Ο Τίποτας

 Ο Τίποτας

Lania street by night light.

 

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

 

Συνεσταλμένες όλες οι κινήσεις του ήταν. Σαν σε αργό γύρισμα σε ταινία του σινεμά τα χέρια του κουνούσε και το περπάτημά του αργό ήταν κι αυτό. Και σιγανό ήταν, και φαίνονταν σαν στη γη καθόλου να μη πατούσε. Ακόμα και αυτή η μιλιά του ούτε που ακούγονταν, και ο ήχος τής φωνής του σιγανός ήταν κι αυτός. Και τα λόγια του αργά σχηματίζονταν στις φωνητικές χορδές του και έβγαιναν οι λέξεις από τα με πίκρα πολλή ποτισμένα στυφά του χείλη σαν ψίθυρος. Ψίθυρος τρεμουλιαστός και λόγια, λόγια και λέξεις που ήταν τις περισσότερες φορές χωρίς καμιά σειρά και δίχως καθόλου νόημα να είχαν. Συνεσταλμένη και άτολμη ακόμα και η ματιά του ήταν.

Θες από ντροπή; από σέβας; από φόβο;

Και….ποιόν άραγε να ντρέπονταν; ποιόν να σέβονταν; ποιόν να φοβούνταν;

Το ήξερε αυτός αυτό, μόνο αυτός το ήξερε, το για ποιον σέβας και φόβο και ντροπή είχε. Και…το γιατί το ήξερε. Και ήταν αυτό το γιατί….γιατί έτσι ήταν αυτός φτιαγμένος. Ένας Τίποτας ήταν αυτός, γι’ αυτό, για όλους τους ανθρώπους ένα φόβο είχε. Τι ήταν αυτός για να σηκώσει τη ματιά του ε; Τί ήταν αυτός. Ένας Τίποτας ήταν αυτός. Όλοι, πιο πάνω ήταν από αυτόν, ανώτεροί του ήταν! “Σημαντικοί” και “ασήμαντοι”, “νοικοκυραίοι” και “ανοικοκύρευτοι” που φτωχοί γι’ αυτόν τον λόγο ήταν, άντρες και γυναίκες, μεγάλοι και μικροί. Όλοι τον ξεπερνούσαν αυτόν τον Τίποτα. Ακόμα και τα μικρά παιδιά. Όλοι. Κι όλοι τον όριζαν. “Σύρε εδώ και σύρε εκεί”. Ψώνια και δουλειές για να τους κάνει όλοι τον έλεγαν. Μικροθελήματα μονάχα όμως, γιατί, είχε και εκείνους στα πόδια του τους πόνους. Για ένα πιάτο φαΐ, για λίγα αποφάγια σε μια λαδόκολλα, σε μια εφημερίδα. Και όλοι κάπως σαν να τον κορόιδευαν του φαίνονταν. Κι άλλοι όμως μερικοί, αχαΐρευτο και τεμπελχανά τον έλεγαν. Ήταν όμως και ένας δυο μπορεί και τρεις, λίγοι όμως ήταν, που μόνο τον κοιτούσαν και σαν λίγο να στεναχωρεύονταν του φαίνονταν, και καμιάφορα: “Μη στεναχωρεύεσαι” τον έλεγαν, “έτσι οι ανθρώποι είναι”, τον έλεγαν.

Κανέναν δεν κοίταζε ίσια στα μάτια, μονάχα φευγαλέα για μια στιγμή έστρεφε τα μάτια του στα μάτια τους, κι αυτό όμως σαν να μη τους κοιτούσε ήταν. Ύστερα χαμήλωνε το βλέμμα του μέχρι κάτω, στη γη, στα πόδια τους. Κοιτούσε για λίγο τα παπούτσια τους και η ματιά του κατέληγε στα δικά του τα φθαρμένα από το πολύ περπάτημα. Από το σύρε κι έλα για του κόσμου τα θελήματα. Έσκυβε – σαν να προσκυνούσε φαίνονταν – κι έσφιγγε τον σπάγκο που είχε για κορδόνια. Σήκωνε ύστερα για λίγο τα μάτια του όπως ήταν σκυφτός και παρακαλεστά:

“Ευδοξίγια μαρή….μαρή Ευδοξίγια….βάλε με….βάλε με κάτι να φάω…..να φάω κάτι μαρή Ευδοξίγια…..πεινώ… πολύ πεινώ….απ’ τα προψές έχω κάτι στο στόμα μου να βάνω….νηστικός είμαι Ευδοξίγια μαρή απ’ τα προψές τ’ απόγιομα….”

Και….αν είχε κάτι η Ευδοξίγια, αν είχε κάτι τις κι η Πασχαλίτσα, αν κάτι της περίσσευε, κι αν είχε τις καλές της η Φωτεινή και η Φανή και η Χαρίκλεια….και….

Έτσι κύλησε του Τίποτα η ζωή. Έτσι την έζησε τη ζωή του. Για ένα “πιάτο” φαΐ έζησε ο Τίποτας τη ζωή του όλη. Τίποτα άλλο ο Τίποτας στη ζωή του δεν ένιωσε δεν γνώρισε. Καμιά χαρά δεν είδε. Τα στυφά του χείλη ποτέ δεν χαμογέλασαν. Μονάχα ψιθύριζαν λόγια και λέξεις ακαταλαβίστικες αργοδιαβαίνοντας ολημερίς στους δρόμους στα στενά και στα σοκάκια του χωριού του. Κοιτώντας πάντα χαμηλά. Κάτω κοιτώντας πάντα, στη γη, στο χώμα.

Μια φορά μονάχα σήκωσε τα μάτια ψηλά. Ψηλά στον ουρανό τα σήκωσε. Κοίταξε με δέος το απέραντο γαλάζιο και μια λέξη ψιθυριστή τρεμουλιαστή από τα γεμάτα πίκρα στυφά σκασμένα πληγές γεμάτα χείλη του, ξέφυγε.

Ξέφυγε και χάθηκε ψηλά…στου Ρυθμιστή τού Σύμπαντος τα μέρη πήγε…

Ένα γιατί ακούστηκε….

Ένα φοβισμένο ερωτηματικό γιατί…Γιατί;

Κι έμεινε ετούτο το γιατί δίχως απάντηση καμμιά ……

 

Πέμπτη, έξι Δεκεμβρίου 2019

Διαβάστε επίσης