Ο Δονζουάνης

 Ο Δονζουάνης

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


Σαν βόμβα έσκασε το φοβερό το νέο κι αναστατώθηκε όλος ο γυναικείος πληθυσμός των δυο γειτονικών χωριών. Τα κομματιασμένα σιδερικά της, θραύσματα φονικά του έρωτα, σφηνώθηκαν στα γυναικεία τα κορμιά και έγιναν, πληγές, οι πόθοι. Εσχίσθησαν καρδιές και επόνεσαν πόνο πολύ ψυχές και παθιασμένα σώματα.

Αντιβούηξε όλος ο τόπος, ο κόσμος κι ο ντουνιάς γύρω τριγύρω. Σε κάμπους βουνοκορφές και λαγκαδιές αλαλαγμοί ακούγονταν. Χορός σ’αρχαίο δράμα.

“Έκλεψε το Μαριώ ο Δημητρός. Έκλεψε το Μαριώ ο Δημητρόοοος…Έκλεψε…..”

Πάει… πάει ο Δημητρός.

Τον χάσανε τον Δημητρό. Κι εκείνες τώρα οι δύσμοιρες;

Οι εράσμιες γυναίκες του;

 

Ντόρος έγινε πολύς και κουρνιαχτός σηκώθηκε, λόγια, κακό μεγάλο, πόλεμος ακήρυχτος ανάμεσα στα δύο χωριά και στις γυναίκες, μέτωπα άνοιξαν πολλά και μάχες άλλες τόσες, μα ύστερα ήρθε ο θεραπευτής ο χρόνος να κάνει τη δουλειά του, ηρέμησαν κάπως τα πράγματα, δόθηκαν όρκοι κι υποσχέσεις, τελείωσαν και τα παζαρέματα για τα προικιά, τέλος καλό όλα καλά και το επαντρεύτηκε ο Δημητρός το Μαριώ. Το όμορφο Μαριώ από το διπλανό του Δημητρού χωριό. Γυναίκα του το πήρε το Μαριώ ο Δημητρός με παπά και με κουμπάρο, κι εχύθη μαύρο δάκρυ από γυναικών μάτια πολλά.

 

Καρδιοκατακτητής ο Δημητρός, μεγάλος.

Νέος, ωραίος, ψηλός, ευθυτενής, μελαμψός με πλούσια μαύρα βαριά μαλλιά. Πιο μαύρα κι απ’το μαύρο κάμελ ήτανε τα μαλλιά του, και ίσια σαν πράσα στη δροσιά του πρωινού. Μαχαίρι η χωρίστρα προς τη δεξιά του κεφαλιού μεριά, τρίχα δεν ξέφευγε απ’ τη θέση της. Τίγκα στη μπριγιαντίνη γυαλοκοπούσε πιότερο κι απ’του αυστραλέζικου του μαύρου οπάλιου τη γυαλάδα. Κι ήταν όμορφος, λιμπιστικός ο Δημητρός. Κυνηγός των κοριτσιών δεινός με ένα χαμόγελο σαγηνευτικό και μάτια που μάγευαν τα κορίτσια κι έκαμπταν, κάθε κόντρα κι άρνηση στον έρωτα τον σαρκικό, αντίστασή των. Και όχι μονάχα των κοριτσιών μα και των καθώς πρέπει κυράδων, κυριών, χηρευάμενων και νυμφευμένων. Και, παρόλο που ήταν το χωριό μικρό κι είχαν οι πέτρες μάτια, οι τοίχοι αυτιά και οι κυράδες γλώσσα, τίποτα δεν μαθεύονταν από τις κρυφές ερωτικές συναπαντήσεις του με του χωριού τα θηλυκά. Άλλοτε έσβηνε ο πόθος τους, στα πευκάκια πίσω από του χωριού το κοιμητήριο, – εκεί όπου εκορτάριζε τις χήρες που θρηνούσαν τους αδικοχαμένους άντριγές τους – και άλλοτε, στης Ζωοδόχου Πηγής τη ρεματιά με τα θεόρατα πλατάνια. Φωλιές ερωτικές ήτανε οι κουφάλες των πλατάνων, αντιλαλούσαν μέσα τους οι ερωτικές κραυγούλες, τις έπαιρναν οι φυλλωσιές των και τις έκαναν μελωδικό τραγούδι.

Ωδή στον έρωτα.

Ύμνο στη φύση.

 

Τίποτα όμως δεν μαθεύονταν ή μάλλον δε συζητιότανε κι ας σ’όλους ήτανε γνωστό. Σιωπή και μυστικότητα παράξενα συμφωνημένη που ξεπερνούσε κι αυτή τη μαφιόζικη ομερτά. Πολλές φορές διπλοχτυπούσε και τριπλοχτυπούσε, – αχόρταγο, του έρωτα, θεριό – ο Δημητρός. Μια στο χωριό του, μια στο διπλανό χωριό και μια στη μικρή κωμόπολη της Επαρχίας. Ως και εκεί η χάρη του είχε φτάσει.

Δονζουάνης με τα όλα του!

 

Μικρό κορίτσι το Μαριώ τον είχε δει στο χωριό της το Δημητρό κάποια φορά, εκεί ψηλά στο Κρυονέρι, όταν στα κρυφά τον πήρε στο κατόπι. Ανάμεσα στις κρανιές τον είδε να χαϊδεύει και να φιλά την Πόπη την εξαδέλφη της και χτύπησε η καρδούλα της. Χτύπο παράξενο, γλυκό. Άναψε ολάκερη, ερίγισε το άγουρο κορμί της κι αγάπησε τον Δημητρό αμέσως. Κι ένιωσε τότε για την εξαδέρφη της, μίσος πολύ. Μα ήτανε μικρή, μυξιάρικο ο Δημητρός την έλεγε.

Δυο καλοκαίρια πέρασαν κι έγινε το Μαριώ, γυναίκα. Έτσι πολλές φορές γίνεται με τα μικρά κορίτσια. Λίγος μονάχα χρόνος φτάνει γυναίκες να τα κάνει. Κι έγινε το άγουρο κοριτσίστικο κορμί, κορμί γυναίκας ποθητής. Έσιαξε το σώμα της στρογγυλάδες και καμπύλες που ξεπετάγονταν ατίθασες ανυπότακτες δίχως ντροπή κάτω από τη φορεσιά της, ωσάν έτοιμες να ήταν να κατακτήσουν το ανδρικό ντουνιά. Χείλη κερασοβύσσινα γεμάτα πόθο, λιγωμένα, και μάτια που τρεμόπαιζαν και θαρεττά σαν βέλη τα αρσενικά κατάκαρδα τα εκαρφώναν. Είχε όμως την καρδιά της δώσει στο Δημητρό μονάχα.

 

Μάρτης ήταν όταν τα μάτια τους αντάμωσαν στο κάστρο. Έθιμο ήταν να ανεβαίνουν του χωριού οι κάτοικοι των Αγίων Θεοδώρων το Σάββατο μετά την καθαρά Δευτέρα, στο αρχαίο κάστρο. Τον είχε δει απ’τα πριν τον Δημητρό η Μαριώ κάτω στη πλατεία, έδωσε μια τρεχάλα και τον περίμενε ψηλά στο μονοπάτι. Κρυμμένη.

Πετάχτηκε μπροστά του, τον κοίταξε ίσα στα μάτια και εκείνος παραδόθηκε χωρίς καμμιάν αντίσταση. Στο μυξιάρικο που έγινε γυναίκα παραδόθηκε δίχως κανένα όρο. Γυναίκα.

Γυναίκα φως.

Γυναίκα γέννηση.

Γυναίκα ζωή.

Γυναίκα φόβος.

Γυναίκα, θάνατος.

 

Την επαντρεύτηκε ο Δημητρός κι έφυγε απ’το χωριό. Το απαίτησε εκείνη. Δεν τον χωρούσε πια ο τόπος μετά την πρώτη του και αναμενόμενη βεβαίως παρασπονδία. Πέντε μήνες άντεξε. Μα η Μαριώ δεν ήταν σαν τις άλλες. Στη σκάλα των ψαράδικων, στα αλίπαστα τον έβαλε κι έπιασε δουλειά και βρώμαγε ψαρίλα. Ήταν η τιμωρία του αυτή. Η κόλαση για χάρη της.

 

Έλα να σου πω. Με νόημα μου το είπε. Έφερε το δάχτυλο στα χείλη ο Δημητρός. Έλα να σου πω. Νόημα μου έκανε. Δύσκολα στεκόταν στα πόδια του. Τον κράτησα μη πέσει. Χρόνια είχα να τον δω. Από τότε. Τον αντάμωσα στον καφενέ στη σκάλα των ψαράδικων. Γερασμένος πολύ. Στο κεφάλι του λίγα άσπρα μακριά μαλλιά με έναν μικρό κότσο πίσω πιασμένο με ένα λαστιχάκι. Τα μάτια του σβησμένα. Όλο του το πρόσωπο σβησμένο. Γεμάτο ρυτίδες, αυλακιές. Καμπουριασμένος.

“Είσαι καλά;” τον ρωτώ.

Δεν απαντά.

“Η Μαριώ;”

Τί ήταν να το ρωτήσω αυτό.

Ξεσηκώθηκε, αγρίεψε… γύρισε κι έφυγε παραπατώντας.

Τίποτα δεν μου είπε.

 

Ρώτησα τον καφετζή κι έμαθα. Εκείνη λέει φταίει. Με το ίδιο νόμισμα τον πλήρωσε μα όχι μόνο μια φορά. Απ’τα χαράματα έπιανε αυτός δουλειά στα ψάρια μέσ’τη βρώμα και εκείνη στολισμένη παρφουμαρισμένη στους καφέδες και στα μπαρ….

Όλα τα τελευταία χρόνια από τότε που  βγήκε ο Δημητρός στη σύνταξη το μόνο που κάνει είναι να πίνει…Και πρώτα έπινε, μα τώρα…..

“Αλκοολίκη. Μπεκρής. Με ένα ποτηράκι που πίνει τώρα, καταντά σ’αυτά τα χάλια.”

“Και εκείνη;” ρωτώ.

“Σταφίδιασε. Όλη μέρα καφέδες, τσιγάρα και πιοτί κι εκείνη. Στα σκαλιά έξω από το σπίτι της όλη μέρα. Να περπατήσει δεν μπορεί. Είναι και τα χρόνια. Πάνω από εβδομήντα κι οι δύο, κι εκείνος παραπάνω. Εδώ στον άλλο δρόμο πιο πάνω κάθονται.”

 

Πώς και δεν ανταμωθήκαμε ποτέ, αναρωτήθηκα. Μπορεί όμως και να ανταμωθήκαμε μα να μη γνωριστήκαμε, κάνω μια σκέψη δεύτερη. Ο χρόνος…. αυτός φταίει….ο χρόνος!

 

Α ρε Δημητρό!

Γυναίκα!

 

Παλαιοχώρι Παγγαίου, 5.2.20

 

Υ.Γ.

Το πρώτο Σάββατο μετά τη Καθαρά Δευτέρα πάντα κάθε χρόνο(φέτος είναι αυτό το Σάββατο 7 Μάρτη) είναι η κινητή γιορτή των Αγίων Θεοδώρων. Έθιμο είναι να ανεβαίνουμε στο κάστρο όπου έχει και ένα ξωκλήσι του Αγίου. Γευόμαστε νηστίσιμα εδέσματα προσφορά του συλλόγου του χωριού, και πίνουμε και κανένα ποτηράκι.

Όστις θέλει….

Διαβάστε επίσης