• 20 Απριλίου 2024,

Ο μεταξένιος έρωτας

 Ο μεταξένιος έρωτας

 

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

 

Αρρωστομανής ήταν η Φωτεινή. Αλλ’ όμως και πολύ ερωτιάρα ήταν. Η κερά Φωτεινή. “Κερά”, την έλεγε. Να γεμίζει η λέξη. Μια το δεξί νεφρί της πονούσε, μια το ποδάρι της πρήζονταν – είχε περίσσιο και αρρωστημένο αίμα, έλεγε -, μια εκείνος ο καταραμένος ο ίλιγγος την τυραννούσε και πιάνονταν από το πεζούλι και από τον κορμό τής μπομποτσιάς όταν σκούπιζε την αυλή της. Κι αυτή η μπομποτσιά… άι στην ευχή της πια. Κάθε λίγο και λιγάκι γέμιζε η αυλή της μπομπότσες μαύρες και ζουμερές. Όσο κι αν πρόσεχε πατούσε κατά λάθος καμιά, πετάγονταν τα ζουμιά και λέρωνε τα πασούμια της και τις κάλτσες της. Τίναζε με το σκουπόξυλο τα κλαδιά της να πέσουν όσες ήταν να πέσουν, σκούπιζε μετά, την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Εκεί, στη μπομποτσιά όμως, ξεχνούσε  πάντα την αρρώστια της. Εκεί γίνονταν η αρχή. Η γλυκιά αρχή. Εκεί μια καυτή βραδιά του Ιούλη, τις πρώτες τού έρωτά τους μέρες, του παραδόθηκε. Όχι ακριβώς του παραδόθηκε. Φλόγισαν τα μάτια της σαν τον είδε να ξεγυμνώνεται για να νιφτεί. Ο ιδρώτας της και η υγρασία τού κορμιού της εκρηκτικό μείγμα έγιναν που πυροδότησε το είναι της. “Έλα”, του είπε και ακούμπησε με τη πλάτη στον κορμό του δέντρου με εκείνη την γνωστή αιώνια πρόκληση της Εύας. “Έλα”, και η φωνή της ήταν σπασμένη γεμάτη ικεσία. Και πήγε εκείνος. Και μοσχομύρισε ολόγυρα ο τόπος έρωτα.

Πέρασαν χρόνια, ήρθαν τα παιδιά, έγινε δέντρο θεόρατο η μουριά και ο έρωτάς τους θέριευε κι αυτός μαζί της.

Ήταν το αγαπημένο δέντρο του Άγγελου, του άντρα της. Και δικό της αγαπημένο δέντρο όμως ήταν. Χάρη σε αυτό το δέντρο άκουγε και τις γλυκές του τις κουβέντες που τόσο ανάγκη τις είχε, και ύστερα του παραδίνονταν δίχως καμμιά αντίρρηση τα ζεστά μεσημέρια του Ιούλη.

“Η μαύρη μουριά είναι από αρχαιοτάτων χρόνων το σύμβολο της σοφίας”. Έτσι έλεγε ο Μπαρμπάγγελος τονίζοντας μια μια τις λέξεις με αρχαιοπρεπέστατον ύφος αγορευτή, καθαρίζοντας συγχρόνως τις λαστιχένιες μπότες του από τις σβουνιές των μοσχαριών που “εξέτρεφεν” εις το “αχούριόν” του. Κι ύστερα απόσωνε: “Κι αν θες να ξέρεις κερά Φωτεινή, το μετάξι από τα φύλλα της μουριάς γένεται. Τα τρώνε οι μεταξοσκώληκες, κάνουν τα κουκούλια τους, ύστερα εμείς ξετυλνάμε τα κουκούλια και κάνουμε τα μεταξωτά βρακιά”. Το πήγαινε από εδώ το πήγαινε από εκεί, στην αγαπημένη του παροιμία ήθελε να καταλήξει και στα επόμενά της: “Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους κερά Φωτεινή, και εμείς μπορεί επιδέξιους κώλους να μην έχουμε, αλλά το πετιμέζι το θέλει ο κώλος μας, και ο δικός μου και ο δικός σου και ολωνών των ανθρώπων. Έτσι είναι. Από Θεού”. Έτσι έλεγε και τελείωνε τον λόγο του με μια τελευταία αποστροφή κλείνοντάς της συνάμα το μάτι καθώς τη χτυπούσε ελαφρά με το χέρι του στο πισινό της κρατώντας το λίγο παραπάνω πάνω του με μια υποψία – πλην σαφεστάτης – θώπευσης. “Και όχι μονάχα ο κώλος μας, κερά Φωτεινή, και όχι μονάχα ο κώλος μας. Άιντε πάμε τώρα να γείρουμε, να τον πάρουμε λιγάκι. Να γευτούμε και λίγο πετιμέζι. Από εκείνο”.

Ήξερε τι έλεγε ο Μπαρμπάγγελος.

Έφτιαχναν τότε και πετιμέζι από τα μαύρα μούρα. Τα έβραζαν, τα σούρωναν, τα ξαναέβραζαν γίνονταν ένας πολύ συμπυκνωμένος γλυκός χυμός. Γλυκιά σαν πετιμέζι ήταν η κερά Φωτεινή. Έτσι την έλεγε.

Κερά, την έλεγε και γλυκιά σαν πετιμέζι, την έλεγε.

Κι ύστερα:

“Σαν το μετάξι γυαλίζει και είναι κι απαλό το δέρμα σου Φωτεινή και άσε τις αρρώστιες”.

Δεύτερη κουβέντα δεν περίμενε εκείνη….

Κινούσε αυτός μπροστά κι αυτή από πίσω του…για χρόνια….

 

Και πέρασαν κι άλλα χρόνια.

Κι ένα βαθύ, μαύρο πρωινό που η κερά Φωτεινή κοιμόταν ακόμα, εκείνος, ο Μπαρμπάγγελος, άνοιξε τα μάτια του.

Σηκώθηκε, άναψε τη ξυλόσομπα

και ξαναξάπλωσε δίπλα της μέχρι να ζεσταθεί η κουζίνα και να σηκωθούν να πιούνε τον πρωινό τους καφέ.

Να βρει ζεστασιά ο έρωτας της μουριάς του.

Λίγα λεπτά μετά, εκείνη, η κερά Φωτεινή, άνοιξε τα μάτια της.

Τον φώναξε με το όνομα του.

Εκείνος, ο Μπαρμπάγγελος, δεν της απάντησε.

Είχε πεθάνει….

 

Ιούλιος του 2020

Διαβάστε επίσης