• 7 Μαΐου 2024,

Οι επιστροφές

 Οι επιστροφές

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

Τι να σου κάνουν και τα κουτάκια της μνήμης. Παλιώνουν και χαλούν κι αυτά, σκουριάζουν κι ούτε που ανοίγουν. Άσε που καμιάφορα παρόλο που δημιουργεί ο νους – σπανίως βέβαια – κάποιο καινούργιο κουτάκι – του κουτιού που λένε -, βάζεις μέσα κάτι, το αποθηκεύεις και λες να θυμηθώ να το ανοίξω το κουτάκι αύριο για το ραντεβού μου εκείνο, κι ούτε το κουτάκι θυμάσαι, ούτε τί είχε μέσα κι ούτε κιόλας που ανοίγει τις περισσότερες φορές. Σαν, όπως τις προάλλες, που θυμήθηκα το καθιερωμένο ραντεβού τής Πέμπτης στις εννιά το βράδυ για μπύρες, την Παρασκευή το πρωί στον καφέ μου. Που να μην ήταν και καθιερωμένο.

********

Αφήνω το αυτοκίνητο στην άκρη του χωματόδρομου, στην σκιά των αιωνόβιων υδρόφιλων δέντρων, των πανέμορφων πλατάνων δίπλα και πάνω από το ποτάμι, και ξεκινώ για τον περίπατό μου. Δύο τρεις εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα, βρίσκω ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι κεραυνοχτυπημένου νεκρού κορμού πλατάνου, σαν γλυπτό.
Πανέμορφο.
Αποφασίζω να το πάρω για να στολίσω μια γωνιά του κήπου μου και σκέφτομαι να επιστρέψω και να το αφήσω στο αυτοκίνητο, επειδή ο περίπατός μου θα ακολουθούσε κυκλική διαδρομή και δεν θα ξαναπερνούσα από το σημείο εκείνο, ώστε να το συμμαζέψω στην επιστροφή. Γυρίζω πίσω, ακουμπώ το εύρημά μου πρόχειρα μπροστά στο κάθισμα τού συνοδηγού, και ξαναφεύγω να συνεχίσω τον περίπατό μου.

Περίπου στο ίδιο σημείο που είχα φτάσει προηγουμένως αλλά λίγο πιο πέρα, ένας μικρός καταρράκτης μού προκαλεί το ενδιαφέρον για την ανάδειξη του φωτογραφικού μου (sic!) ταλέντου. Ψάχνω στις τσέπες μου για το τηλέφωνό μου, πουθενά. Ή το έχασα στη διαδρομή, ή το άφησα κατά την προηγούμενη επιστροφή μου στο αυτοκίνητο ή δεν ξέρω τι άλλο. Γυρίζω πίσω ψάχνοντας σε όλη την διαδρομή. Δεν το βρίσκω.
Φτάνω στο αυτοκίνητο, κοιτώ πρώτα μήπως το άφησα πάνω στον ουρανό του αυτοκινήτου – ένα συνηθισμένο για μένα φαινόμενο – , δεν είναι. Ανοίγω τις πόρτες και ψάχνω στο εσωτερικό του, πάνω στα καθίσματα, στο πλάι τους και κάτω από αυτά. Πουθενά. Δεν θυμόμουν να είχα ανοίξει προηγουμένως την μπαγκαζιέρα, αλλά παρόλα αυτά, ανοίγω το πορτ μπαγκάζ και βλέπω το τηλέφωνό μου να αναπαύεται ήσυχα πάνω στο ορειβατικό μου σακίδιο. Δεν θυμάμαι ποιά στιγμή το ακούμπησα εκεί. Και τί να πρωτοθυμηθώ που άρχισε να “κουρκουτιάζει” το μυαλό μου, όπως έλεγε η μάνα μου. Ησύχασα, ηρέμησα όσον αφορά την ανεύρεση του τηλεφώνου μου, ανησυχία με κυρίευσε όμως και κρύος ιδρώτας με έκοψε όσον αφορά την σταδιακή απώλεια της μνήμης μου, αυξανόμενη μάλιστα αλλά ευτυχώς όχι γεωμετρικά. Δεν με πείραζε η οικονομική χασούρα, αλλά το ότι θα έχανα τις σημειώσεις μου που είχα αποθηκεύσει στη μνήμη τού τηλεφώνου μου – η οποία παρεμπιπτόντως λειτουργεί αψόγως – και που δεν τις είχα σώσει όμως στο συννεφάκι, καθώς επίσης και το τηλεφώνημα που περίμενα από το φιλαράκι μου για να βρεθούμε αργότερα, καθώς θα συναντιόμασταν σε ένα σημείο όπου θα συγκλίναν οι διαδρομές μας.

Παίρνω το τηλέφωνό μου, το τοποθετώ στην τσέπη τού παντελονιού μου με το φερμουάρ, το κλείνω και ξεκινώ για τρίτη φορά, ακουμπώντας κάθε λίγο και λιγάκι το χέρι μου πάνω από την τσέπη μου προς επιβεβαίωση ότι βρίσκεται στη θέση του. Φύλαγε τα ρούχα σου δηλαδή. Στον καταρράκτη βγάζω το τηλέφωνο για την φωτογράφηση και ψάχνω τα γυαλιά μου.
Που να είναι άραγε τα γυαλιά μου;
Πού άραγε!
Ξαναγυρνώ πίσω. Εκ νέου έρευνα εντός του αυτοκινήτου. Τίποτα. Κλείνω τις πόρτες και κάνω να φύγω. Τα γυαλιά μου πεσμένα δίπλα στον μπροστινό αριστερό τροχό του αυτοκινήτου. Μου έπεσαν πάνω στην προηγούμενη αναμπουμπούλα και στην αγωνία μου για την ανεύρεση του τηλεφώνου μου. Σκύβω να τα πάρω και δύο μέτρα μπροστά μου, σε ένα ρυάκι που διασχίζει τον χωματόδρομο, ένα φίδι. Τυφλίτης* δίμετρος.
Σκέφτομαι ότι μάλλον δεν μου πάει και δεν θα μου πάει καθόλου καλά και στη συνέχεια η μέρα μου,- παρόλο που καθόλου δεισιδαίμων δεν είμαι – και το διαπιστώνω πάραυτα διαψευδόμενος άμεσα, όταν καθώς ξεκινώ για τέταρτη φορά και πατώντας το κουμπί του τηλεκοντρόλ για να κλειδώσω το αυτοκίνητο, κάνω λάθος και αρχίζει να χτυπά ο συναγερμός του.
Πώς σταματά τώρα;
Το αυτοκίνητο ήταν του φίλου μου και δεν ήξερα τον χειρισμό. Εκείνη την ώρα ευτυχώς περνούν δύο της παρέας μας.
“Πώς σταματά αυτό το ρημάδι ρε παιδιά;”
Το απενεργοποιούμε.
“Πού πάτε ρε συνορειβάτες;”
Πήγαιναν για καφέ στο ταβερνάκι που ήταν λίγο παρακάτω, δίπλα στο ποτάμι και πάνω ακριβώς από την λουτροπισίνα τού ποταμιού.
“Δεν θυμάμαι, έχει ταβερνάκι εδώ;”
Μου θύμισαν ότι και χθες εκεί ήπιαμε καφέ.
Γαμ….. τα καταραμένα, τα χαλασμένα τα κουτάκια μου.

“Ένα τριπλό φρέντο καπουτσίνο,” ήταν η παραγγελία μου.

Να λείπουν οι περίπατοι ……… Την επιστροφή μου μέσα!!
Και…άι σιχτίρ, που λένε και γείτονές μας ……..γ…. την μνήμη μου….και μέσα….και έξω!!
Από ολούθε!

Στα λουτρά “Πόζαρ” αν θυμάμαι καλά έγιναν όλα αυτά, και νομίζω, Μάιος του 2017 ήταν.
Ή μήπως του 2018;
Μπορεί βεβαίως και του 2016.
Πάντως, το σίγουρο είναι, ότι μετά το 2000 ήταν…
Λέω τώρα εγώ το “σίγουρο”…..

*********

*Τι μαθαίνει κανείς στα βουνά……ο Τυφλίτης λέει, είναι σαύρα ακίνδυνη δίχως άκρα!

Copyright by (sic!) : Άγγελος Τσανάκας, 2019.

Διαβάστε επίσης