Dark Mode Light Mode

Ο λευκός σκαραβαίος

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


Εμάς, τους παλιούς λέω τους κάπως ας πούμε μεγάλους, στη τετάρτη δημοτικού – βάλε μισό αιώνα πίσω κι ακόμα παραπίσω -, μας είχε ανοίξει αποταμιευτικό λογαριασμό η Φρίκη (με το παρντόν) η Φρειδερίκη ήθελα να πω, η βασίλισσα ντε και η μετέπειτα βασιλομήτωρ, σαν μας άφησε ο Παύλος χρόνους. Μας έβαλε κι ένα δεκάρικο μπορεί και κατοστάρικο στο ταχυδρομικό ταμιευτήριο και μας έδωσε κι από ένα κουμπαρά μεταλλικό, με κλειδί. Μόνο όμως στο ταμιευτήριο είχαν κλειδί, για ευνόητους λόγους. Άμα περίσσευε από το χαρτζιλίκι μου κανένα μισόφραγκο – πράμα σπάνιο καθότι το ροκάνιζα μέχρι πεντάρας – το έριχνα από τη χαραμάδα στο κουμπαρά. Αυτή η χαραμάδα είχε από μέσα κάτι σαν σούστες, σαν ροδάκια που επέτρεπαν την είσοδο των κερμάτων μα δυστυχώς όχι την έξοδο. Για τα χαρτονομίσματα είχε μια τρύπα στρογγυλή στο πλάι. Όσες φορές προσπάθησα είτε με σύρμα ή με το μαχαίρι κάποια έξοδο, απέτυχα οικτρά. Άσε τους τραυματισμούς, τα αίματα και τις ξυλιές. Γιατί εμείς, γλίτωμα απ ‘τις ξυλιές, μονάχα σα κοινωνούσαμε είχαμε. Έβαζε κι ο πατέρας μου κάπου κάπου κάνα φράγκο άμα κέρδιζε στο μπουρλότο, στα χαρτιά που έπαιζε στο καφενείο τού Τσιγκένη. Ο παππούς μου, ήταν σφιχτοχέρης, κυμινοπρίστης που έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, και σπανίως πλησίαζε στον κουμπαρά, παρότι το μότο του ήταν: “Εκονομία…κάντε εκονομία, θα μας εβρούνε δύσκολοι καιροί”. Προφήτης ο παππούς μου που αγαπούσε πολύ και το γράμμα έψιλον. Άμα όμως πουλούσε κανένα μοσχάρι κι έπιανε καλή τιμή, έριχνε ως κι ένα δίφραγκο. Έτρεμε το χέρι του και δεν έβρισκε τη χαραμάδα. Τον βοηθούσα τότε εγώ. Μια φορά θυμάμαι και τη μάνα μου που έριξε ένα ολόκληρο τάλιρο. Της είχε δώσει ο πατέρας μου λεφτά για να πάρει μαντό για τα Χριστούγεννα και δερμάτινα γάντια. “Τί τα θες τα γάντια;” της είπε ο πατέρας μου. Τη προηγούμενη μέρα της είχε πει και τι το θέλει το μαντό. Έμοιαζε λίγο στον παππού μου, που ήταν ο πατέρας του. Ραμμένες τσέπες τους έλεγε η μάνα μου.

 

Όταν έλεγα τα κάλαντα τα περισσότερα λεφτά, δεκάρες, εικοσάρες και μισόφραγκα τα έριχνα στον κουμπαρά. Με άμετρο όμως πόνο ψυχής. Ξέκλεβα κανένα φράγκο βέβαια, αλλά ήταν και η εξομολόγηση. Να πω ψέματα; Αμαρτία. Μονάχα μια φορά θυμάμαι τα Χριστούγεννα που κράτησα ένα τάλιρο, αγόρασα μια φυσαρμόνικα και μπατιρόσπορο κι είπα τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς μετά μουσικής. Μόνο το «καλή χρονιά» και «του χρόνου» φώναζα με στεντόρεια φωνή για να μ’ ακούσουν, αλλά και πάλι η θεία Όλγα πολλές φορές δεν άκουγε. Γιατί δεν άκουγε; Γι’ αυτό, κι εγώ, τα έλεγα δεύτερη φορά. Εικοσάρα, κουλούρι και φιρίκι η συγκομιδή.

Όταν γέμιζε ο κουμπαράς, τον πήγαινε ο πατέρας μου στο ταμιευτήριο στο Πράβι, τον ξεκλείδωναν, μετρούσαν τα λεφτά και τα κατέθετε. Έγραφαν το ποσό σε ένα μπλε μεγάλο βιβλιάριο. Με το έτσι και τ’ αλλιώς και με τα χρόνια, μαζεύτηκαν αρκετούτσικα. Δεν είχα δικαίωμα να κάνω ανάληψη παρά μονάχα σαν έκλεινα τα δεκαοχτώ.

Δύο Νοέμβρη τα έκλεισα, τρεις Νοέμβρη έβαλα χέρι στον παρά. Πρωτοετής φοιτητής στα Γιάννινα. Λέω ότι έβαλα χέρι στις καταθέσεις μου, αλλά όμως έκανα μάλλον σωστή διαχείριση, αν εξαιρέσουμε τα τρία κατοστάρικα που έχασα στα μπιλιάρδα και στην πόκα.

Έβγαλα δίπλωμα αυτοκινήτου!

Στη σχολή οδηγών Λαμπράκη. Στον Λαμπράκη πήγα, γιατί είχε όμορφη κόρη. Τη Νατάσσα. Της τα έριξα μα έφαγα χυλόπιτα. Σαν τζιτζιφιόγκος ήμουν, τι περίμενα.

Μου έμεινε όμως το δίπλωμα.

Νοικιάσαμε(τρεις συγκάτοικοι) ένα φολκσβάγκεν σκαραβαίο χρώματος λευκού, για να πάμε Γιάννινα – Κέρκυρα. Στον Γιάννη. Στον μετέπειτα τέταρτο συγκάτοικό μας. Θα μας μαγείρευε η μάνα του και παστιτσάδα. Αμ δε. Ποτέ δεν φτάσαμε.

Το τούμπαρα λίγο έξω από τα Γιάννινα, στα στροφιλίκια, κοντά στη διασταύρωση της Ζίτσας. Τα πατάκια στο κεφάλι.

Ο συγκάτοικος Ηρακλής:

“Είστε καλά ρε;”….

Καλά ήμασταν.

Στη Κέρκυρα με δικό μου αυτοκίνητο πήγα χρόνια μετά. Σαν έφτασα ψηλά στον αυχένα, στη διασταύρωση της Ζίτσας, σταμάτησα στην άκρη του δρόμου, σε εκείνη τη στροφή, αγνάντεψα ολόγυρα τα χωριά, τις λαγκαδιές, τον Καλαμά, κάτω χαμηλά το χωριό Λίθινο και το Θεογέφυρο, κι άναψα τσιγάρο…

Της Καραντίνας οι γραφές

Οχτώ Δεκεμβρίου του είκοσι

Προηγούμενο άρθρο

Stop στη δράση των περιβόητων ''ληστών της μοτοσικλέτας'' που «χτυπούσαν» σε Καβάλα, Θεσσαλονίκη και Σέρρες (video)

Επόμενο άρθρο

Δικογραφία για ρευματοκλοπή σε βάρος αλλοδαπού σε οικισμό της Καβάλας