Dark Mode Light Mode

Παυσανίας ο Παγγαιορείτης

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


Αρχαίο θέατρο των Φιλίππων. Ιούλιος του χίλια εννιακόσια εβδομήντα. Μισός αιώνας πριν.

Μπροστά κάθονταν η Νούλα με τον άντρα της τον Πασχάλη, τον γαιοκτήμονα, και πίσω τους, ακριβώς στη γωνία της κεντρικής κλίμακος και του πρώτου διαζώματος, αυτός με την συμβία του – τον διάολό του πες καλύτερα – την Κίτσα, την περμανατζού. Έτσι την έλεγε ο ταλαίπωρος ο σύζυγός της, γιατί που την έχανες που την έβρισκες, στης Μέλπως ήταν. Στης κομμώτριας της….. άντε να μη πει πιο, βρίσκονταν. Σε εκείνο το άντρο του κουτσομπολιού. Πρακτορείο Ρόιτερς. Στόμα δεν έβαζαν μέσα και οι δυο. Ας ήταν να δει τα μαλλιά της γυναίκας του έστω και μια φορά δίχως εκείνα τα μανταλάκια στο κεφάλι της. Σαν το κεφάλι με τα φίδια εκείνης της αρχαίας που τους έμαθε ο δάσκαλος στο δημοτικό ήταν. Να δεις πως την έλεγαν, να δεις, να δεις,…..α ναι Μέδουσα, την έλεγαν. Τσούχτρα καλύτερα πες.

Στόμα δεν έκλεισε σαν άκουσε από με τα μεγάφωνα της κοινότητας γι αυτό το αρχαίο θέατρο.

Του είχε πάρει το κεφάλι όλη τη βδομάδα: ”Παυσανία να πάμε και εμείς το Σάββατο όπως όλος ο κόσμος στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων να δούμε την Αντιγόνη του Σοφοκλή”.

“Ποιανού;”

“Τί ποιανού;”

“Η Αντιγόνη λέω…. ποιανού είναι;”

“Του Σοφοκλή.”

“Ποιανού Σοφοκλή μαρή, η Αντιγόνη του Κουτσοφώτη είναι. Του Γιώργη του Κουτσοφώτη η μεγάλη η θυγατέρα είναι.”

“Α να χαθείς Παυσανία.”

Πες πες όμως, τον έπεισε.

Έδινε τότε ο Παπαδόπουλος, εκείνος με το πουλί, όχι το δικό του το πουλί, της επαναστάσεως το πουλί λέω, εισιτήρια δωρεάν για τους αγρότες. Μέχρι και πούλμαν έβαζε. Τους μάζευε από όλα τα χωριά γύρω από τα τενάγη των Φιλίππων αλλά και από την Πιερία κοιλάδα και τα χωριά των Σερρών ακόμα, και τους πήγαινε να παρακολουθήσουν τα θαυμαστά τα έργα των αρχαίων ημών προγόνων. Θεατρική παιδεία και καλλιέργεια του πνεύματος. Διαφωτισμός.

Το πούλμαν όμως η Κίτσα δεν το γουστάριζε καθόλου και εδώ και μέρες τα είχε συμφωνήσει με την Νούλα που ήταν και εξαδέλφες και δεν θα πήγαιναν με το πούλμαν παρά θα πήγαιναν, με την κούρσα τους. Με εκείνο το χρώματος μουσταρδί – σκατί το έλεγε ο Παυσανίας – μικροσκοπικό σαν κονσερβοκούτι Φίατ του Πασχάλη θα πήγαιναν. Και που να χωρέσουν όμως που και οι τέσσερις τα είχαν τα μήκη τους μα περισσότερο από τα μήκη τους, είχαν τα πλάτη τους. Θα παστώνονταν σαν τους κολιούς του μπάρμπα Χαρίση, του μπακάλη. Θα κλατάριζε και το φιατάκι. Μεγαλοαγρότης ο Πασχάλης και θα καταδεχόταν τώρα η σύζυγός του η Νούλα να μπει στο πούλμαν με τους άλλους! Σιγά τώρα.

Απ’ τις τρεις το πρωί ήταν στο πόδι ο Παυσανίας. Το τρίτο χέρι έσπαζαν στα καπνά. Κούραση, ταλαιπωρία, νύστα μα παρόλα αυτά νάτονε στο αρχαίο θέατρο. Με το που έκατσε όμως στο εδώλιο του θεάτρου άρχισαν να κλείνουν τα μάτια του. Μια έκλειναν, μια άνοιγαν τα μάτια του, και σε κάποια τέτοια ενδιάμεση στιγμή έπιασε το αυτί του, ότι η Αντιγόνη τελικά ήταν κόρη τού Οιδίποδα και όχι του Κουτσοφώτη μα ούτε και του Σοφοκλή. Από εκείνη τη στιγμή και μετά τον πήρε ο Μορφέας, τον έκανε βασιλιά της Θήβας και από Παυσανίας έγινε Κρέοντας, τσακώθηκε άσχημα με την Αντιγόνη και από εκεί και πέρα η σύγκρουσή τους πήρε διαστάσεις διπλής τραγωδίας.

Τι διπλής τραγωδίας λέω, τριπλής και βάλε.

Μία αρχαίου δράματος σπαρακτική κραυγή βγήκε από τα χείλη τού Κρέοντα – Παυσανία και ακούστηκε πέρα ως πέρα, αντιλάλησε σε προσκήνιο και σκηνή, πολλαπλασιάστηκε στην ορχήστρα, ανέβηκε κλίμακες και διαζώματα και σκόρπισε απ’άκρου σ’ακρον σε όλο το κοίλον του θεάτρου. Εβούηξε όλος ο αρχαίος τόπος.

“Κάντε στην άκρη ρεεεεε… γαμώ τον Σοφοκλή σας, μη κατεβαίνετε τις σκάλες ρεεεεε.”

Τί είχε συμβεί;

Είχε τελειώσει η παράσταση και ο κόσμος χειροκροτούσε όρθιος όταν ο Παυσανίας ξύπνησε, χασμουρήθηκε χασμουρητό μεγάλο, δεν πρόλαβε να βάλει το χέρι του στο στόμα, του έφυγε η μασέλα που δεν στέκονταν ακόμα καλά στο στόμα του καθότι καινούργια, και άρχισε να κατρακυλά στις σκάλες.

“Τη μασέλα μου ρεεεεεε.”

Λίγο μετά, σαν αραίωσε ο κόσμος βρήκαν τη μασέλα ξεδοντιασμένη με το χρυσό δόντι να λείπει. Ή κάποιος το βούτηξε, ή θα το βρουν οι απόγονοι μας στο μακρινό το μέλλον και θα αναρωτιούνται τι είδους κόσμημα είναι αυτό.

Δέκα μέρες σούπες και πουρέ έτρωγε ο Παυσανίας. Για την Κίτσα δε, είχε βγει κανόνας σιωπής και στέρησις εξόδου επί δεκαπενθήμερον ….

Εννέα Ιουνίου του είκοσι είκοσι

Η παράσταση της Αντιγόνης του Σοφοκλή το 1970:

https://www.ntng.gr/default.aspx?lang=el-GR&page=2&production=2877

Προηγούμενο άρθρο

Τον σταμάτησαν για έλεγχο και βρήκανε στο αυτοκίνητο του 3,5 κιλά κάνναβη

Επόμενο άρθρο

Στοίχημα: «Σκληρό» πόκερ στο ντέρμπι της Superleague!