• 30 Απριλίου 2024,

Ο Δάσκαλος

 Ο Δάσκαλος

 

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

 

Λέγανε ότι ήταν δάσκαλος. Όλος ο κόσμος το έλεγε. Όλοι στο χωριό οι παλιοί έτσι ήξεραν, έτσι κι ο ίδιος με μια συστολή, ντροπή, σαν κάτι κακό να ήταν, έλεγε. Κι έτσι στα αλήθεια ήταν. Μα μερικοί, ούτε που τον πίστευαν και κοροϊδευτικά, “δάσκαλο” τον καλούσαν. Σαν παρόνομα σαν παρατσούκλι, παρακόλλιν που λέγαν σε κείνη την άλλη την πατρίδα του.

Δάσκαλο τον κορόιδευαν.

Ας είναι. Αυτουνού του άρεσε. Το είχε συνηθίσει στην πατρίδα του, κι ας εδώ  κοροϊδευτικά του τό’λεγαν. Εδώ, στην άλλη, στη μεγάλη πατρίδα που τόσο θαύμαζε πολύ.

 

Δάσκαλος στον τόπο του ήταν, με μαθητές που τους μάθαινε γράμματα και αριθμητική. Την άλφα βήτα και την προπαίδεια τους μάθαινε. Για ποιητές και συγγραφείς και για άλλους σπουδαίους Έλληνες τους μιλούσε. Για τα κατορθώματα των αρχαίων Ελλήνων τους έλεγε και την ιστορία τής αρχαίας Ελλάδας τους δίδασκε. Για τα άστρα, το φεγγάρι και τον ήλιο τούς μιλούσε και για όλο το Σύμπαν. Και για τη μεγάλη πατρίδα τους τη μητέρα πατρίδα, τους έλεγε, που έδιωξε τους Τούρκους και τους Βούλγαρους κι ελεύθερη ήταν τώρα. Και γι άλλα πολλά του μιλούσε, για τη ζωή και για όλου του κόσμου τα διάφορα, γι αυτόν τον κόσμο που δημιούργησε ο Θεός μέσα σε πέντε μέρες και την έκτη έφτιαξε τον άνθρωπο. Το πιο τέλειο δημιούργημά του.

Που να ήξεραν……και ο Θεός…..και ο Δάσκαλος.

 

Ήταν ωραίο το χωριό του, δεν είχε Τούρκους, μονάχα Έλληνες και λίγους Αρμένιους είχε. Και παιδιά, πολλά παιδιά. Η ομορφιά της ζωής. Φωνές και γέλια, τσιρίδες και μαλώματα, παιχνίδια κι αγκαλιές. Και ύστερα στο σχολειό με τον δάσκαλό τους. Τον αγαπούσαν τον δάσκαλό τους. Και το σχολειό το αγαπούσαν. Ομορφοχτισμένο ήταν το σχολειό, κοντά στην εκκλησιά στο κέντρο του χωριού, κι η τάξη του ομορφοστολισμένη και φρεσκοβαμμένη ήταν κάθε χρονιά, μα εκείνη την χρονιά πιότερο την είχε ο δάσκαλος προσέξει.

Και ήταν αυτή η χρονιά, η χρονιά που ζήλεψε την ομορφιά η ασχήμια και τη ζωή ο θάνατος.

Ο ίδιος την είχε βάψει. Του άρεσε να μπογιατίζει και να ομορφαίνει τον τόπο γύρω του κι όταν άδειαζε απ’τις άλλες δουλειές του κι είχε σχόλη, ζωγράφιζε κι έγραφε και ποιήματα.

Είχε σβήσει προσεχτικά τον ασβέστη σε μια τσίγκινη λεκάνη, τον έκανε λάσπη αλοιφή, την αραίωσε με νερό έβαλε μέσα κι ανακάτεψε και λίγη γαλαζόπετρα κι έγινε γαλάζιο το άσπρο, σαν της θάλασσας και του ουρανού το χρώμα.

Έχυσε το διάλυμα σε έναν τενεκέ, πήρε την μπατανόβουρτσα και γέμισε με Ελλάδα τους τοίχους τής τάξης του και ψηλά πάνω από τον μαυροπίνακα έφτιαξε και δυο άσπρες κάθετες παχιές γραμμές.

Του ουρανού, της θάλασσας και του Χριστού.

 

Φωτιά και χαλασμός ολοτρίγυρα με μιας. Σπίτια δρόμοι και ψυχές μέσα στο μαύρο τον καπνό και στην αντάρα. Και η εκκλησιά και το σχολειό μέσα στις φλόγες τυλιγμένα, κι έσβησε το γέλιο στα χείλη των παιδιών. Παρανάλωμα του πυρός. Οσμές καμμένων, θάνατος, αίμα κι αλαλαγμοί. Της πασχαλιάς τα άνθη στα σταυρωμένα τα κορμιά ανθρώπων άμοιρων ριγμένα πάνω, σαν άλλοι Χριστοί, μαύρα καμμένα και αυτά.

Επιτάφιος.

Ανθρώπων έργα, άκριτων, που ήταν με μίσος ποτισμένη η ψυχή τους, απ’αυτούς που έχουν το χρήμα και τον θάνατο θρησκεία.

Μαύρο και το σχολειό του.

Το σχολειό του. Τα παιδιά του.

Θεέ!

Δάσκαλε!

Δεν έχει ανάσταση στον κόσμο πια.

Τάφος η γη, τάφος υγρός κι η θάλασσα

Δεν έχει Ανάσταση πια στον τόπο αυτό.

 

Ρημαγμένα, καμμένα, γκρεμισμένα όλα πίσω του τα άφησε. Πήρε την άρρωστη τη μάνα του αγκαλιά, είχε φύγει ο πατέρας χρόνια μπροστά, δεν είχε αδέλφια, συγγενείς, δικούς του ανθρώπους άλλους, δεν είχε.

Μονάχος έφτασε σε κείνο το χωριό, δεν άντεξε η γριά η άρρωστη η Παναγιώτα. Έμεινε πίσω στης μαύρης θάλασσας τα βάθη.

Πού είναι το χρώμα της το γαλανό;

Της θάλασσας το χρώμα πού χάθηκε Θεέ μου;

Ποιο μαύρος κι από τον μαύρο τον καπνό ο ουρανός σκοτείνιασε και πάει ο ήλιος.

 

Μόνος, με λίγους συγχωριανούς και πέντε έξι απ’τα “παιδιά” του, ούτε κατάλαβε πως βρέθηκε σε κείνο το χωριό.

Μέρες ολάκερες και μήνες στη θάλασσα, στους δρόμους, στα βουνά.

Ένα δωμάτιο, ένα μικρό χαγιάτι και μια μασίνα εκεί το σπίτι του. Δίχως ένα πιατικό, μία κουβέρτα, ένα ρούχο.

Δάσκαλε!

Δεν λέει λόγο, παράπονο δεν έχει, για τον βοήθησαν πολύ.

Μια μπατανόβουρτσα, μια τσίγκινη λεκάνη κι ένα τενεκέ με ένα συρμάτινο χερούλι φορτώθηκε στους ώμους.

Κι έγινε, δάσκαλος.

Δάσκαλος μπογιατζής.

Κι άρχισαν τα έρημα τα σπίτια τα προσφυγικά με χρώματα γαλάζια, κίτρινα της ώχρας κι άσπρα του μαρμάρου και του χιονιού, να αλλάζουν όψη, να στολίζονται.

~•~•~•~•~•~

Πέρασαν χρόνια πολλά, κι ήρθε κι άλλος πόλεμος ξανά και κατοχή. Πείνα και κατατρεγμός. Μοίρα κακή κι αντίδικη. Και ύστερα και κείνος ο αδελφοκτόνος σκοτωμός. Κατάρα Θεού κι ανθρώπων.

Που να ήξερες Θεέ να δώσεις στον Νώε κανόνα, ανθρώπους άλλους μέσ’την κιβωτό μη βάλει.

 

Και ύστερα, πάλι γαλήνεψεν ο τόπος.

Τελείωσε το κακό. Με θάνατο και αίμα. Αίμα πολύ και πόνο.

Πόνο. Ξεχνιέται ο πόνος; Σβήνει απ’το νου και το κορμί;

Θα αλλάξει άραγε ο κόσμος, οι άνθρωποι θα δούνε τη ζωή;

Την ομορφιά και τη χαρά της;

Χαρά και πόνος.

Ξεχνιέται ο πόνος κι έρχεται η χαρά. Έτσι είν’ο άνθρωπος. Ξεχνά. Κι έρχεται η χαρά με τη σειρά της.

Πικρή, μαύρη η χαρά, μα κι αλλιώς δεν γίνεται στον κόσμο αυτόν.

Χαρά μεγάλη και για τον δάσκαλο σαν τον φώναξαν να βοηθήσει να μπογιατίσουν το καινούριο το πέτρινο σχολειό. Δεν θέλησε λεφτά, δεν τα είχε ανάγκη τα χρήματα αυτά.

Μονάχα μέσα ήθελε να μπει. Μέσα στην τάξη.

Φαίνεται ακόμα στον τοίχο ανάκατο με  χρώμα, το μαύρο δάκρυ που έσταξε από τα μάτια του μέσα στον τενεκέ με τον ασβέστη.

Σήκωσε την μπατανόβουρτσα κι έβαψε τον τοίχο και μαύρη χαράχτηκε γραμμή. Ύστερα στάθηκε εκεί μπροστά, εκεί πού θα έβαζαν του δάσκαλου την έδρα.

Ένας βαθύς αναστεναγμός έπεσε βαρύς πάνω στους φρεσκοβαμμένους τοίχους και το αντιλάλημά του ακούστηκε σε όλο το σχολειό, άνοιξαν οι πόρτες και τα παραθύρια του, έσχισε τους ουρανούς ο πονεμένος ήχος πάνω από το χωριό, πέρασε βουνά και θάλασσες με μιας και πήγε και καρφώθηκε, σαν αρχαίο ακόντιο, σε κείνον κει τον ρημαγμένο τόπο.

 

Στον τόπο του…

Δάσκαλε!

 

Καβάλα Οκτώβριος 2018

~•~•~•~•~•~

[ ..Σμίλεψε πάλι, δάσκαλε, ψυχές!..

Θέμελα βάλε τώρα πιο βαθειά, ο πόλεμος να μη μπορεί να τα γκρεμίσει..]

Κωστής Παλαμάς

Διαβάστε επίσης