Οκουκούλα

 Οκουκούλα

 

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

 

Καθώς πλησιάζω στην είσοδο του καταστήματος, στέκομαι στη πόρτα για λίγο και ακούω τη φωνή. Τη φωνή τής γυναίκας. Χαρακτηριστική πολύ η φωνή της και σαν κοριτσίστικη. Έτσι ήταν πάντα. Έτσι τη θυμάμαι, και έτσι την ακούω και τώρα.

Είναι άραγε όμως αυτή;

Καθαρή η ομιλία της, με όλα τα σύμφωνα και τα φωνήεντα στη θέση τους και με τον ήχο που τους πρέπει και τους αναλογεί.Τραγουδιστή, ωσάν γλυκόλαλη καμπάνα και με ένα ευχάριστο τρέμουλο, κάπως σαν μικρός αντίλαλος φτάνει στα αυτιά μου θωπεύοντάς τα τούτη η γνωστή όπως μου φαίνεται φωνή, και λάθος δεν πρέπει να κάνω. Σίγουρος είμαι, μα πάλι….Έχει στραμμένη την πλάτη της προς εμένα και μιλά με τον Βασίλη.

Συνοδοιπόρος των ορέων και των κορυφών ο Βασίλης, αλλά και των πόνων εξολοθρευτής. Ασπιρίνες και ντεπόν, και άλλα παυσίπονα η πραμάτεια του, και όλα τα ράφια σε τούτο το κατάστημα, γεμάτα με πολύχρωμα κουτάκια είναι. Αραδιασμένα όμορφα και κάθε ένα για τον δικό του πόνο και αρρώστια, στέκουν εκεί και περιμένουν. Έτυχε να περάσω μπροστά από το φαρμακείο τού Βασίλη καθώς βολτάριζα στο κέντρο της πόλης απολύτως στα χαμένα, και θυμάμαι τα ντεπόν που τελείωσαν και το εμβόλιο κατά της γρίπης. Ανήκω βλέπετε σε μια από τις ευπαθείς ομάδες. Απ’ έξω ακόμα, από το πεζοδρόμιο – η πόρτα είναι ανοιχτή – ακούω τη φωνή της, στέκομαι για λίγο στην είσοδο, κι ύστερα μπαίνω μέσα. Την ακούω τώρα από κοντά.

Ολόκληρες οι λέξεις, ζαχαρωμένες και καθαρές εξέρχονται από τη στοματική της κοιλότητα και ακόμα μια συμπληρωματική γλυκύτητα παίρνουν σαν ακουμπούν στα χείλη της. Σαν των δασκάλων μοιάζει η μιλιά της….αυτή πρέπει να είναι. Αναδεύεται η μνήμη μου και η γνωστή τούτη φωνή, μέσω του νεύρου τού ακουστικού πόρου, μεταφέρεται στου εγκεφάλου της ακοής το κέντρο, και κείνο την οδηγεί στο κουτάκι τής μνήμης που έχει μέσα του, ήχους και πρόσωπα και ονόματα που απ’τη ζωή μου πέρασαν και άφησαν τα ίχνη τους.

“Η Ιωάννα;” ρωτώ τον Βασίλη χαμηλόφωνα, κάνοντάς του νόημα με κλίση τής κεφαλής μου. “Ναι”, μου απαντά, “η κυρία Ιωάννα, η δασκάλα μου.”

Εκείνη γυρίζει και με κοιτά. Λάμπουν τα μάτια της κάτω από τα γυαλιά τής μυωπίας που φορά. “Κάπου σε ξέρω”, μου λέει, και συμπληρώνει ρωτώντας με:

“Σε είχα μαθητή;”

“Θα μπορούσε”, απαντώ.

Με ανιχνεύει για λίγο κι αμέσως:

“Ο….Ο….Ο…Ο…… Ο Άγγελος.”

Της χαμογελώ.

Χρόνια πολλά πέρασαν. Μπορεί και πάνω από είκοσι από τότε που για τελευταία φορά την είχα δει. Στην ίδια πόλη.

Πενήντα και τρία τέσσερα παραπάνω όμως ίσως χρόνια τη γνωρίζω. Από τότε που είκοσι χρονώ κοπελίτσα – μόλις τελείωσε την Σχολή – την έφερε ο δάσκαλος ο Κώστας στο χωριό του. Στο Παγγγαιορείτικο, γειτονικό τού χωριού μου, χωριό. Το χωριό των “Αράπηδων*”. Γυναίκα του.

Και την έφερε και στο χωριό μου. Στο σπίτι μας επίσκεψη. Να τη γνωρίσουμε. Γύρω στα δέκα και ίσως λίγο παραπάνω να ήμουνα μα όχι και πολύ, γιατί το δημοτικό δεν το είχα τελειώσει θυμάμαι ακόμα. Και να….να ένας ακόμα έρωτας. Αμόλυντος, παιδικός. Όμορφη. Όμορφη πολύ ήταν και στα παιδικά μου μάτια ακόμη ομορφότερη φάνταζε. Κατάλευκη, λεπτή, δροσερή και λαμπερή σαν τις δροσοσταλιές που λαμπυρίζουν το πρωινά στο ανοιξιάτικο χορτάρι. Δασκάλα, και γω ακόμα δεν είχα τελειώσει το δημοτικό.

Αχ και να την είχα!

 

Την τράβηξα από το μπράτσο απαλά και βγήκαμε έξω στο πεζοδρόμιο. Καθίσαμε στο παγκάκι μπροστά από το ταχυδρομείο κι αρχίσαμε να θυμόμαστε τα παλιά, τους συγγενείς και τους γνωστούς. Ο Ηλίας, η Λίτσα, ο Χρόνης, η Ματούλα, ο Παναγιώτης που παντρεύτηκε και έγινε πατέρας – το βαφτιστήρι μου – και ο άλλος Παναγιώτης ο μεγάλος που έγινε παππούς με εγγόνια που είναι φοιτητές.

Και οι γέροι….

Μιλήσαμε γι αυτούς που έφυγαν και γι αυτούς που τη ζωή τους συνεχίζουν με τις λύπες τους και τα χαρές τους άλλοτε στα ίσα μοιρασμένες, κι άλλοτε να γέρνει η ζυγαριά πότε από τη μεριά που είναι οι χαρές και πότε από την άλλη. Την κακή. Του πόνου. Κι είναι διπλός ο πόνος σαν λείπουν οι χαρές. Μα….έτσι είναι η ζωή.

Και τα παιδιά;

Που βρίσκονται, τι κάνουν;

Για όλα αυτά μιλήσαμε, για τα γνωστά, για αυτά που μιλούν όσοι χρόνια πολλά έχουν να βρεθούν. Να συνδεθούν οι κάποτε παρατημένοι και αποκομμένοι κρίκοι.

Αχ ρε Ιωάννα!

Α ρε χρόνε!

 

Καλά τα περνάει μου λέει και μου πιάνει το χέρι. Μόνο που… να…..να ο Κώστας. Το ήξερα, το είχα μάθει, μα το έμαθα αργά. Συγγενής ήταν ο δάσκαλος ο Κώστας ο άντρας της. Από τη μάνα μου μεριά.

“Έφυγε νωρίς Άγγελέ μου. Στα εξηνταπέντε του ακριβώς. Τη μέρα των γενεθλίων του. Στις δύο Νοεμβρίου”.

Αυτό δεν το ήξερα και μια έκπληξη απλώνεται στο πρόσωπό μου, δικαιολογημένα όμως. Για λίγο μένω αμίλητος καθώς κάνω τις προσθαφαιρέσεις μου. “Ακριβώς Ιωάννα”, της λέω.

“Τί ακριβώς;” με ρωτά απορημένη.

“Να”, της απαντώ. “Νάτες Ιωάννα και οι συμπτώσεις οι συμπαντικές. Έτσι πολλές φορές γίνεται. Δύο Νοεμβρίου έχω και εγώ τα γενέθλια μου και αν αφαιρέσουμε από το 19 το 54 μένει 65. Σε τριανταέξι ακριβώς μέρες, εξήντα και πέντε και εγώ.”

Με κοιτά με μεγαλύτερη απορία. “Λες;” της λέω αστειευόμενος.

“Μαθηματικός είσαι;”, με ρωτά, δίχως ερώτηση πραγματική να είναι. Με ύφος, ειρωνικό. “Τι σόι μαθηματικά είναι αυτά; Και το <<λες>> τι είναι αυτό το <<λες>>  που λες;”

Της εξηγώ. Κατάλαβε και χαμογελά. “Έλα τώρα, τι χαζά είναι αυτά.”

Αλλάζω κουβέντα.

“Ο Βασίλης, ο Λάκης;”

Το πρώτο της παιδί ο Βασίλης είναι.

“Στην Κύπρο είναι ο Βασίλης, εκεί είναι η δουλειά του. Την μεθεπόμενη βδομάδα θα πάω να τον δω.”

“Η Οκουκούλα καλά είναι;” με ρωτά. Το είχα ξεχάσει αυτό το όνομα και γελώ.

“Καλά.”

Δεκαοχτώ χρονών ήταν η αδελφή μου και ο Κώστας τής έκανε φροντιστήριο στο σπίτι τους, στα φιλολογικά μαθήματα. Για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Ο Βασίλης, μωρό ακόμα, μικρό παιδάκι, δεν είχε κλείσει τα δύο και μόλις άρχισε να μιλά και να λέει λεξούλες. Δύσκολο το όνομα τής αδελφής μου ακούγονταν στα παιδικά αυτάκια του. Πώς να πει, Χρυσούλα. Έκανε κάποιες προσπάθειες και του βγήκε:

Οκουκούλα.

Οκουκούλα έμεινε γι αυτούς η αδελφή μου.

“Και με την Οκουκούλα χαθήκαμε Άγγελε.”

“Καλά είναι, είχε κι αυτή τα δικά της.”

“Δεκαεννιά χρόνια Άγγελέ μου που έφυγε ο Κώστας. Μόνη. Έχω βέβαια τα τρία παιδιά και τα εγγόνια μου, μα πέρασα πολλά και δύσκολα. Είμαι καλά όμως τώρα. Δόξα τω Θεώ. Και να σου πω και κάτι ακόμα. Πρέπει…. πρέπει να σου το πω. Άλλος άνθρωπος σε όλη μου τη ζωή να με αγαπήσει όπως ο Κώστας, δεν υπήρξε.

Και η ψυχή του…….

Γίγαντας ψυχής Άγγελέ μου. Γίγαντας ψυχής, και ευχαριστώ τον Θεό για τα χρόνια που μου χάρισε μαζί του.”

Μου έδωσε το τηλέφωνό της. “Να μη χαθούμε”, είπε.

Χωρίσαμε. Την βλέπω να απομακρύνεται.

Στυλάτη, κομψή, λεπτή και ομορφοντυμένη. Φαίνεται ακόμα η ομορφιά στο πρόσωπό της κι ας λίγες ρυτίδες το έχουν με ευλάβεια χαρακώσει.

Μπαίνω και πάλι στο Φαρμακείο.

“Η Ιωάννα”, λέω στον Βασίλη.

“Πάνω από μισό αιώνα τη γνωρίζω.”

“Και γω χρόνια πολλά την ξέρω. Δασκάλα μου ήταν. Η καλύτερη. Και αυτή και ο άντρας της, ο Κώστας. Και δεν το λέω μόνο εγώ, όλος ο κόσμος το λέει, και τα παιδιά που πέρασαν από τα χέρια τους.”

 

Και εγώ πολλές φορές είχα ακούσει να μιλούν γι αυτούς με τα καλύτερα λόγια.

Ο Κώστας.

Η Ιωάννα.

“Θα τα γράψω Ιωάννα”, της είπα καθώς απομακρύνονταν.

“Σα θέλεις να τα γράψεις, γράψτα. Να μου πεις μονάχα, πότε.”

 

Ναι……

 

Καβάλα 27 Σεπτεμβρίου του 2019

*****

 

  • Στη φωτογραφία οι αράπηδες της Νικήσιανης.

Διαβάστε επίσης