Δεν μπορούμε παρά να ακούσουμε και να μπούμε στις μύτες των ποδιών, μαζί με τον συγγραφέα, σε μια μακρά πορεία στοχασμού, λέει η Luna D’Ambrosio.
Είναι μια ανάμνηση που δεν κάνει εκπτώσεις και δεν προεξοφλεί, αυτή που μας επιστρέφει ο Sergio Segio στη Miccia Corta, δεν ζητά και δεν θέλει δικαίωση, αλλά αντίθετα ανοίγει ένα παράθυρο σε ένα παρελθόν το οποίο πολύ γρήγορα και εσκεμμένα αφαιρέθηκε από την ιστορία, ενθυμούμενος σχολαστικά και με ακρίβεια τα γεγονότα που καθόρισαν εκείνη τη δεκαετία, χωρίς καμία αποποίηση ευθύνης, αλλά αναλύοντας διαυγώς τα γεγονότα και αυτό που προηγήθηκε.
Διατρέχοντας την αφήγηση σαν να ήταν ένα μονοπάτι θαλασσινό, εμφανίζονται οι εικόνες της μνήμης, δίχως να ξεθωριάζουν, ακόμη ζωντανές, των συντρόφων που σκοτώθηκαν από τις δυνάμεις της τάξης ή από τους φασίστες, τους βρίσκουμε ξανά έναν προς έναν και θυμόμαστε το όνομα του καθενός, συναντάμε τα δάκρυα που χύνονται, τις σφιγμένες γροθιές υψωμένες στον ουρανό του συλλογικού μας πόνου, ξαναβρίσκουμε την ανάγκη για επανάσταση χιλιάδων νέων, τα μεγάλα ιδανικά, τις μάχες, το συναίσθημα, αυτό με κεφαλαίο Σ.
Βήμα-βήμα, προχωρώντας, σκοντάφτουμε στα ερείπια των ονείρων μας, στη σκληρή ήττα, στην άγρια καταστολή του κράτους, στη διάλυση σε χίλια διαφορετικά ρυάκια ενός κινήματος τέτοιου που σαν κι αυτό δεν θα υπάρξουν ξανά ποτέ άλλα. Είναι ένα ανηφορικό μονοπάτι, γρήγορο, ωμό στη συναισθηματικότητά του, που χτυπά στις ευαίσθητες χορδές των αναμνήσεων.
Τότε το μονοπάτι γίνεται πολύ πιο στενό, ανοίγοντας τη θέα στις ερημικές και μοναχικές χώρες της φυλάκισης, όχι μόνο της σωματικής καταδίκης αλλά και του λόγου, της έκφρασης.
Μπορεί κανείς μόνο να ακούσει και να μπει στις μύτες των ποδιών, μαζί με τον συγγραφέα, σε μια μακρά πορεία προβληματισμού.
Αυτό το κείμενο είναι μια σημαντική ανάμνηση, ακόμα κι αν σίγουρα θα κάνει πολλούς να στραβώσουν τη μύτη τους, αλλά ειρήνη για αυτούς, γιατί η μνήμη δεν μπορεί να καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη, ειδικά αν αυτή η ανάμνηση είναι όλα τα άλλα παρά η αποθέωση ή η απολογία της βίας.
Είναι ένα ανάγνωσμα που δεν κλείνει ένα κεφάλαιο, αλλά αντίθετα ανοίγει άλλα και δεν μπορείς να τελειώσεις το βιβλίο χωρίς να θέσεις στον εαυτό σου μια σειρά από ερωτήματα: για τις χιλιάδες συλλήψεις που έγιναν εκείνα τα χρόνια, για την αδιάκριτη χρήση μεταμεληθέντων/ψευδομετανοημένων/ κ.λπ., αλλά κυρίως για την πρακτική των βασανιστηρίων και των ειδικών φυλακών.
Ένα σπουδαίο έργο σε αυτό το βιβλίο, που μας αφήνει ερωτήματα, αναμνήσεις και συναισθήματα, ανοίγει ξανά ένα κεφάλαιο της ιστορίας που έχει κρυφτεί και ξεχαστεί για πάρα πολύ καιρό. Ένα υπέροχο βιβλίο.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος miccia corta