Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Όλα τα χρόνια της ζωής του σε ένα σιωπηλό, ήσυχο κόσμο ζούσε ο Ορέστης. Αυτός ήταν ο δικός του κόσμος. Κι όταν έμπαινε στην κάμαρά του και ξάπλωνε να ξεκουραστεί, έκλεινε τα μάτια του και λίγο πριν ο ύπνος τον πάρει, έπαυε, ακόμα και να ζει. Γ’ αυτόν τον κόσμο, τον γεμάτο φασαρία από φωνές, μουσικές, ομιλίες και εικόνες, θεωρούνταν νεκρός. Είχε τόσο εξασκηθεί που ακόμα, και την σκέψη του κουμαντάρηζε και την σταματούσε κιόλας, όταν εκτός από την ακοή «έχανε» και την όρασή του. Κι όταν σταματούσε την σκέψη του – πράγμα ακατόρθωτο για μας τους ευνοούμενους από την φύση – ήταν σαν νεκρός. Γιατί εκτός από τις απλές και όμορφες αισθήσεις μας, αυτό που φανερώνει ότι είμαστε ζωντανοί, είναι η σκέψη, η λειτουργία του μυαλού μας.
Αν κάποιος σταματά να σκέφτεται στην πραγματικότητα δεν ζει, κι αυτό για τον Ορέστη, το να σταματά την σκέψη του δηλαδή, ήταν πολύ εύκολο γιατί, είχε το πλεονέκτημα να μην ακούει, κι ως εκ τούτου να είναι και μουγκός. Όταν δε έκλεινε και τα μάτια του και δεν έβλεπε κιόλας, ο κόσμος δεν υπήρχε για αυτόν, και το μυαλό του σταματούσε την λειτουργία του. Καμιά απολύτως αίσθηση.
Νεκρός.
Έτσι γεννήθηκε ο Ορέστης, κουφός γεννήθηκε και γι αυτό έμεινε και μουγκός.
Ο Ορέστης ο Μουγγός.
Τι άσχημες λέξεις!
Κουφός, Μουγγός!
Δίχως ακοή και άλαλο τον χάρισε τον Ορέστη στον κόσμο αυτό η ζωοδότα φύση. Μα μεγαλόψυχο και χαμογελαστό, δίχως ποτέ παράπονο να κάνει, χωρίς ποτέ κακία σε κανέναν να κρατήσει κι ας κάποιες ελάχιστες ευτυχώς φορές, η πίκρα την καρδιά του έντυνε.
Σκληρά την δούλεψε την γη, με μια μεγαλοπρέπεια την προσφορά της φύσης δέχτηκε δίχως να βαρυγκωμήσει, δίχως ποτέ, “γιατί θεέ μου” να σκεφτεί.
Ζούσε.
Ζούσε και ήταν ευτυχισμένος.
Ένοιωθε.
Ένοιωθε στο πρόσωπό του τον αέρα, ένοιωθε την βροχή, τον ζέσταινε ο Ήλιος. Ένοιωθε τις νιφάδες του χιονιού στο πρόσωπό του και θαύμαζε την ομορφιά τους. Και μια στεναχώρια τον έπιανε όταν αυτές στα χέρια του έλιωναν.
Έβλεπε.
Έβλεπε το βουνό, τον κάμπο τα πουλιά και τους ανθρώπους. Ψηλά τον ουρανό κοιτούσε και με το γαλανό τού ουρανού το χρώμα, έντυνε τα όμορφά του μάτια. Κι όταν η μέρα έσβηνε, ήχους από τα άστρα και το φεγγάρι άκουγε. Και με αυτά μιλούσε με μια παράξενη λαλιά. Απορίες πολλές και ερωτήσεις για την ζωή ο Ορέστης είχε. Κι όλο ρωτούσε. Και κείνα καταλάβαιναν και απαντήσεις όμορφες του δίναν. Με κείνη την ίδια τη λαλιά.
Γεύονταν.
Γεύονταν τις νοστιμιές της γης, το παγωμένο χιόνι και το θεόσταλτο κρασί. Μα και την πίκρα του καπνού, όταν στα χέρια του κολλούσε γεύονταν. Ήταν η πίκρα της σκληρής δουλειάς, μα ήταν και χαρά για αυτόν. Η ανταμοιβή του ιδρώτα του, ήταν. Της φύσης δώρο η χαρά.
Ένοιωθε την αγάπη, έβλεπε το φως, γεύονταν την ζωή και με τα χέρια άγγιζε, την ομορφιά της πλάσης.
Ζούσε.
Ζούσε κι ευτυχισμένος ήταν.
Δεν μιλούσε, δεν άκουγε, μα ένοιωθε.
Ένοιωθε το τράνταγμα στη γη από τα πόδια των συγχωριανών του όταν χόρευαν στα πανηγύρια και χτυπούσαν στο πετσί του τα κύματα της μουσικής από τους ζουρνάδες και τα νταούλια. Και χόρευε και αυτός. Λεβέντικα χόρευε και κρατούσε τον ρυθμό καλύτερα από τον καλύτερο χορευτή του χωριού. Και έσερνε πολλές φορές και τον χορό κι οι φίλοι του τον χαίρονταν. Πολλούς φίλους είχε. Μα όχι πολλούς, δεν είχε πολλούς, όλους, όλους στο χωριό φίλους τους είχε.
Ήταν ευτυχισμένος ο Ορέστης και όλο γελούσε.
Κι ένοιωσε και τον έρωτα, αγάπησε και τον αγάπησαν.
Δούλεψε πολύ στη ζωή του ο Ορέστης, έκανε οικογένεια, παιδιά κι εγγόνια.
Άκουσε πολλά περισσότερα από την ζωή από ότι κάποιοι άλλοι. Με την ψυχή του τα άκουσε, με τα μέσα του.
Και μίλησε κι είπε πολλά, παρά πολλά. Παρακαταθήκη τα άφησε για όλους όσοι να τον ακούσουν μπόρεσαν και να τον καταλάβουν. Με τα μάτια μίλησε και είπαν παρά πολλά τα μάτια του. Και κάποιες φορές τα μάτια του έκαναν πως δεν είδαν.
Κι ίσως παράξενο κι απίστευτο να είναι μα πιότερο άκουσε και μίλησε απ’ ότι τα μάτια του είδαν.
Έζησε ευτυχισμένη ζωή ο Ορέστης.
Και άκουσε και μίλησε και σιώπησε.
Κι έσυρε τον χορό της ζωής με γέλιο.
Κι όταν κουρασμένος από την ζωή στην κάμαρά του πήγε να γείρει να αναπαυτεί, έκλεισε τα μάτια του και την σκέψη του μακριά την έστειλε, τόσο μακριά που πίσω να την φέρει δεν μπόρεσε.
Ακόμα ακούγονται από τις ρεματιές τα γέλια κι οι φωνές του.
Από ένα αστεράκι
που μόλις αχνοφαίνεται
όταν βαθύ σκοτάδι πέσει,
μια μουσική παράξενη ακούγεται,
με κύματα σταλμένη.
Ανθρώπου αυτί δεν την ακούει
μονάχα τα κύματα της μουσικής
το σώμα του δονούν.
Ας σύρει κάποιος τον χορό….