Picchio Rosso και Oceanis – Όταν η «δυναστεία» Κοντόρια διαμόρφωνε τη νεανική κουλτούρα

 Picchio Rosso και Oceanis – Όταν η «δυναστεία» Κοντόρια διαμόρφωνε τη νεανική κουλτούρα

Αρκούν και μόνο οι λέξεις Picchio Rosso και Oceanis για να μαλακώσει το βλέμμα και να ταξιδέψει νοσταλγικά το μυαλό σε μια εποχή όμορφη, ξέγνοιαστη και τόσο αλησμόνητη, ώστε να επιστρέφει συχνά σε αυτή αναζητώντας καταφύγιο από μια πεζή και δύσκολη καθημερινότητα. Αρκούν και μόνο αυτές οι λέξεις για να χαμογελάσει με νόημα μια ολόκληρη γενιά καβαλιωτών που γαλουχήθηκε τη δεκαετία του ‘80 και διαμόρφωσε τη νεανική της κουλτούρα μέσα στα αγαπημένα στέκια, τα οποία, καλόγουστα και πρωτοποριακά, είχαν δημιουργήσει οι αδελφοί Κοντόρια. Τα καταστήματά τους, τα δικά μας φημισμένα στέκια, αποτελούν σήμερα -και θα συνεχίσουν να αποτελούν- τον «αστικό μύθο» της Καβάλας, ενώ τα μέλη της οικογένειας θα φέρουν το χαρακτηρισμό των «μυθικών προσώπων» που έγραψαν μια χρυσή σελίδα στην καβαλιώτικη διασκέδαση. Δεν ήταν όμως μόνο η δικιά μας γενιά που μέτρησε σπιθαμή προς σπιθαμή τις πίστες των συγκεκριμένων καταστημάτων. Ακόμη και σήμερα, σε συζητήσεις με άτομα άλλων πόλεων, ανακαλύπτουμε πως ειδικά η θερινή Picchio Rosso αποτέλεσε ένα σημείο αναφοράς. Και κρυφά φουσκώνουμε από περηφάνια όταν ακούμε «ξένους» να μας ομολογούν: «Ναι, τη ξέρω κι εγώ τη Picchio Rosso, έχω χορέψει εκεί αρκετές φορές». Βλέπετε, αυτή η disco δεν ήταν μόνο μια οικογενειακή επιχείρηση των αδελφών Κοντόρια, αλλά ήταν το δικό μας «δεύτερο σπίτι». Έτσι τη νιώσαμε, έτσι την αγαπήσαμε, έτσι τη διαφυλάξαμε μαγικά μέσα μας, έτσι την κληροδοτήσαμε στα παιδιά μας μέσα από τις αφηγήσεις μας κι έτσι εξιδανικευμένα θα την κρατάμε εσαεί.

 

ΚΑΒΑΛΙΩΤΙΚΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ = PICCHIO ROSSO   

Ύστερα από τόσα χρόνια, ακόμη και σήμερα όταν το αυτοκίνητο στέκεται στον κόμβο της Καλαμίτσας περιμένοντας να ανάψει ο φωτεινός σηματοδότης, γυρίζω το κεφάλι στη δεξιά πλευρά του δρόμου και βλέπω μπροστά μου ζωντανά την Picchio Rosso. Κατάλευκη λες και ήταν πασπαλισμένη με άχνη ζάχαρη, με εκείνη τη χαρακτηριστική σκεπή της που μου θύμιζε πάντα καπέλο τζόκεϊ. Όποια στιγμή θελήσω, μπορώ να κλείσω τα μάτια και να ανακαλέσω άνετα από τη μνήμη την εικόνα της εισόδου, πολιορκημένης από πλήθος κόσμου που περίμενε να εισέλθει.

Στέκομαι κι εγώ νοερά μαζί με τους υπόλοιπους και περιμένω υπομονετικά τη σειρά μου για να μπω στο φανταστικό κόσμο της διασημότερης καβαλιώτικης disco.

Μπορεί να λησμόνησα την πρώτη φορά που στάθηκα στο πολύχρωμο εσωτερικό της, ποτέ όμως δε λησμόνησα τη χωροταξική της διάταξη και τα διαφορετικά της επίπεδα, τα κόκκινα και κίτρινα πουά σε λευκό φόντο των σεπαρέ, τις χαρακτηριστικές ντισκόμπαλες και τα πολύχρωμα φωτορυθμικά της, τα μπαρ και την ευρύχωρη πίστα της, το υπερυψωμένο «κλουβί» του Dj και τα τεράστια ηχεία που διέχεαν την αγαπημένη μας μουσική σε όλη την περιοχή. Η ηλικιακή διαφορά με τους ιδιοκτήτες δεν μου επέτρεπε τότε την προσωπική μου γνωριμία. Αρκετοί φίλοι, ελαφρώς μεγαλύτεροι, γνώριζαν τους αδελφούς Κοντόρια που για εμάς τους πιτσιρικάδες ήταν περισσότερο μύθοι. Εμείς αρκούμασταν σε απλούστερες γνωριμίες, ένα σερβιτόρο, ένα μπάρμαν, προκειμένου να εξασφαλίσουμε ίσως κάποιο τραπέζι στο επάνω επίπεδο ή έστω ένα σκαμπό στο μπαρ.

Ακόμη κι αυτά όμως μας εξυπηρετούσαν αποκλειστικά για να αποθέσουμε τα προσωπικά μας αντικείμενα και να αναμένουμε εναγωνίως μέχρι την έναρξη του προγράμματος. Κι όσο πλησίαζε η ώρα τόσο αυξανόταν η αγωνία, μέχρι να ηχήσει το χαρακτηριστικό μουσικό σήμα του Dj και να δοθεί το σήμα για τον αγώνα δρόμου μέχρι την πίστα. Μπορεί σήμερα οι τότε αντοχές μας να μας φαίνονται υπερφυσικές κι όμως καμία σημασία δε δίναμε στο ρολόι και στις ώρες που κυλούσαν ενόσω εμείς χορεύαμε μέχρι τελικής πτώσης και χωρίς να παραχωρούμε ούτε εκατοστό από το χώρο που μας αναλογούσε. Στεκόμασταν όσο το δυνατόν κοντύτερα στα ηχεία και νιώθαμε τα ντεσιμπέλ κυριολεκτικά να μας διαπερνούν. Τέτοια απολαυστική ένταση ποτέ δε μας επιτρέπονταν στο σπίτι μας. Όταν δε αναγκαζόμασταν να αποχωρήσουμε, χωρίς φυσικά να έχουμε κορέσει την ανάγκη μας για χορό και ψυχαγωγία, τα αφτιά μας βούιζαν μέχρι το πρωί της επομένης.

Το καλοκαίρι στην Καβάλα για τη γενιά μας απαιτούσε την τήρηση παγιωμένων προγραμμάτων. Το μεσοβδόμαδο κυλούσε με βόλτες και καφέ στα στέκια της Ερυθρού Σταυρού, αναλόγως με τα γούστα και φυσικά με τις προτιμήσεις του αμόρε. Οι Παρασκευές όμως και τα Σάββατα επέβαλλαν την παρουσία μας στη Picchio Rosso, όχι μόνο γιατί αυτό ήταν το must της εποχής κι εμείς έπρεπε να είμαστε in fashion αλλά κυρίως γιατί μια βραδιά στη disco ήταν ο επί γης παράδεισος μας. Αυτή την έξοδο συζητούσαμε όλη την εβδομάδα μεταξύ μας, γι’ αυτή την έξοδο προετοιμάζαμε την γκαρνταρόμπα μας, αυτή την έξοδο περιμέναμε προκειμένου να ξαναδούμε τον απελπισμένο έρωτά μας και να χορέψουμε για λίγο δίπλα του, ή για να μπούμε θριαμβευτικά συνοδευόμενοι στο πλάι του, εάν είχαμε καταφέρει να δημιουργήσουμε έναν από εκείνους του ρομαντικούς νεανικούς δεσμούς. Καλοκαιρινό βραδάκι Σαββάτου λοιπόν, χωρίς χορό στη Picchio Rosso των αδελφών Κοντόρια, ήταν φαί χωρίς αλάτι.

 

ΚΑΒΑΛΙΩΤΙΚΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ = OCEANIS

Όταν ωστόσο το φθινόπωρο έφτανε κι επιστρέφαμε στα θρανία, διόλου δεν απογοητευόμασταν, αφού η πασίγνωστη επιχειρηματική οικογένεια μας πρόσφερε μια αναλόγως απολαυστική έστω και στεγασμένη επιλογή ψυχαγωγίας. Στο ισόγειο του ξενοδοχείου ΩΚΕΑΝΙΣ, αριστερά της εισόδου και στο βάθος της στοάς μας περίμενε το χειμερινό μας στέκι, η Disco OCEANIS. Απείρως μικρότερη σε εμβαδόν, χωρίς τραπέζια αλλά με κερκίδες που είχαν ντυθεί με βελούδινα μαξιλάρια, με το μπαρ να δεσπόζει στη μέση, με τη μικρή αλλά χαριτωμένη υπερυψωμένη πίστα δεξιά της εισόδου, η OCEANIS αποτελούσε το σκοτεινό αντικείμενο του χειμωνιάτικου πόθου μας.

Αν και το γονικό χαρτζιλίκι υποτίθεται πως προοριζόταν για την αγορά της τυρόπιτας από το σχολικό κυλικείο, εμείς προτιμούσαμε να το κρατούμε στο βάθος του πορτοφολιού και να το χρησιμοποιούμε για τον απογευματινό καφέ και το βραδινό αναψυκτικό στη disco. Το τέλος των μαθητών της Παρασκευής ισοδυναμούσε με την έναρξη της διαδικασίας προετοιμασίας μιας πολλά υποσχόμενης νύχτας. Από νωρίς παρακολουθούσαμε στην τηλεόραση τη μοναδική μουσική εκπομπή, το «Μουσικόραμα». Έπειτα κάναμε το μπάνιο μας, ντυνόμασταν με φροντίδα μπροστά στους εφηβικούς μας καθρέφτες και διαπραγματευόμασταν με τους γονείς την ώρα επιστροφής μας. Ξεχυνόμασταν ασυγκράτητοι στην «πιάτσα» και συναντιόμασταν με την παρέα.

Θυμάμαι, τον χειμώνα του 1984 μας είχε κολλήσει η λόξα των καπέλων. Τρεις κολλητές με τα μαύρα καπέλα μας βολτάραμε παρά το ψύχος στην Ερυθρού Σταυρού προκειμένου να επιδειχθούμε. Ούτε που δίναμε σημασία στα σχόλια που προκαλούσαμε, αφού εμείς από τη χαρά μας δεν πατούσαμε καν στη γη. Εντοπίζαμε τα εν δυνάμει αμόρε, μας εντόπιζαν κι εκείνα και ύστερα από τον καφέ γραμμή για την OCEANIS. Κάποια σεζόν που είχε απαγορευτεί σε μοναχικά αγόρια η ελεύθερη είσοδος προκειμένου να αποφεύγονται διαπληκτισμοί και δυσάρεστα περιστατικά, φτάνοντας στην πόρτα μας περίμενε πλήθος ανυπόμονων που παρακαλούσαν να παραστήσουμε τις συνοδούς τους. Κι εμείς καμαρώναμε και ξεδιάντροπα διαλέγαμε τους τυχερούς, αφήνοντας τους υπόλοιπους να παραπονιούνται σφοδρά για την αδικία. Ποτέ δε σκεφτήκαμε να αλλάξουμε την παραμικρή λεπτομέρεια στο καθιερωμένο πρόγραμμα. Το οφείλαμε στον εαυτό μας να συγκεντρώσουμε επαρκή «κουτσομπολιά», τα οποία θα αναλύαμε ξανά και ξανά στη διάρκεια της μονότονης εβδομάδας.

 

ΕΙΜΑΙ ΠΑΙΔΙ ΤΩΝ DISCO ΚΟΝΤΟΡΙΑ

Δε ξέρω αν οι αδελφοί Κοντόρια αντιλήφθηκαν ποτέ σε όλο της το εύρος τη σημαντικότητα της επιχειρηματικής τους δράσης για μια ολόκληρη γενιά καβαλιωτών. Είμαστε εμείς που διαμορφώσαμε τις προσωπικότητές μας, που αποκτήσαμε την κουλτούρα μας, που ερωτευτήκαμε ή χωρίσαμε μέσα στα καταστήματά τους. Δε ξέρω αν οι αδελφοί Κοντόρια κατανόησαν ποτέ πόσο σημαντικό κεφάλαιο αποτέλεσαν για τη σύγχρονη ιστορία της πόλης και κυρίως πόσο σημαντικό κεφάλαιο αποτέλεσαν για τη δική μας ζωή, έστω κι αν ποτέ δε γνώρισαν προσωπικά τον καθένα μας.

Δε ξέρω αν οι αδελφοί Κοντόρια συνειδητοποίησαν ποτέ ότι οι πιτσιρικάδες όπως εμείς θεωρούσαμε τις δικές τους disco ως τις πλέον in και φυσικά ως τα πλέον αγαπημένα κι αλησμόνητα στέκια της εφηβείας μας. Δε ξέρω αν οι αδελφοί Κοντόρια μπορούν σήμερα να μάθουν ότι είναι υπεύθυνοι για τις γλυκύτερες αναμνήσεις μας, για τα μουσικά μας γούστα, για τις μακροχρόνιες φιλίες μας, για τις ξεκαρδιστικές ιστορίες που ακόμη διηγούμαστε μεταξύ μας. Αρκεί και μόνο η αναφορά της Picchio Rosso στη διάρκειας μιας συμμαθητικής συγκέντρωσης για να ανοίξουν αυτόματα τα «συρταράκια» της μνήμης μας και να ξεχυθούν περιστατικά που, επειδή ήταν υπέροχα αθώα, έχουν παραμείνει κυρίαρχα μέσα στο μυαλό μας. Ακόμη και λίγα κοινά αν έχουμε μοιραστεί με κάποια άτομα της «παλιοσειράς» μας, η συνύπαρξή μας μέσα στη Picchio Rosso και την Oceanis αρκεί ώστε να μας δένει δια παντός.

Στην πορεία των χρόνων γνωρίστηκα και συνομίλησα με διάφορα πρόσωπα, περίπου στη δική μου ηλικία. Όποτε θελήσαμε να αυτοπροσδιορισθούμε και να τοποθετήσουμε εαυτούς στο «κάδρο» της καβαλιώτικης κοινωνίας, συνήθως ανταλλάσσαμε πληροφορίες για τα στέκια στα οποία συχνάζαμε. Ο δικός μου αυτοπροσδιορισμός, η δική μου «συστατική επιστολή» είναι ολιγόλογη. «Εγώ είμαι παιδί των disco Κοντόρια» δηλώνω υπερήφανα, εννοώντας ότι είμαι παιδί της μεγάλης καβαλιώτικης οικογένειας των ‘80ς που δημιούργησαν οι συγκεκριμένοι επιχειρηματίες και ο συνομιλητής μου καταλαβαίνει αυτομάτως τι ακριβώς εννοώ. Τόσο απλά. Δεν είναι λοιπόν αυτό μια τεράστια επιτυχία και μια αναγνώριση για εκείνους που μου πρόσφεραν την ποιοτικότερη διασκέδαση της ζωής μου;

 

ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ

 

=

 

Διαβάστε επίσης