από τα μάτια του Ιμπραήμ, δυο δάκρυα κύλησαν πιο ορμητικά στις παρειές του Σάββα. Δώσανε τα χέρια, τον χτύπησε στην πλάτη φιλικά ο ανθυπολοχαγός και χώρισαν. Δεν μπόρεσε να το χωνέψει ο Σάββας το κακό μαντάτο. Δεν νοιαζόταν πια για τίποτ΄ άλλο παρά μονάχα για την τύχη της γυναίκας του, της κόρης και του γιου του. Το αποφάσισε εκείνην την στιγμή. Το είπε μυστικά σε ένα συντοπίτη το σχέδιό του. Αν ήθελε κι αυτός, ας τον ακολουθούσε. Έτσι κι αλλιώς ο κίνδυνος ήταν μεγάλος κι ο θάνατος παντού γύρω κρυβότανε παραμονεύοντας ν΄ αρπάξει όποιες αδύναμες ή και ατρόμητες ψυχές. Εντέλει το αποφάσισαν να φύγουν.

Τους χώριζε απ΄ τους Ρώσους μία ζώνη πλατιά από καλαμποκοχώραφα. Τ΄ αραποσίτια ήταν ψηλά πάνω απ΄ το μπόι τους. Εύστροφος κι ευφυής ο Σάββας είχε μια φαεινή ιδέα που θα μπορούσε να τους σώσει. Έκοψε τέσσερα γερά κλαδιά, τα ένωσε ανά δύο σε σχήμα σταυρού, έδωσε έναν στον Γρηγόρη. Προχωρούσαν αργά προς τους στρατοπεδευμένους Ρώσους, σηκώνοντας κάπου – κάπου τους σταυρούς, να καταλάβουν οι απέναντί τους πως είναι χριστιανοί ορθόδοξοι σαν κι αυτούς. Είδανε οι φρουροί τους δυο σταυρούς να πλησιάζουν ολοένα προς τις  θέσεις τους και θορυβήθηκαν. Σήμαναν σιωπηλά συναγερμό, ήρθε ο αξιωματικός να πάρει την ευθύνη. «Μην πυροβολείτε!», τους είπε. Άοπλοι οι δύο Έλληνες παραδόθηκαν στους Ρώσους κι εκείνοι έστειλαν τους αυτομολήσαντες στον Ερυθρό Σταυρό για τα περαιτέρω.

Τον είδε ξαφνικά μπροστά της ολόρθο και ζωντανό και όπως πρώτα χαμογελαστό. Η Αναστασία δεν ήξερε γρυ ελληνικά. Τη μόνη λέξη που γνώριζε, το «καλέ», την πρόφερε λαθεμένα. «Κελέ, κελέ, νάσιλ ολντού…» έλεγε και ξανάλεγε. Τι έγινε, πως έγινε, πως χάθηκαν όλα, πως ξεριζώθηκε ο ελληνισμός… Δεν μπορούσε να το πιστέψει πως ο άντρας της είναι απέναντι της ζωντανός. Τον νόμιζε χαμένο. Τα παιδιά τους, η Μαρία κι ο Λάζαρος, έτρεξαν και τον αγκάλιασαν σφιχτά. Εκείνη για λίγο ακόμη κοίταζε αποσβολωμένη, έπειτα πλησίασε και τον αγκάλιασε. Την έσφιξε στο στήθος του. Την είχε αφήσει στην Καισάρεια της Καππαδοκείας και τη βρήκε στο Καλπάκι Ιωαννίνων. Θα ανάσταιναν μαζί στο μέλλον άλλα δύο παιδιά, τη Δέσποινα και το Θεόφιλο. Καλά να είναι οι άνθρωποι του Ερυθρού Σταυρού…

Ο Ερυθρός Σταυρός τον πληροφόρησε για το ότι ο αγαπημένος αδελφός του Γιώργος βρισκόταν στην Καλαμαριά. Ο Σάββας πήρε την οικογένεια και πήραν να τον βρούν. Εκεί μέσα στη λάσπη του χειμώνα έστησαν τις παράγκες τους οι πρόσφυγες της Μικρασίας. Η ελονοσία όμως θέριζε τους πληθυσμούς, ιδίως τα μικρά βλαστάρια. Γι΄ αυτό τ΄ αδέλφια αποφάσισαν ν ΄ ανέβουν στα ενδότερα.

Πήρανε το Λουδία από κοντά κι όχθη την όχθη τους έβγαλε στα Γιαννιτσά. Εκεί ριζώσανε για τα καλά, εκεί έμελλε ν΄ αφήσουν και τα κοκαλάκια τους. Πρώτος τράβηξε για τον Αληθινό ο Γιώργος. Ο Σάββας πλήρωσε κι ήρθανε μουσική με παραδοσιακά όργανα της Καππαδοκίας κι έτσι η κηδεία έγινε γιορτή και η λύπη χαρά για όλους, όπως θα το ήθελε ο γλεντζές κι ο «έξω καρδιά» εκλιπών.

Ο Γιώργος ήταν στήριγμα μεγάλο. Μετά το θάνατό του ο Σάββας πίνει και μεθάει, αλλά και τότε είναι σερμπέζης, κιμπάρης, χουβαρντάς, γαλαντόμος και δοτικός. «Κορυφαία χαρά να δίνεις!», έλεγε πάντα χαμογελαστός. Μια μέρα πάει στο σπίτι μεθυσμένος και παίρνει το άλογο να πάει να το ποτίσει στο Λουδία. «Σάββα, θα πέσεις!», του λέει η Αναστασία. «Εγώ ποτέ δεν πέφτω», απαντά. Στην πηλάλα ωστόσο πέφτει. Γυρίζω πίσω και παραδίδει τον «ένοχο» στη συμβία του. «Αυτόν τον άτιμο το βουνίσιο θα τον κλείσεις στον αχυρώνα και θα τον κρατήσεις ατάιστο κι απότιστο. Ακούς, να με ρίξει εμένα…».

Τη νύχτα ξύπνησε ανήσυχος, πάει στην αχυρώνα, τον ταΐζει και τον ποτίζει, του χαϊδεύει το λαιμό και σκουπίζει με την ανάποδη ένα δάκρυ δικό του και στη συνέχεια πολύ προσεχτικά ένα δάκρυ του αλόγου…

Στα Γιαννιτσά διατηρούσε κουρείο και καφενείο. Τα γλέντια ήταν συχνά εκεί και του θύμιζαν την πατρίδα του της Ανατολής. Ξεκινούσε απ΄ την Καισάρεια, όπου ο πληθυσμός ήταν αμιγώς ελληνικός και η μουσική παιδεία όλων ήταν σημαντική και πήγαινε ως έμπορος στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη, όπου η μουσική παράδοση μπολιαζόταν από κάθε είδους ακούσματα. Όλοι οι συναλλασσόμενοι μαζί του – και Έλληνες και Τούρκοι – τον υπολήπτονταν. Ήταν κοσμοπολίτης, ευγενής, αβρός, κομψός, σωστός ζαρίφης. Ντυμένος πάντοτε στην τρίχα με ακριβό κοστούμι, σκαρπίνι και ρεπούμπλικα, ως γνήσιος δημοκρατικός και κάργα Βενιζελικός.

Ο φίλος του ο Σμυρνιός πάντοτε τον περίμενε στη Σμύρνη, όχι μονάχα για εμπορικές δοσοληψίες, αλλά και μια γερή παρτίδα τάβλι. Όταν τον στρίμωχνε ο Σμυρνιός, τον κούρντιζε: «Έχεις να παίξεις, φίλε Σάββα;» κι εκείνος πάντα απαντούσε «Μυριάδες…». Και πράγματι έβρισκε με την ευστροφία του πάντοτε έναν τρόπο για να ξεγλιστρήσει… Κι έλεγε πάντα για τον Ελευθέριο Βενιζέλο: «Μέγας ανήρ!». Και ο Σμυρνιός ο φίλος του συμπλήρωνε: «Μέγα σανίδ΄!». Όσο κι αν λάτρευαν τον Κρητικό, δεν μπορούσαν οι πιο πολλοί να συμβιβαστούν με τον ξεριζωμό των Ελλήνων απ΄ τις πανάρχαιες κοιτίδες τους, τον Πόντο, την Καππαδοκία, την Αιολίδα και την Ιωνία, εκεί που αφουγκράστηκαν τις πρώτες τους ανάσες κι εκεί που έλπιζαν ν΄ αφήσουν και τις τελευταίες. Μαγεμένα μέρη…

Διαβάστε επίσης