• 25 Απριλίου 2024,

Ο Χρυσός και η Τζένη

 Ο Χρυσός και η Τζένη



Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


Πίσω από την εξωτερική πανέμορφη ξύλινη αυλόπορτα είναι η ιδιωτική ζωή τού Χρυσού

Έξω από αυτή, οι ζωές των άλλων

Των συγχωριανών του

Και έξω από τα σπίτια ολονών, ο δημόσιος βίος

Εκεί, πίσω από εκείνη τη πόρτα ζει ο Χρυσός με την κυρά του και τα κορίτσια του

Το σπίτι του είναι εκεί

Έχει και μια αγελάδα και δυο τρία μοσχάρια ο Χρυσός, σταβλισμένα

Δυο κατσικούλες και αρκετές όρνιθες με τον κόκορα τους

Εκεί είναι η ζωή του, εκεί ζει

Και…..

Εκεί ήταν η ζωή του, εκεί έζησε ώσπου έκλεισε ο κύκλος της ζωής του

Κι εγώ τώρα, ανοίγω ένα παραθυράκι της μνήμης μου και πηδώ έξω απ’αυτό

Πέμπτη 27 Ιουνίου 1974, ώρα 14.15

Σαράντα επτά χρόνια πριν

Με βλέπω να κάθομαι στο κρεβάτι κάτω από το παράθυρο της κουζίνας του πατρικού μου και να κοιτώ στον δρόμο απέναντι

Την όμορφη αυλόπορτα κοιτώ

Και νά ‘τον

Τον βλέπω

Και τον ακούω κιόλας

Τον Χρυσό, τον γείτονά μου

Την έχω την εικόνα του

Τον βλέπω να φορτώνει το ζωντανό

Μέσα από την αυλόπορτα, από τον φαρδύ μακρύ πλακοστρωμένο διάδρομο της αυλής ακούω τα βαριά βήματα του ζώου, τον λαχανιασμένο αχό τού Χρυσού και τα ψιθυριστά παραγγέλματά του προς το ζώο

Ωωωωωω…

Δεν βλέπω, δεν μπορώ να δω πίσω από την ψηλή αυλόπορτα, μα ξέρω

Έχω την εικόνα, γνωρίζω τη συνέχεια, όλες τις κατοπινές κινήσεις του

Φορτωμένος ο αλογάς με δύο καλαθάρες μισοχωνεμένη και αχώνευτη κοπριά

Υγρή ακόμα, στάζει κάτω από το φόρτωμα

Ύστερα βλέπω τον Χρυσό να σηκώνει το χέρι του προς τη μεριά της πόρτας και ακούω το ζεμπερέκι καθώς ελευθερώνει το ένα φύλλο της

Τρίζουν οι πολυκαιρισμένοι μεντεσέδες και ανοίγει το πορτόφυλλο ίσα που να χωρά το κεφάλι του

Τώρα έχω εικόνα ζωντανή

Βλέπω το ροδοκόκκινο όμορφο πρόσωπό του που το στολίζουν αρκετές σπασμένες μελανές φλεβίτσες, και το άτριχο γυαλιστερό κεφάλι του

Βγάζει έξω μόνο το κεφάλι του και το στρέφει κάνα δυο τρεις φορές κοιτώντας πάνω κάτω τον δρόμο

Παρατηρεί με προσοχή

Δεν βλέπει κανέναν

Δεν θέλει να τον δουν

Κάνει ένα βήμα πίσω, σηκώνει τη μεταλλική αμπάρα του άλλου, του σταθερού πορτόφυλλου, την ακουμπά στο πλάι απαλά μη και κάνει θόρυβο και ακουστεί, είναι μεσημέρι

Σηκώνει και τον κάτω σύρτη που φωλιάζει στην λαξευμένη πέτρα

Τώρα, ανοίγει διάπλατα τις πόρτες

Ωωωωω…

Κρατά το καπίστρι, προχωρά μπροστά, τον ακολουθεί το φορτωμένο ζώο και βγαίνουν στο δρόμο

Ντεεεε… καλό μ….

Παίρνουν την ανηφοριά προς το βουνό

Εκεί σε κάποια αλάνα είναι ο τόπος που αδειάζουν την κοπριά οι χωριανοί

Πίσω η κυρά του, σφαλίζει την αυλόπορτα πρόχειρα δίχως να την αμπαρώσει, για να μπορέσει με μια σπρωξιά να την ανοίξει σα γυρίσει ο Χρυσός

Πέμπτη 27 Ιουνίου 1974, ώρα 14.45

Ο ήλιος παίρνει να δύσει

Με χτυπά από το παράθυρο της κουζίνας κατακούτελα

Νιώθω να συμπιέζεται ο χρόνος

Κλείνω τα παντζούρια, τρώω ένα κομμάτι γαλατόπιτα που μόλις έφτιαξε για το καλωσόρισμα η μάνα μου, και ξαπλώνω στο κρεβάτι της κουζίνας

Πατώ το κουμπί του κασετόφωνου και ακούω από το μεγάφωνο την Τζένη Βάνου, “Αν είναι η αγάπη αμαρτία”

Κλείνω τα μάτια μου και αρχίζω να ονειρεύομαι…

Τετάρτη 26 Μαΐου 2021, ώρα 11.45 πρωινή

Διαβάστε επίσης