Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Οδηγώ. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα είναι. Ούτε κατάλαβα πώς βρέθηκα ψηλά, στον Άγιο, στο κυκλικό το κόμβο. Το μοντέρνο κτίριο στα αριστερά μου, δεσπόζει πάνω στο λόφο με το μέγεθός του και με τη τεράστια φωτεινή του πινακίδα. Μέσα στη συννεφιασμένη βαριά νυχτιά, μοιάζει να αιωρείται. Στα ουράνια.
Ανάβω φλας. Ασυναίσθητη η κίνηση αυτή που κάνω, δίχως άλλη σκέψη να περιδιαβαίνει τα σοκάκια τού θολωμένου μου μυαλού. Αναρωτιέμαι μονάχα αν χρειάζονταν το φλας εδώ πάνω στην απεραντοσύνη του ουρανού.
Η μπάρα ανοίγει αυτόματα. Μπαίνω στον μεγάλο προαύλιο χώρο που χρησιμοποιείται για τη στάθμευση των οχημάτων. Είναι σχεδόν άδειος. Υπάρχει μια θέση πλησίον της κεντρικής εισόδου του κτιρίου. Παρκάρω, παίρνω το σακίδιό μου – τί να το ήθελα άραγε;-, κατεβαίνω από το αυτοκίνητό μου, το κλειδώνω, και προχωρώ προς τη μεγάλη τζαμένια πόρτα. Παραπατώ, πετώ; Δεν το καταλαβαίνω. Δεν αισθάνομαι και πολύ καλά. Πλησιάζω στην είσοδο, η πόρτα ανοίγει αυτόματα και μπαίνω στην αίθουσα της υποδοχής. Πρέπει να είναι ο προθάλαμος του Παραδείσου. Αυτός πρέπει να είναι. Κοιτώ γύρω μου και σιγουρεύομαι. Αυτός είναι. Κάποια κοπέλα – σαν άγγελος εξ ουρανού – με μάσκα στο πρόσωπό της, σηκώνει προς το μέρος μου το αριστερό της χέρι, το χέρι της καρδιάς, και μου δείχνει τη παλάμη της. Να σταθώ εκεί μου λέει δίχως λόγια.
Σταματώ. Δεν βλέπω το πρόσωπό της, μα από τα πράσινα μάτια της που λάμπουν σαν λίγο πριν να ήταν δακρυσμένα, νιώθω πως είναι όμορφη. Με ρωτά τί θέλω, τί μου συμβαίνει. Της απαντώ πως μόλις τώρα έφτασα και πως με περιμένουν. Τη κοιτώ, με κοιτά και εκείνη, και διακρίνω ένα τρεμούλιασμα στις άκρες των ματιών της, σα νά ‘ναι τούτο των ματιών της το χαμόγελο.
Όμορφα που είναι τα μάτια της!
Και τί όμορφο που είναι το χαμόγελό τους!
Μοιάζει όμως θλιμμένο.
Με μια κίνηση του χεριού της πάλι, μου κάνει νόημα και τόπο να περάσω δίχως καμιά κουβέντα πάλι να μου πει. Πλησιάζω προς την υποδοχή. Διακρίνω πίσω από το γκισέ μια άλλη κοπέλα με μάσκα και εκείνη, που μιλά με κάποιον τύπο με πλούσια άσπρα γένια που στέκεται όρθιος μπροστά της, και κρατά μια αρμαθιά κλειδιά στα χέρια του. Εκείνος με βλέπει, και μου κάνει νόημα να καθίσω απέναντι στα καθίσματα και να περιμένω. Κάθομαι δίπλα σε ένα νέο άνδρα κι αμέσως εκείνος δίχως να σηκωθεί γλιστρά στο παραδιπλανό κάθισμα.
Έχει πολύ φως γύρω μου, ένα παράξενο γαλακτώδες παχύρευστο φως. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε. Νιώθω να καίω. Κάποια στιγμή ο τύπος της υποδοχής με δείχνει με το δάχτυλό του και δυο άλλοι ντυμένοι σαν αστροναύτες με κατάλευκη στολή και ολοπρόσωπες μάσκες, με πλησιάζουν. Δείχνουν απειλητικοί. Με πιάνουν από τις μασχάλες, με σηκώνουν και με οδηγούν σε ένα διάδρομο μακρύ, πίσω από κάποιους θαλάμους που μοιάζουν με ασανσέρ. Οι αισθήσεις μου με προδίδουν και χάνω την αίσθηση του χώρου και του χρόνου.
*
Βρίσκομαι ξαπλωμένος σε ένα ψηλό κρεβάτι. Δεν μπορώ να μιλήσω, οι χορδές μου δεν μπορούν να κινηθούν να βγάλουν ήχο. Ο λάρυγγάς μου είναι κλειστός. Πνίγομαι. Νιώθω στα μέσα μου σωλήνες ριζωμένες. Όλα τα μέλη μου είναι νεκρά και τα αισθάνομαι πρησμένα. Τίποτα να κινήσω δεν μπορώ. Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να ανοιγοκλείνω τα βλέφαρά μου και να κινώ τα μάτια μου. Βλέπω από πάνω μου να κρέμονται σε σιδερένιους γάντζους κόκκινα και άσπρα σακουλάκια, με σωληνάκια που καταλήγουν στα γεμάτα τρύπες χέρια μου. Και φώτα πολλά. Και μυρωδιές παράξενες. Γεύση πικρή στο στόμα μου. Διακρίνω φιγούρες ανθρώπων – αστροναυτών, να πηγαινοέρχονται. Μου μιλούν, τους κοιτώ, μα δεν καταλαβαίνω τι μου λένε. Ύστερα από λίγο, χάνω την όρασή μου, την όσφρησή μου και τη γεύση μου. Αισθάνομαι πολύ κουρασμένος και κλείνω τα μάτια μου. Ύστερα ο χρόνος συμπυκνώνεται σε μια στιγμή, και το μυαλό μου τρέχει πίσω. Πενήντα δύο χρόνια πριν. Έτσι ήταν και τότε. Τότε που είχα πάρει το μεγάλο δρόμο κάτω από το ουράνιο τόξο.
Αιωρούμαι. Αιωρούμαι σε χρόνο και για χρόνο άχρονο, κι ύστερα αμέσως πετώ και βρίσκομαι καθισμένος στο χείλος του ορίζοντα των γεγονότων μιας θεόρατης μαύρης τρύπας. Πίσω μου το φως, και μπρος μου απύθμενο βάθος σκοτεινό, μαύρο σα πίσσα. Γλιστρώ και πέφτω μέσα.
Τρόμος στην αρχή με κυριεύει, που σε μια στιγμή αλλάζει και μετατρέπεται σε άφατη ευφορία. Φως παντού. Βλέπω, ακούω, οσφραίνομαι. Αισθάνομαι. Όλες οι αισθήσεις μου είναι εδώ.
Καταπράσινα λιβάδια, βουνά, ποτάμια και λίμνες με καταγάλανα νερά και ανθισμένα δέντρα ολόγυρά μου. Κήποι καταστόλιστοι, ανθοστολισμένοι με του κόσμου όλα τα χρώματα. Κι αρώματα. Και ήλιοι, ήλιοι πολλοί που ανατέλλουν απ’όλες τις μεριές του ορίζοντα. Κι εγώ, θαρρείς αλαφρωμένος από ένα βάρος που με τσάκιζε, γερμένος είμαι στη ζεστή τη γη, κάτω από μια ανθισμένη μυγδαλιά. Με τα μάτια μου στραμμένα προς τα πάνω. Κοιτώ ψηλά στον ουρανό. Ένα απαλό αεράκι χαϊδεύει το πρόσωπό μου, αναδεύει τα λευκά μαλλιά μου. Κάτασπρες κρυστάλλινες χιονονιφάδες λικνίζονται και πέφτουν πάνω μου. Πλήθος πυκνό κατάλευκα πέταλα από της μυγδαλιάς τα άνθη, σκεπάζουν το κορμί μου. Κλείνω τα μάτια μου και νιώθω την αφή τους. Χάδι πρωτόγνωρο.
Μια παραδείσια μουσική ακούγεται από μακριά. Μια μουσική που λίγο λίγο δυναμώνει. Κάτι μου θυμίζει αυτή η μουσική. Ναι, κάτι μου θυμίζει….
Η άνοιξη είναι. Ναι, η άνοιξη του Vivaldi είναι. Ναι, αυτή είναι. Η άνοιξη.
Η μουσική δυναμώνει, πλησιάζει, με αγγίζει και ανοίγω τα μάτια μου.
Έξω είναι νύχτα ακόμα. Δεν ξέρω τι μέρα είναι. Εξάλλου, δεν με νοιάζει, μα ούτε έχει και σημασία. Κάποιος μου ψιθυρίζει πως είναι Πέμπτη. Μα δεν τον ρώτησα! Τι με σκοτίζει. Κοιτώ από το παράθυρο. Στο βάθος άρχισε να ροδίζει ο ουρανός…
Είναι η ώρα των ζωντανών….
Παίρνω από το κομοδίνο δίπλα μου στα χέρια το τηλέφωνό μου, και αρχίζω να πληκτρολογώ, να γράφω λέξεις…
Πέμπτη 19 Μαρτίου του 2020
*****
Στου κορωνοϊού τις μέρες…. στη νόσο του Covid-19 τους χρόνους …